Τη μέθοδο της «εμμονικής» Ρούλας Πισπιρίγκου -όπως την χαρακτηρίζει- περιγράφει ο εισαγγελέας Γιώργος Νούλης στην πρόταση του προς το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο, ζητώντας την παραπομπή της σε δίκη για ανθρωποκτονία και απόπειρα ανθρωποκτονίας σε βάρος της 9χρονης κόρης της Τζωρτζίνας.
Ο εισαγγελικός λειτουργός περιγράφει λεπτομερώς κάθε κίνηση της κατηγορούμενης, καταλήγοντας ότι χορήγησε μέσω γαστροστομίας κεταμίνη στο παιδί της, με στόχο να εκδικηθεί το σύζυγο της Μάνο Δασκαλάκη.
«Η απόλυτη βεβαιότητα θανάτωσης του παιδιού από την κατηγορουμένη εντός του νοσοκομείου με τη χρήση της δηλητηριώδους κεταμίνης προκύπτει ανενδοίαστα από το γεγονός ότι αυτή ήταν η μόνη που ήταν δίπλα στο παιδί κατά το χρόνο που υπέστη τη μοιραία καρδιακή ανακοπή. Πέραν της αρχικής εύλογης αδυναμίας επιστημονικής ερμηνείας των αιτίων της εκδημίας του [η οποία λύθηκε μετά τη διακρίβωση τους από τις τοξικολογικές εξετάσεις] η απόλυτη βεβαιότητα θανάτωσης του παιδιού από την κατηγορουμένη επιρρωνύεται περαιτέρω από το ότι κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του εκεί όπου φονεύθηκε ουδέποτε του χορηγήθηκε από τους θεράποντες ιατρούς ή το νοσηλευτικό προσωπικό κανένα σκεύασμα που να περιέχει την εν λόγω δραστική ουσία, σε καμία μορφή, καθόσον: α] ουδέποτε συνταγογραφήθηκε στη μικρή ασθενή κεταμίνη β] ουδέποτε χρησιμοποιήθηκε στην Α’ Παιδιατρική Κλινική του νοσοκομείου η εν λόγω ουσία γ] δεν υπάρχει καν στο απόθεμα της κλινικής, καθόσον πρόκειται για φάρμακο που δε χρησιμοποιείται από παιδιάτρους και, κατά το θεραπευτικό πρωτόκολλο της ΜΕΘ του νοσοκομείου, δε γίνεται χρήση της ως κατασταλτικό φάρμακο πρώτης επιλογής δ] από το φαρμακείο του νοσοκομείου δεν έχει εκτελεστεί καμία συνταγή με τη συγκεκριμένη ουσία στο όνομα του θύματος, όσο νοσηλευόταν εκεί και ε] κατά τις προσπάθειες ανάνηψης και κατά τη διασωλήνωσή του δεν έγινε χρήση της, καθώς το παιδί δεν πληρούσε καμία ένδειξη χορήγησης οποιουδήποτε κατασταλτικού φαρμάκου» σημειώνει χαρακτηριστικά.
Ο εισαγγελέας αναφέρθηκε εκτενώς στη σχέση του ζευγαριού περιγράφοντας την γνωριμία τους το 2013 σε ποδοσφαιρικό γήπεδο. «Προφανώς γοητευθείσα από την παρουσία του, η κατηγορουμένη τον αναζήτησε άμεσα στο μέσο κοινωνικής δικτύωσης facebook, μέσω του οποίου επιχείρησε να γνωριστεί μαζί του.(…) Αμέσως με την έναρξη της σχέσης τους η κατηγορουμένη έμεινε έγκυος, ενόσω δε αυτή τελούσε στον 8° μήνα της κύησης το ζεύγος τέλεσε πολιτικό γάμο στην Πάτρα την 20-09-2013. Ένα μήνα μετά θαφέρει στον κόσμο ένα υγιέστατο κοριτσάκι, το οποίο θα λάβει στη συνέχεια το όνομα Τζωρτζίνα» αναφέρει ο κ. Νουλης συμπληρώνοντας ότι αργότερα γεννήθηκαν και απεβίωσαν αλλά δυο παιδιά, η Μαλένα και η Ίριδα.
Ο ίδιος κάνει λόγο για «χαλαρότητα από άποψη συζυγικής πίστης» στη σχέση του ζευγαριού, καθώς «από το έτος 2018 ο Δασκαλάκης διατηρούσε εξωσυζυγικές σχέσεις, στην πρακτική αυτή τον ακολούθησε παροδικά και η κατηγορουμένη και ουσιαστικά εναλλάσσονταν στη σχέση τους διαστήματα απομακρύνσεων και επανασυνδέσεων με αποχωρήσεις από την κοινή εστία για μικρά ή μεγάλα διαστήματα. Μάλιστα, κατά το χρόνο θανάτου της Ίριδας το ζεύγος δεν συμβιούσε και ήταν ήδη σε διάσταση, έκτοτε δε και μέχρι σήμερα ο Δασκαλάκης διατηρεί μόνιμο δεσμό με άλλη γυναίκα».
Κατά τον εισαγγελέα οι συμπεριφορές αυτές ήταν απόρροια «ανωριμότητας», τόσο λόγω της ηλικίας τους, όσο και εξαιτίας της προσωπικότητας τους. Μάλιστα, σύμφωνα με την πραγματογνωμοσύνη της ψυχολόγου που τους εξέτασε, ο Δασκαλάκης «εμφανίζει ελλιπή συγκρότηση εαυτού, έλλειψη επαφής και σταθερότητας στις σχέσεις του με τους άλλους [ακόμη και τα παιδιά του], απουσία συναισθήματος, αδυναμία έκφρασης και υποστήριξης προσωπικής θέσης και αντίδρασης στην επιρροή των άλλων, έναντι των οποίων τηρεί υποτακτική στάση». Αντίστοιχα, για την 33χρονη, η ψυχολόγος υποστηρίζει ότι «εμφανίζει ιδέες μεγαλείου συνδεόμενες με τη δημοσιότητα, βρίσκεται σε διαρκή διαπραγμάτευση αλήθειας και ψέματος, στερείται γνησίου συναισθήματος και αντιλαμβάνεται τα παιδιά της ως μια ναρκισσιστική προέκταση του εαυτού της. Κρίσιμο στοιχείο της όλης προσωπικότητας της κατηγορουμένης ήταν η εμμονική σχέση κτητικότητας προς το σύζυγό της, αφού διαρκώς τελούσε σε κατάσταση αντιζηλίας και διεκδίκησής του από άλλες γυναίκες, ασχολούνταν μονίμως με αυτόν και τις προηγούμενες σχέσεις του, οι σκέψεις της επικεντρώνονταν γύρω από το πρόσωπό του και τελούσε υπό το φόβο ότι θα την εγκαταλείψει».
Το δολοφονικό σχέδιο
Σύμφωνα με όσα αναφέρει στο σκεπτικό του ο εισαγγελέας, «η κτητική εμμονή της κατηγορουμένης με το σύζυγό της και η προδοσία που βίωσε από τις επανειλημμένες απιστίες του και τη διαφαινόμενη οριστική απώλειά του την ώθησε στην εξύφανση πρωτοφανούς φρικαλεότητας εγκληματικού σεναρίου εξόντωσης της θυγατέρας τους Γεωργίας ως μέσο εκδίκησης του Δασκαλάκη, ενόψει και της ιδιαίτερης αδυναμίας που έτρεφε αυτός προς το παιδί».
Όπως εξηγείται στο σκεπτικό της πρότασης, μετά το θάνατο της Ίριδας -διερευνάται επίσης- «η κατηγορουμένη συνέλαβε την ιδέα να σκοτώσει την ηλικίας 8,5 ετών Γεωργία υπό συνθήκες οι οποίες δεν θα δημιουργούσαν υπόνοιες σε βάρος της, ενόψει και της πρόσφατης απώλειας του βρέφους στο σπίτι και στα χέρια της, σύμπτωση που θα την καθιστούσε αυτόματα ύποπτη για τους διαδοχικούς θανάτους και των 2 παιδιών της. Προς τούτο απεργάστηκε σχέδιο εκτέλεσης του παιδιού κατά την παραμονή του σε νοσηλευτικό ίδρυμα, στο οποίο θα εισαγόταν για ιατρικώς ανύπαρκτους λόγους και με την εκμετάλλευση της ευαισθησίας και της εύλογης συνεργασιμότητας των τοπικών νοσοκομείων, λόγω των ευρύτερα γνωστών στην περιοχή της Πάτρας περιστατικών των προηγούμενων θανάτων 2 παιδιών του ίδιου ζεύγους».
Από την δικαστική έρευνα προέκυψε κατά τον εισαγγελέα ότι σκοπός της Ρούλας Πισπιρίγκου ήταν να βρει την κατάλληλη ευκαιρία κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της Τζωρτζίνας να βρει την κατάλληλη ευκαιρία να εκτελέσει το παιδί της σε χώρο που θα παραπέμπει σε παθολογικά αίτια θανάτου, όπως το νοσοκομείο. «Προς υλοποίηση του ανθρωποκτόνου σχεδίου της το πρωί της 08-04-2021 [μόλις 18 ημέρες μετά το θάνατο της Ίριδας] η κατηγορουμένη προσήλθε συνοδεύοντας την υγιέστατη Γεωργία στο Καραμανδάνειο Νοσοκομείο Παίδων Πατρών, αναφέροντας ψευδώς ότι αυτό εμφάνισε περί ώρα 05.30′ επεισόδιο απώλειας συνείδησης με σπασμούς» αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Από την κατάθεση της διευθύντριας της Παιδιατρικής Κλινικής του νοσοκομείου προκύπτει ότι η ίδια δεν πείσθηκε για την αλήθεια των ισχυρισμών περί σπασμών, που της εξέθεσε η κατηγορουμένη, καθώς της ανέφερε ιστορικό που το έκρινε ως αντιφατικό και παράλληλα της έκανε εντύπωση η καθυστέρηση προσέλευσης του παιδιού στο νοσοκομείο. Περιγράφοντας, όσα έχουν ήδη γίνει γνωστά, περί της καλής υγείας της Τζωρτζίνας στο νοσοκομείο και της επιμονής της μητέρας της να παραμείνει στο νοσοκομείο αναφέροντας ένα «ψευδές» επεισόδιο, ο εισαγγελέας φτάνει στην επίμαχη ημερομηνία της 11ης Απριλίου, όταν τοποθετείται η απόπειρα ανθρωποκτονίας κατά του 9χρονου παιδιού.
«Περί ώρα 18.50′ η κατηγορουμένη βρήκε την ευκαιρία που αναζητούσε για να αφαιρέσει τη ζωή της ίδιας της θυγατέρας της. Ενόσω ήτανε μόνη με το παιδί στο θάλαμο νοσηλείας του [όπως όλες τις ημέρες της παραμονής αυτού στο νοσοκομείο] αφαίρεσε διαδοχικά τόσον τη συσκευή ρινικού οξυγόνου που έφερε στο πρόσωπό του, όσο και τη συσκευή του παλμικού οξυμέτρου, που είχε τοποθετηθεί στο δάχτυλο του παιδιού προς άμεση ειδοποίηση του νοσηλευτικού προσωπικού για την πιθανή πτώση του οξυγόνου στον οργανισμό του. Στη συνέχεια η ίδια, ευρισκόμενη πάντα μόνη με το παιδί, απόφραξε με τα χέρια της μμύτη και στόμα. (…) Αφού το παιδί απώλεσε πλήρως τις αισθήσεις του και ήταν σχεδόν νεκρό η κατηγορουμένη με χαρακτηριστική καθυστέρηση ειδοποίησε τελείως «χλιαρά» το εφημερεύον νοσηλευτικό προσωπικόενημερώνοντας απλά και ψύχραιμα ότι «σφυρίζει το μηχάνημα και ρίχνει κορεσμό και σφύξεις». (…) Χάρη δε στις υπεράνθρωπες προσπάθειες των γιατρών το παιδί επανήλθε στη ζωή μετά την πάροδο 50′, αλλά προκλήθηκε στο παιδί σπαστική τετραπληγία» περιγράφεται στην πρόταση.
Μάλιστα, ο εισαγγελέας κάνει λόγο για μια «χαρακτηριστικά ψύχραιμη» Ρούλα Πισπιρίγκου, ενώ σημειώνει ότι ο άνθρωπος που υποψιάστηκε την Πισπιρίγκου ήταν ο υπεύθυνος λειτουργίας της ΜΕΘ Παίδων του ΠΝΠ εντατικολόγος γιατρός Ηλιάδης.
«Ενόψει του ότι δεν υπήρχε στην Ελληνική πραγματικότητα ανάλογο ιατρικό προηγούμενο θανάτου και των 3 παιδιών της ίδιας οικογένειας, από την επαφή του με την κατηγορουμένη υποπτεύθηκε περίπτωση συνδρόμου Μυνχάουζεν, το οποίο ακροθιγώς εκδηλώνεται με τη δημιουργία φανταστικών παθήσεων σε παιδιά από τη μητέρα τους, που μπορεί να φτάσει ως την πρόκληση του θανάτου τους» και προέβη σε σειρά κινήσεων για να αντιληφθεί τι ακριβώς συμβαίνει.
Ωστόσο, οι πρωτοβουλίες του συγκεκριμένου γιατρού αποτέλεσαν για την Ρούλα Πισπιρίγκου μια προειδοποίηση ότι πλέον είναι – κατά μία έννοια – ύποπτη. «Προς τούτο, αμέσως από τον Απρίλιο του 2021 η κατηγορουμένη κι ο χειραγωγούμενος από αυτήν σύζυγός της κατέστησαν σαφές προς τον Ηλιάδη ότι «δεν επιθυμούν να ασχοληθεί με ότι δεν έχει σχέση με το ιατρικό σκέλος της διαδικασίας». Σημειωτέον ότι το σύνολο του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού του ΠΝΠ που είχε επαφή με την κατηγορουμένη τη χαρακτηρίζει ως μητέρα «ψυχρή, απαθή, απρόσιτη, με απρόσφορο συναίσθημα, χωρίς καμία εκδήλωση πένθους», που «παρακολουθούσε τις εξελίξεις ως θεατής και απλός παρατηρητής και αποστασιοποιημένη απ’ όσα ζούσε» και «με ολιγόλεπτη χρονική παρουσία στα επισκεπτήρια».
Με σκληρά λόγια περιγράφει ο εισαγγελικός λειτουργός την απόφαση της 33χρονης να σκοτώσει το παιδί της, χωρίς αρχικά να τα καταφέρνει. «Η εξαρχής προγραφή του παιδιού από την ίδια του τη μητέρα κατέστη αμετάκλητη μετά την μη ολοκλήρωση της επιχειρηθείσας σε βάρος του απόπειρας, με αποτέλεσμα αυτό να μεταβληθεί από ένα υγιέστατο κοριτσάκι σε ένα ολοκληρωτικά ανάπηρο άτομο και βάρος πλέον για την καθημερινότητα και την εξέλιξη της ζωής της κατηγορουμένης, ιδίως μετά την ουσιαστική απομάκρυνση του πατέρα του από αυτήν. Η ευκαιρία που ζητούσε για την επανάληψη της αμετακίνητης απόφασης της για την εξόντωσή του της δόθηκε με τη διακομιδή του παιδιού στο νοσοκομείο των Αθηνών, καθόσον στα μεν νοσοκομεία που νοσηλεύθηκε αυτό προηγουμένως δεν υπήρχαν πρόσφορες συνθήκες για να το φονεύσει, στη δε οικία της η εξόντωσή του θα την καθιστούσε αυτόματα βασική ύποπτη τούτου, ενόψει και της προηγούμενης κατάληξης του βρέφους της οικογένειας παρουσία της στον ίδιο χώρο».
Η πορεία της κεταμίνης
Το νέο σχέδιο της 33χρονης περιελάμβανε κατά τον εισαγγελέα την φαρμακευτική δηλητηρίαση και για το λόγο αυτό από τις 17 Ιανουαρίου 2022 αναζητούσε μέσω διαδικτύου πληροφορίες για τη δράση της σχετικής ουσίας «κεταμίνη» και γνώριζε τις συνέπειες της χρήσης της. Όπως εξηγεί στο σκεπτικό του, η συγκεκριμένη ουσία κυκλοφορεί στην παράνομη «αγορά» διάθεσης ναρκωτικών και είναι αρκετά διαδεδομένη η διακίνησή της, ενώ μέσα σε 17 μήνες η αρμόδια Χημική Υπηρεσία της Αθήνας εντόπισε την ύπαρξη κεταμίνης σε δείγματα που κατάσχεσαν οι διωκτικές Αρχές σε 7 περιπτώσεις.
«Η κατηγορουμένη κατάφερε και προμηθεύτηκε από άγνωστο διακινητή ποσότητα σκευάσματος που περιείχε τη συγκεκριμένη ναρκωτική ουσία, με σκοπό να αποτελειώσει το παιδί της με τη χορήγησή της σε αυτό κατά την νοσηλεία του στο νοσοκομείο «Π. & Α. Κυριακού», όπου είχε καταλήξει νωρίτερα και η άλλη θυγατέρα της Μαρία – Ελένη» αναφέρει χαρακτηριστικά.
Φτάνοντας στις ημέρες που το κοριτσάκι εισήχθη στο νοσοκομείο και τελικά έφυγε από τη ζωή, ο εισαγγελικός λειτουργός κάνει λόγο για «φανταστικά επεισόδια σπασμών εμπνεύσεως της κατηγορουμένης». Η Τζωρτζίνα εισήχθη τελικά στο νοσοκομείο, όπου η Ρούλα Πισπιρίγκου καταγράφηκε ως υποχρεωτική μόνιμη αποκλειστική συνοδός, διαρκώς μαζί του.
Το πρωινό της 29ης Ιανουαρίου 2022 το κορίτσι βρισκόταν πάντα σε σταθερή γενική κατάσταση σύμφωνα με δυο γιατρούς που το εξέτασαν. «Τότε η κατηγορουμένη θεώρησε ότι είναι η πιο κατάλληλη στιγμή για να αφαιρέσει τη ζωή του άμοιρου κοριτσιού και ν’ απαλλαγεί από αυτό. Την ποσότητα της σε υγρή μορφή δηλητηριώδους κεταμίνης, που προμηθεύτηκε και έφερε μαζί της, την ενέχυσε με τη χρήση σύριγγας μέσω της γαστροστομίας που έφερε το παιδί στην κοιλιακή του χώρα. Αφού εμπότισε τον οργανισμό του με σοβαρή [θανατηφόρα] δόση της ταχείας δράσεως δηλητηριώδους ουσίας ενεργοποίησε παράλληλα τη λειτουργία προσωρινής σίγασης του ήχου της συσκευής του οξυμέτρου. Και τούτο για να μην ειδοποιηθεί έγκαιρα για την πτώση των τιμών σφυγμών και οξυγόνου στον οργανισμό του παιδιού το προσωπικό της κλινικής και ενεργήσει προς διάσωσή του».
Όπως περιγράφουν γιατροί και νοσηλευτές, η 33χρονη «περπατώντας, χωρίς να καλεί σε βοήθεια και μιλώντας προς τις ευρισκόμενες εκεί νοσηλεύτριες [οι οποίες εξέλαβαν από τη στάση της ότι ήθελε να ζητήσει κάτι επουσιώδες] χαλαρά και ψιθυριστά τους ανέφερε διά νευμάτων την εμφάνιση νέου επεισοδίου σπασμών. Αμελλητί προσέτρεξαν κοντά στο παιδί γιατροί και νοσηλευτές της κλινικής, που το βρήκαν σε κατάσταση επιθανάτιου ρόγχου, με περιστοματική κυάνωση, κόρες σε μυδρίαση, άχρωμο και απνοϊκό, αυτό δε είχε μόνο 30 σφύξεις. (…)και την ώρα 15.50′, οπότε το ηλεκτροκαρδιογράφημα του ανέδειξε ισοηλεκτρική γραμμή, τότε δε θεωρείται ότι το παιδί κατέληξε».
Σοκαριστική είναι η περιγραφή του εισαγγελέα στην πρόταση του για την μετέπειτα συμπεριφορά της 33χρονης. «Αμέσως μετά την αφαίρεση της ζωής του παιδιού της η κατηγορουμένη παρέμεινε απολύτως απαθής και ψύχραιμη. Χαρακτηριστικό της εγκληματικής πόρωσής της είναι το γεγονός ότι αυτή απεύθυνε στους γιατρούς ερωτήματα τεχνικού χαρακτήρα και ύποπτα αιτήματα διαδικαστικής φύσεως».