Ο Τάσος τίναζε μανιωδώς με τα κιτρινισμένα δάχτυλα την στάχτη από το τσιγάρο καθισμένος στο πεζούλι της πλατείας θωρώντας μετά από τριήμερο ξενύχτι τον Νικολάκη, που δεν έβλεπε. Έφριξε, αλλά πριν προλάβει να βρίσει, όπως κάνει ο κάθε έγκυρος μεταμοντερνιστής του 21ου αιώνα, να ‘σου δύο υπάλληλοι από αυτούς του Δήμου, βαριεστημένοι, που τον κουβαλούσαν σε ένα καρότσι και τον τοποθέτησαν μέσα σε πέντε λεπτά. Πού τον πήγαν αναρωτήθηκε ο Τάσος και σαν να τον άκουσε ο ένας, του απάντησε: «-για ρεκτιφιέ!». Στο μυαλό του ήρθε ο Αλκιβιάδης, -λες;