Η επίσκεψη του Ερντογάν στην Αθήνα και η διενέργεια της συνεδρίασης του Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας Ελλάδος – Τουρκίας μετά από διάστημα επτά ετών και ενώ μεσολάβησε η εκρηκτική τριετία 2020-2022 όπου ο τουρκικός επιθετικός παροξυσμός με ενέργειες και ρητορεία σε βάρος της Ελλάδος έφτασε στο απόγειο του, εμφανίζεται από το ανακουφισμένο φοβικό εγχώριο κατεστημένο, ως μεγάλη αλλαγή και ελληνική επιτυχία.
Του Γεωργίου Παπασίμου
Η περίοδος των επιφανειακών ήρεμων νερών που ξεκίνησαν από τους καταστρεπτικούς σεισμούς στην Τουρκία ως σήμερα αποτελεί πλέον το κεντρικό κυβερνητικό αφήγημα, που με τη βοήθεια των συστημικών ΜΜΕ διοχετεύεται έντεχνα στην ελληνική κοινωνία ως νέα ελπιδοφόρα σελίδα στα ελληνοτουρκικά. Αυτό θα ήταν πολύ καλό αν ήταν η αλήθεια και απηχούσε στοιχειωδώς την πραγματικότητα, που είναι δυστυχώς διαφορετική και σκληρή. Η τουρκική πλευρά και ο Ερντογάν με «προβειά προβάτου» αντί λύκου και με γλυκόλογες εκφράσεις φρόντισε να θέσει και πάλι επί τάπητος όλες τις παράνομες μονομερείς τουρκικές διεκδικήσεις, με την προηγηθείσα συνέντευξη του στην Καθημερινή, και τις οποίες με τον πιο άμεσο και θορυβώδη τρόπο φρόντισε να παρουσιάσει σε όλα τα διεθνή φόρα την προηγούμενη περίοδο.
Κατά τη τετραετία 2019-2022, η Τουρκία ξεδίπλωσε όλες τις στρατηγικές επιδιώξεις της, που εντάσσονται στη νεο-οθωμανική στρατηγική της, ότι δηλαδή ως ισχυρή ηγεμονική περιφερειακή δύναμη εν μέσω της παγκόσμιας γεωπολιτικής ρευστότητας έχει το δικαίωμα της στρατιωτικής παρέμβασης, όπου κρίνει, ακόμα και όταν παραβιάζονται με πρωτοφανή τρόπο τα ισχύοντα στο διεθνές δίκαιο. Έτσι, δημιούργησε με τη βοήθεια του Τραμπ ένα τεράστιο διάδρομο 400 χιλιομέτρων εντός του συριακού εδάφους κατά μήκος των συνόρων των δύο χωρών, εκτοπίζοντας τους Κούρδους της Συρίας, εισέβαλε στο Ιράκ με το πρόσχημα της εκκαθάρισης των εκεί Κούρδων, υπέγραψε το προδήλως παράνομο τουρκο-λιβυκό μνημόνιο, αμφισβητώντας de jure την ελληνική ΑΟΖ, επιδόθηκε σε παράνομες έρευνες στην ελληνική ΑΟΖ στη περιοχή του Καστελόριζου, προχώρησε σε παράνομες γεωτρήσεις στην ΑΟΖ της Κύπρου και διεθνοποίησε μέσω του ΟΗΕ το αίτημα της για αποστρατιωτικοποίηση των ελληνικών νησιών, που τα απειλεί με την αποβατική στρατιά της Σμύρνης .
Παράλληλα, αν και μέλος του ΝΑΤΟ αψήφησε τις απειλές των ΗΠΑ και άλλων δυτικών δυνάμεων αγοράζοντας το αντιαεροπορικό σύστημα S-400 από τη Ρωσία, η οποία πέραν αυτού θα κατασκευάσει στο τουρκικό έδαφος τρεις πυρηνικούς αντιδραστήρες, διακηρυκτικά για παραγωγή ενέργειας. Είναι όμως κρυφό μυστικό ότι ο μακροπρόθεσμος στόχος του τουρκικού καθεστώτος είναι η παραγωγή πυρηνικών όπλων, χωρίς μάλιστα καμία αντίδραση από τον διεθνή παράγοντα έως σήμερα για αυτές τις ανομολόγητες προθέσεις του, ούτε καν από τη χώρα μας.
Τώρα που το τουρκικό καθεστώς αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα και έχει περιέλθει σε σοβαρή εμπλοκή εν σχέσει με την προμήθεια των F-16, ζυγίζοντας προσεκτικά τον τελικό ρόλο της Τουρκίας στη γεωπολιτική σκακιέρα εν σχέσει με την πορεία του ρωσο-ουκρανικού πολέμου και τη σοβαρή ανάφλεξη στη Μέση Ανατολή προβαίνει έναντι της Ελλάδος, η οποία του παρέχει ανέξοδη επιταγή αξιοπιστίας έναντι της Δύσης σε τακτική αναδίπλωση. Εμφανίζει ένα πιο ήπιο πρόσωπο, χωρίς όμως να αποστεί στο παραμικρό από τις στρατηγικές της επιδιώξεις, προκειμένου να πετύχει τους βραχυπρόθεσμους στόχους της. Κανείς, δε, δεν μπορεί να εκτιμήσει για πόσο καιρό θα παραμείνει σε αυτό το δρόμο, αφού και το κατ’ ευφημισμό «Σύμφωνο Φιλίας» των Αθηνών, που υπογράφηκε, πέραν της προβληματικής θέσης για μη μονομερείς ενέργειες των μερών (στις οποίες είναι βέβαιο ότι η Τουρκία περιλαμβάνει και τα αυτονόητα δικαιώματα της χώρας όπως είναι ο εξοπλισμός των νησιών και η επέκταση των χωρικών υδάτων) δεν παρέχει καμία νομική δέσμευση. Έτσι, το μόνο βέβαιο είναι ότι η μακροπρόθεσμη επεκτατική τουρκική στρατηγική έναντι της χώρας μας δεν αλλάζει, όπως άλλωστε φρόντισε να δηλώσει πριν λίγες ημέρες ο Αρχηγός του Τουρκικού Ναυτικού, προβαίνοντας σε επιθετικές δηλώσεις κατά της Ελλάδος, η οποία δήθεν απειλεί τη «γαλάζια πατρίδα»!
Η θεαματική αλλαγή 180 μοιρών στην τουρκική εξωτερική πολιτική δεν είναι κάτι καινούργιο. Όταν το τουρκικό αυταρχικό καθεστώς θεωρεί ότι είναι προς το συμφέρον της Τουρκίας η άμεση αλλαγή την πραγματοποιεί ακόμα και κατά εκείνων που μέχρι πριν λίγο καιρό εκτόξευε κατηγορίες και απειλές. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι μετατρέπεται αυτομάτως από λύκο σε πρόβατο, αφού διαχρονικά έχει αποδειχθεί ότι οι κεντρικοί στόχοι του βαθέως τουρκικού κράτους παραμένουν αναλλοίωτοι και επιδιώκονται ανάλογα με την ευρύτερη συγκυρία.
Απέναντι σε αυτή την ξεκάθαρη και διαχρονική πραγματικότητα, η Ελλάδα, η οποία βρέθηκε τα προηγούμενα έτη και πριν τους καταστρεπτικούς σεισμούς να απειλείται ευθέως με πολεμική σύρραξη από το επιθετικό τουρκικό καθεστώς συμμετέχει και ανακουφισμένη σε αυτήν την τακτική μεταμορφισμού του τουρκικού καθεστώτος, παρέχοντας στην Τουρκία το διαβατήριο για να πετύχει τους στόχους της, που είναι η προμήθεια των F-16 ή των Eurofighters, δηλαδή η περαιτέρω στρατιωτική ισχυροποίηση της τη στιγμή που η πολεμική της βιομηχανία δουλεύει στο μέγιστο για την παραγωγή επιθετικών οπλικών συστημάτων. Και ενώ η Τουρκία έχει μόνο οφέλη από τα δώρα της Δύσης, χωρίς αυτή να δίνει το παραμικρό, οι κίνδυνοι για την Ελλάδα είναι σημαντικοί, αφού πλην της πρόσκαιρης νηνεμίας, η πραγματοποιηθείσα ήδη δημοσιοποίηση σε όλα τα διεθνή φόρα και στον ΟΗΕ των παράνομων τουρκικών διεκδικήσεων (αποστρατιωτικοποίηση νησιών, τουρκο-λιβυκό μνημόνιο, casus beli σε περίπτωση επέκτασης στα 12 ν.μ.) παρέχουν το νομιμοποιητικό πλαίσιο στο τουρκικό καθεστώς στην επόμενη στροφή που θα αισθανθεί ισχυρό να επανέλθει στην γνώριμη επιθετική του πολιτική. Συνακόλουθα η μη εξάσκηση των νομίμων κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας μας, όπως για παράδειγμα η επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ. ούτε καν νοτίως της Κρήτης, λειτουργεί υπέρ της παγίωσης των στρατηγικών επιδιώξεων της Άγκυρας περί ειδικού καθεστώτος του Αιγαίου. Τυχόν, δε, παραπομπή της οριοθέτησης της ΑΟΖ στη Χάγη (όπου ο Ερντογάν κουτοπόνηρα είπε ναι, αλλά να τεθούν και όλες οι παράνομες τουρκικές διεκδικήσεις, όπως γκρίζες ζώνες, αποστρατιωτικοποίηση νησιών κλπ) χωρίς την πρότερη επέκταση των χωρικών υδάτων της χώρας θα σημάνει αυτομάτως την δια παντός παραίτηση μας από το μονομερές δικαίωμα επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ. Επίσης, ο παγιωμένος πλέον διαχωρισμός των ελληνοτουρκικών με το κυπριακό ωσάν η Κύπρος να μην αποτελεί ζωτικό τμήμα του Ελληνισμού και κύριο πρόταγμα στις ελληνοτουρκικές διαφορές, παρέχει τη δυνατότητα στην Τουρκία να πετύχει τη de jure αναγνώριση του ψευδοκράτους, είτε ευθέως με την αναγνώριση δύο κρατών, είτε εμμέσως με τη μορφή της συνομοσπονδίας. Τέλος, με τον τρόπο αυτό η Ελλάδα που κερδίζει λίγο χρόνο ηρεμίας, χωρίς καμία λύση των προβλημάτων, που παραμένουν και διογκώνονται, κινδυνεύει να απωλέσει την αξιοπιστία της εν σχέσει με τις συμμαχίες, που δημιουργήθηκαν την προηγούμενη περίοδο στη βάση του αντιτουρκικού μετώπου (Γαλλία, Αίγυπτος, Ινδία, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα κλπ).
Οι ενέργειες αυτές από την ελληνική πλευρά, το μόνο αποτέλεσμα που έχουν είναι η καλλιέργεια πρόσκαιρων ψευδαισθήσεων περί δημιουργίας κλίματος εμπιστοσύνης για εσωτερική κατανάλωση, κάτι όμως που λειτουργεί και ως βάση στο διεθνή χώρο υπέρ του ταραξία που λειτουργεί στην παρούσα φάση τακτικά ως καλός γείτονας. Επαναφέρουν, δε, στο προσκήνιο για μια ακόμα φορά τη διαχρονική ελληνική τακτική, που είναι ο κατευνασμός και η «εξημέρωση του θηρίου», ως απότοκος του φοβικού συνδρόμου από το οποίο διαπνέεται το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα επί δεκαετίες. Οι υποκλίσεις και τα περιττά χαμόγελα απέναντι στο μόνιμα μειδιούντα Ερντογάν αποτυπώνουν αυτό το ψυχολογικό προφίλ του κατευνασμού και ενός ιδιότυπου σύγχρονου «ραγιαδισμού».
Εκατό χρόνια από την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης ο Ελληνισμός αντιμετωπίζει ζήτημα επιβίωσης από τον τουρκικό επεκτατισμό, ανεξαρτήτως των κατά καιρούς βραχυπρόθεσμων «επιθέσεων φιλίας» της Τουρκίας, όπως η παρούσα, προκειμένου αυτή να ικανοποιήσει τα βραχυπρόθεσμα συμφέροντα της. Οι ψευδαισθήσεις, τα κακοχωνεμένα ιδεολογήματα και οι εικονικές πλάνες των κατευναστικών ελληνικών ελίτ διαχρονικά έχουν επανειλημμένα συντριβεί μπροστά στον τουρκικό επεκτατισμό. Για αυτό ανεξαρτήτως των πρόσκαιρων ηρεμών νερών, απαιτείται συνδυαστικώς με την αναθέρμανση των σχέσεων, η συστηματική διεθνής ανάδειξη του τουρκικού αναθεωρητισμού, που περιλαμβάνει την τουρκική κατοχή στην Κύπρο και την παραμονή 40.000 στρατιωτών, την βίαιη καταστρατήγιση των όρων της συνθήκης της Λωζάνης ως προς την Ίμβρο και τη Τένεδο και την εξαφάνιση της ελληνικής μειονότητας στην Κωνσταντινούπολη και όλη την ρητορεία της περί γαλάζιας θάλασσας, αποστρατιωτικοποίησης των νησιών κλπ. Περαιτέρω, απαιτείται η ενίσχυση των διεθνών συμμαχιών, η ουσιαστική και έξυπνη ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεων, αλλά και η ενεργοποίηση του λαϊκού παράγοντα (παλλαϊκή άμυνα) σε συνδυασμό με την άμεση ενίσχυση και λειτουργία της αμυντικής βιομηχανίας, που η μη ενεργοποίηση της αποτελεί διαχρονικό εθνικό έγκλημα. Υφίσταται δηλαδή η ανάγκη μιας οραματικής εθνικής στρατηγικής της Ελλάδος σε πολιτικό, διπλωματικό και στρατιωτικό επίπεδο, που δυστυχώς παραμένει μετέωρη λόγω της ανεπάρκειας του πολιτικού προσωπικού της χώρας.
Θα πρέπει να τονιστεί ότι ουδείς είναι κατά των καλών σχέσεων γειτονίας, κάτι που είναι προς το συμφέρον και των δύο χωρών με την προϋπόθεση ότι ο διάλογος πραγματοποιείται εντός των πλαισίων του διεθνούς δικαίου και κυρίως υπάρχει ειλικρινής διάθεση για εξεύρεση λύσεων και όχι για ικανοποίηση βραχυπρόθεσμων συμφερόντων της μιας πλευράς. Γιατί ενώ από την Ελλάδα διαχρονικά υπάρχει αυτή η διάθεση λύσεως των διαφορών με τη γείτονα δεν ισχύει το ίδιο για την Τουρκία που έχει δείξει με καθαρό τρόπο ποιοι είναι οι μακροπρόθεσμοι στόχοι της (αποστρατικοποίηση των νησιών του Βορείου Αιγαίου, γαλάζια πατρίδα που σημαίνει επί της ουσίας μοίρασμα του Αιγαίου, τουρκο-λιβυκό μνημόνιο και αναγνώριση de jure του ψευδοκράτους στη μαρτυρική Μεγαλόνησο). Δηλαδή, στο τέλος της διαδρομής η φιλανδοποίηση της Ελλάδος και της Κύπρου στην κρίσιμη γεωπολιτική περιοχή της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής.