«Οι Σειρήνες της ξενιτιάς»

Έλληνες μετανάστες στις δεκαετίες του δεύτερου μισού του περασμένου αιώνα, πρωταγωνιστές στο ομώνυμο έργο: «Οι Σειρήνες της ξενιτιάς».

Αφιερώνεται στους συνοδοιπόρους του Λόγου, στις φίλες και φίλους που αγαπούν το βιβλίο και στην Ένωση Ελλήνων Συγγραφέων των Πέντε Ηπείρων-ΕΕΛΣΠΗ, που σε λίγο κλείνει 2η δεκαετία ζωής.

Ε…,εσύ! Εσένα κράζω!

Εσένα κράζω, άρχοντα, μα άρχοντας δεν είσαι, μόνο που έγινες μια σκιά και σκιάζεις τη ζωή σου κι όλο σε κράζω, εκλεκτέ, μπας και σε συνεφέρω, μα εσύ περνάς σαν Αίολος κι όλα τα ισοπεδώνεις, τον τόπο που σε βύζαξε βάναυσα τον πληγώνεις.

Επίμονα σε καρτερώ το χέρι μου σ’ απλώνω, κάθε στου ήλιου άναμμα και σ’ όλα τα λυκόφως κι εσύ με βλέπεις και μ’ ακούς, μα αλλού γυρνάς τα μάτια, με προσπερνάς δε σταματάς σαν το ρομπότ παντού γυρνάς, αδιάφορο σε βρίσκω σε ζητήματα φωτιάς, που κι εσύ στ’ άναμμα ήσουν κι ακόμα δε νογάς, η φωτιά, αν θες να σβήσει, θέλει εσένα πυροσβέστη κι όλους τους δικούς σου φίλους, πρώτους στη σειρά… Εξιλέωσή σου θα’ ναι, ίσαμε μία αρετή που θα σβήσει την κατάρα μιας τραχύμαλλης σκιάς, που όλοι στην τσόχα παίξανε της πατρίδας μας το μέλλον, τη ζωή, την προκοπή… Πριχού ακόμα ο ήλιος γείρει στη δύση του, σταματήστε τον. Λίγες στιγμές φτάνουν· η αναζωογόνηση θα έχει αρχίσει το έργο της. Το καθήκον, ήδη έχει ξεσηκωθεί…

Ας γίνουμε τουλάχιστον δραγάτες! Μην επιτρέπουμε  Π ο λ ι τ ι κ ά   κ ε ί μ ε ν α  με αναφορά τις ανάπνες της Ελλάδας πάνω σε γλιστερά δρώμενα, όπως αυτά εξελίσσονται σε όλα τα επίπεδα, να μας αφήνουν αδιάφορους. Τον αφέντη Λόγο θα τον βρείτε πάντα και παντού, με όλες τις παραστάσεις του. Μην τον σκιάζεστε, μην το περιφρονάτε. Αφουγκραστείτε τον… Οι μάχιμοι λόγιοι συγγραφείς των πέντε Ηπείρων βρίσκονται καθοδόν προς την πνευματική επανάσταση. Εύχομαι να αποκλεισθεί από το σήμερα και το αύριο κάθε απόηχος, κάθε ανάμνηση και νοσταλγία που θα μας οδηγήσει στο μάταιο και στην αιώνια ουτοπία. Οι έλληνες αξίζουν καλλίτερες τύχες… Από μένα για σας, δείτε το μεγάλο αφιέρωμα, αγκαλιάσετε την αποσπασματική συνέχεια για να έχει και συνέχεια… «Οι Σειρήνες της ξενιτιάς» και ζήστε, έστω και νοερά, την οδύσσεια των τότε ελλήνων μεταναστών στις ξένες πατρίδες…

 

«ΟΙ ΣΕΙΡΗΝΕΣ ΤΗΣ ΞΕΝΙΤΙΑΣ»

«Οι σειρήνες της ξενιτιάς» είναι ο τίτλος ενός βιβλίου που έχει γράψει σε ποιητική μορφή και εξέδωσε ο εκλεκτός ο συνεργάτης του «Πρωινού Λόγου» από τη Γερμανία Βάιος Φασούλας.
Στο βιβλίο του ο συγγραφέας εξιστορεί το ξεσήκωμα χιλιάδων Ελλήνων για έξοδο από τη χώρα σε μια άλλη που για την εποχή αποτελούσε βιομηχανικό ελδοράδο εργασίας, την τότε Δυτική Γερμανία. Πρόκειται για μια ομηρική εποποιία, τολμώ να πω, όχι με την πολεμική έννοια αλλά με τις πολυδαίδαλες πτυχές της ζωής των πρωταγωνιστών της στον ξένο τόπο, ανάμεσα στους γηγενείς και εκατομμύρια άλλους ανθρώπους άλλων εθνοτήτων.
Ο συγγραφέας προσπάθησε και πέτυχε με τη δύσκολη ποιητική μορφή όλο το φάσμα των συνθηκών και τον τρόπο ζωής των ανθρώπων στην εργασία, τις κοινωνικές σχέσεις, τη διαβίωση, τους σκοπούς, τις επιδιώξεις και την καθημερινότητα με απλή γλώσσα, με επέκταση σε προβληματισμούς που αφορούν ευρύτερους ορίζοντες με σταθερό σημείο τον άνθρωπο.
Οι πυκνές αναφορές σε λεπτομέρειες με διαλόγους απλούς και μεστούς νοημάτων που βάζει ο συγγραφέας, Βάιος Φασούλας, στο στόμα των ηρώων, είναι πραγματικοί, αυτών των ιδίων και με προσδιορισμούς δικούς του, δίνουν μια ολοκληρωμένη εικόνα στον αναγνώστη, προκειμένου να κατανοήσει ο ίδιος τα νοήματα και να βγάλει τα συμπεράσματά του.
Πρόκειται για έργο με πολλές προεκτάσεις και εκπληκτικό σε απόδοση του πλούτου των θεμάτων και των πολύπλευρων πτυχών της ζωής των μεταναστών που την ταύτισαν σε πολλές περιπτώσεις με τους ντόπιους πέρα απ’ τις προκαταλήψεις και τους φόβους.
Εκεί που μπορεί να μη συμφωνήσει κανείς με το συγγραφέα του «Οι σειρήνες της ξενιτιάς» είναι το συνεχές σφυροκόπημα της διαμορφωμένης κατάστασης που τη θεωρεί απάνθρωπη, καταστροφική, κατευθύνοντας τα πράγματα σε μια άλλη, την οποία δεν κατονομάζει, ίσως γιατί τότε θα έπρεπε να μπει και σε ένα άλλο κεφάλαιο…
Και φοβόμαστε μήπως… ο κήπος που ψάχνει είναι ένα ανθρώπινο μάταιο πάθος… όπως λέει απογοητευμένος σε ένα στίχο του στο τελευταίο του βιβλίο με τον τίτλο: «Ψάχνοντας στ’ αχνάρια σου ζωή».
Γενικά πάντως πρόκειται για ένα έργο που δε θα το δαμάσει ποτέ ο χρόνος.
Λάμπρος Στρατίκης +
Καθημερινή Εφημερίδα Τρικάλων
«ΠΡΩΙΝΟΣ ΛΟΓΟΣ» Μάης 1998
………………………………………………………

Μ Ε Ρ Ο Σ   Π Ρ Ω Τ Ο
Ως πέρα βαθιά η σκούρα θάλασσα γεμάτη
ταραχή, ακούγεται ως τη στεριά πως
πάλλετε, λες κι είναι ένα θεριό, με αστραπές και με βροντές,
με κύματα που μοιάζουνε
να’ ναι μικρά βουνά γεμάτα με θυμό και με τα ίδια της νερά,
που φαίνονται σα να’ ναι πλοκάμια
χταποδιού, να πιάνεται αγκαλιά, πότε να παίζει
με αυτά και πότε να τα σκίζει.

Σαν καρυδότσουφλο μες στα οργισμένα κύματα
ένα μεγάλο πλοίο μοιάζει πως χαίρεται και παίζει
το κρυφτό, μα να που όλο αγωνιά πώς
ν’ απαγκιστρωθεί απ’ τα ψηλά τα κύματα που όλο
το χτυπούν και πλαταγίζουν τα νερά αδιάκοπα
στα δυο του τα πλευρά.
Κι ο ουρανός δεν έμεινε ασυγκίνητος σ’ αυτό το
χαλασμό· κλαίει και ρίχνει αδιάκοπα δάκρυα
πυκνά, χοντρά.

Κάποια στιγμή, φωνή υπόκωφη, ακούστηκε
απ’ το μεγάλο πλοίο, που προσπαθεί μ’ επιμονή
και υπομονή απ’ την υγρή και θυμωμένη θάλασσα
προς στη στεριά να βγει.
Και να, ακούγεται ξανά πιο δυνατά η φωνή του
κι είναι όλο χαρά, που μπόρεσε και άραξε με κόπους στη στεριά.

Ώρες το καρτερούσανε, ερχόταν απ’ την Πάτρα,
χωρίς καν να γνωρίζουνε, πώς άργησε παλεύοντας
στα οργισμένα κύματα, στη δυνατή βροχή.

Αργά-αργά και με φωνές μανούβραρε το πλοίο.
Κόπος τρανός και δύσκολο μέχρι να το πλευρίσουν.

Καπεταναίοι, ναυτικοί και μούτσηδες μουσκίδι,
αγωνιούσαν όλοι τους μέχρι να αραχτή.

Λάλησε το πλοίο δυο φορές σα να ’λεγε «εν’ τάξει»
κι αφού σφιχτά το δέσανε με τις χοντρές τριχιές,
έριξε αμέσως κάτω τις πόρτες τις βαριές.
Φωνές, χλαλοή, άνθρωποι και αυτοκίνητα οδεύανε
μαζί να επιβιβαστούν, μες στο μεγάλο πλοίο
με τη σειρά να μπουν.

Σε μια μεγάλη έγχρωμη ουρά με μύρια αυτοκίνητα κι όλα αλλοδαπά,

ανάμεσα σ’ αυτά πολλοί Έλληνες πηγαίνουνε
με άδεια καθώς και άλλοι ξένοι, οι πιο πολλοί,
κι αυτοί για την Ελλάδα.

Βαριά τα αυτοκίνητα τα έχουν φορτωμένα
με πράγματα πολλά, μιας κι οι δασμοί αλλάξανε,
γίναν πιο χαλαροί, έτσι πολλοί απ’ αυτούς φέρνουν και κάποιες συσκευές, όχι για δώρα, όπως παλιά, αλλά γι’ αυτούς και ρούχα καλοκαιρινά φορούνε
όλοι κι ελαφρά.

Πού να ’ξεραν!
Καιρό ζεστό ξεκίνησαν και ψήθηκαν στο δρόμο.
Κι είπαν αμάν, ώσπου να φτάσουν σ’ ένα λιμάνι
μακρινό της Αδριατικής.
Μα να, κι εδώ ο καιρός έχει τα χάλια του και τα ’χει για καλά κι ανάγκασε τους ταξιδιώτες να ψάχνουν στις βα-λίτσες τους για πράγματα ζεστά.

-Ουφ! παλιόκαιρε, να πάρει η ευχή
και μας πλευρίτωσες!, λέει η Στέλλα στον άντρα της, Λουκά και είναι φουρκισμένη, σαν κύμα οργισμένη και καθαρίζει ανόρεχτα μ’ ένα χαρτομάντιλο
το τζάμι του αμαξιού τους που είχε αχνοθεί.
-Τώρα, σε ποια βαλίτσα να ψάξω ζακέτες
για να βρω; Δώσ’ μου, Λουκά μου, τα κλειδιά να πάω στο καπό και ανάθεμά σε, βρε καιρέ! Έτσι που τα κατάφερες κι έτσι όπως πας,

μουσκίδι θα μας κάνεις μέχρι τα κόκαλα…,

λέει και βγαίνει έξω γρήγορα έχοντας μια πλαστική σακούλα για ομπρέλα
κι όπως πηδά να αποφύγει τις μικρές λιμνούλες
πάνω στο μαύρο δρόμο που έχουν μαζευτεί,
της πέφτει η σακούλα.

Καστανομάλλης, ο Λουκάς, ψαρό μουστάκι
κι οι κρόταφοι μαζί. Πότε ολιγόλογος και πότε
πολυλογάς, πάντα σχεδόν βιαστικός και κόντευε
να πιάσει τα πενήντα.
Από παιδί κάποτε είχε ακούσει: «το γοργό και χάρη έχει»

και αυτό το «γοργό» το είχε για αρχή.
Σε όλα ήταν βιαστικός και ανυπόμονος και πάντα έλεγε,

όταν η Στέλλα του ’λεγε σ’ όλα τα πράγματα να κάνει πιο σιγά,

εκείνος της απάνταγε πως η ζωή περνά όπως περνά το τρένο

και κάποτε σταματά.

Κάμποσο σκυθρωπός και μελαγχολικός,
πολύ στοχαστικός, να χάνεται καμιά φορά σε όνειρα και σε ανησυχίες,

να φτάνει να μαλώνει σιγά
και μυστικά μονάχος του και κάτω από τα μάτια του απλώνονται

αργά δυο χαρακιές βαθιές που άφησε ο και-ρός

Πίσω στο κάθισμα κάθεται η αδερφή του,
η Ουρανία, τέσσερα χρόνια μικρότερή του,
με μακριά μαλλιά και όμοια στο χρώμα του Λουκά,
χωρίς καμιά αυλακιά και όμορφη πολύ, αφράτη, τραγανή

και δίπλα απ’ αυτή, τα δυο τους παιδιά,
ο Αλέξης κι ο Μηνάς.
Απόγιομα αυγουστιάτικο πνιγμένο στη βροχή,
μαυρίλα, αστραπές και αρκετές βροντές,
τα τζάμια απ’ τα αυτοκίνητα βαφτήκανε με αχνό
που άφηναν να τρέχουνε μικρές νεραυλακιές.
Και η βροχή στραφτάλιζε χορεύοντας τρελά
στη θάλασσα και στη στεριά κι εκείνη η ζέστη,
που έκαιγε, λίγο πριν ξεχυθεί η βροχή,
μαζί της αγκαλιάστηκε, μπερδεύτηκε μ’ αυτή
βάφοντας με πέπλο απαλά, λιμάνι, αυτοκίνητα,
ανθρώπους και γύρω τα βουνά βουλιάξανε
σε μολυβένια σκιά.

Γύρισε επιτέλους κι η Στέλλα φέρνοντας τις ζακέτες
και είχε μουσκευτεί, τα γκρίζα της μαλλιά
κολλήσανε σαν ξόβεργες πάνω στο πρόσωπό της,
τα μάγουλά της βαμμένα απ’ το μικρό τρεχαλιό
με χρώμα της φωτιάς και τέλος ξεκινήσανε αργά,

ένα κοντά με τ’ άλλο και μ’ αχνιστές τις μηχανές,
άνθρωποι και αυτοκίνητα να μπαίνουν στου πλοίου την κοιλιά.

Καστανογκρίζα η Στυλιανή, έτσι τη φώναζε
ο Λουκάς, με μάτια ανήσυχα που έψαχναν παντού,

δίπλα και απ’ τις δυο μεριές απ’ το επάνω χείλη
κυλούσαν δυο αυλακιές και απ’ το κορμί της,
που άρχισε να γυρνά, περνούν οι εποχές.

«Σαν κυπαρίσσι είσαι», της έλεγε ο Λουκάς,
«κράτα καλά στις μπόρες που σέρνει ο βοριάς».
Δουλευταρού κι αλύγιστη μέσα στις μηχανές,
θεριό που του ’κανε τρία παιδιά κι άλλα δυο
χαθήκανε πριν βγουν απ’ την κοιλιά.
Γκρινιάζανε συχνά, μόνο για τα λεφτά,
που ο Λουκάς τα έδωνε στο τρένο της ζωής
και από αυτό, αφού το έπιανε καλά,
ζήταγε να του αφήσει δυο τρία αγαθά.

Αναθυμιάσεις, φωνές, πολλά βρισίματα
απ’ το προσωπικό, που έδειχνε αγένεια και νεύρα,
πάλι βρίσιμο και φτύσιμο μέχρι να τα παρκάρουν
κι η αντάρα απ’ την καπνιά τούς έκαιγε τα σωθικά.

Όλα τα αυτοκίνητα, σαν μια ανώμαλη αλυσίδα,
κούρνιασαν σαν πουλιά, στου πλοίου σκοτεινό
και μακρόστενο στομάχι, που μύριζε ασφυχτικά
πετρέλαιο και βενζίνα.

Μέχρι που έφτασε η στιγμή, άφησαν έξω τη βροχή, τη νύχτα,

που πρόωρα είχε έρθει, το «στρες» του καραβιού το άφησαν

στα πνιγερά του σκότια, έφυγε η αγωνία, στα μουσκεμένα τους κορμιά

ήρθε μια ηρεμία κι αργά μία ανακούφιση φτάνει στα πρόσωπά τους.

Κάμποσες γυναικούλες χωριάτισσες, ντυμένες τώρα
ευρωπαϊκά, μ’ αμφίβολη έπαρση κοιτούν καράβι
και νερά, δειλό χαμόγελο τους φεύγει και κάνουν
το σταυρό.
Άλλοι πιάσανε κατάστρωμα βρεγμένο,
που γλίστραγες σαν χέλι, άλλοι θέσεις απλές
κι άλλοι σε καμπίνες μεγάλες και μικρές.

Τέσσερα τα κρεβάτια τους, δυο απ’ εδώ, δυο
απ’ εκεί κι ένα πάνω απ’ τ’ άλλο σα να ’τανε κελί
ή κάπου στο στρατό κι ο ένας, που περίσσευε
θα ξάπλωνε στο δάπεδο.
Πάνω τους ο αερισμός τους θύμιζε πως έλιωνε
στη θάλασσα η βροχή και η ανάσα της,
που ’χε παντού απλωθεί, κρύα ήτανε και υγρή.

Το έκλεισε ο Λουκάς κι ανέβηκε στο πάνω
το κρεβάτι κι έβλεπαν τα μάτια του
μια απ’ των ανθρώπων όρεξη, ξεχαρβαλωμένη
πλευρά της Γιουγκοσλαβίας.
Δεύτερο τούτο το ταξίδι με τούτο δω το πλοίο,
που λέγονταν «Ελ Γκρέκο», ενώ ως πρόπερσι,
πολλά χρόνια τώρα, ταξίδευε απ’ τη Γιουγκοσλαβία.

Τούτο το πλοίο είχε μεγάλη διαφορά από κείνο το σάπιο

«Κολοκοτρώνη», παλιά που είχε πρωτομπεί, που τους φορτώσανε

σα να ’τανε δαμάλια ή αρνιά και έβαζε νερά και κόντεψε,

θυμάται, όλος εκείνος ο ντουνιάς κι αυτός μαζί, να πάθουν συγκοπή.

Έκατσε στο κρεβάτι κι έβαλε στην πλάτη του διπλό το μαξιλάρι,

σταύρωσε τα χέρια του πίσω απ’ το
κεφάλι και πέταξαν τα μάτια της ψυχής του, πέρα,

ψάχνοντας να βρει τις ακτές που ήταν βουτηγμένες

μες στα πυκνά σκοτάδια, στη δυνατή βροχή,
μες στις κραυγές της νύχτας που άστραφτε πολύ.

Κοίταξε κατά το Νοτιά κι έβλεπε κι εκεί σκοτάδια πνιγερά.

Έκλεισε τα μάτια να μη θωρούνε πια
ετούτη τη μαυρίλα και βλέπει να ’ρχονται γοργά
οι δυο του κοπελιές, γοργόνες μες στα μάτια του
να αγγελοπερπατούν επάνω στα νερά, με τ’ αφράτα πρόσωπα,

γλυκά και τρυφερά και μ’ ανοιχτές
τις αγκαλιές να τον καλοδεχτούν.
Φάνηκε ένα χαμόγελο στα χείλη του ν’ ανθίζει
και νόμισε για μια στιγμή πως ήρθε πια η άνοιξη
και άνοιξε τα μάτια, άπλωσε και τα χέρια,
κι όπως καρτέραγε τις μορφονιές να νιώσει μέσα στην αγκαλιά

και μέσα στην καρδιά του,
που χτύπαγε γοργά, χάθηκαν όπως φάνηκαν στα βάθη του Νοτιά.

Κοιτά ξανά στη θάλασσα, που φούσκωνε τρελά
κι ο αγέρας μανιακός πλατάγιζε ασταμάτητα στο
πλοίο, στα νερά.
Επάνω στο κατάστρωμα τουρίστες Γάλλοι, Βέλγοι,
Γερμανοί, Άγγλοι, Ιταλοί, και Σουηδοί κι άλλοι
διάφοροι επιβάτες που ήτανε εκεί,
τους άρεσε να βλέπουνε το οργίαμα των φυσικών στοιχειών

κι όταν το κύμα έσκαζε στου πλοίου
τα πλευρά, τότε πολλοί χαιρόντουσαν, ξεφώνιζαν λες κι ήταν σε γιορτή

κι άλλοι ταμπουρώνονταν ακόμα πιο πολύ.
Φεύγουν τα μάτια του Λουκά γιομάτα στοχασμό,
τρέχουν και αγκαλιάζονται με τ’ αφριστό το κύμα, μαζί να βγούνε πέρα,

να ζήσουν και να θυμηθούν στις σκούρες τις στεριές.

Πίσω στους χρόνους τους παλιούς… Πίσω στις εποχές…