Σήμερα, το κέντρο των Τρικάλων γέμισε από χιλιάδες Τρικαλινούς. Όχι μόνο από νέους, αλλά και από ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας, που ήρθαν να σταθούν δίπλα στη νέα γενιά, να ενώσουν τη φωνή τους, να πουν «Δεν ξεχνώ». Σε ένα παγκάκι, ανάμεσα στο πλήθος, τρεις ηλικιωμένοι κάθονται σιωπηλοί. Δεν φωνάζουν, δεν υψώνουν πλακάτ, αλλά η παρουσία τους είναι μια δήλωση από μόνη της.
Τα πρόσωπά τους σοβαρά. Στα χέρια τους κινητά τηλέφωνα, ομπρέλες, τσάντες. Όχι σημαίες, όχι συνθήματα. Και όμως, βρίσκονται εκεί, γιατί ξέρουν. Έχουν δει τραγωδίες, έχουν ζήσει αδικίες, έχουν ακούσει ξανά και ξανά τις ίδιες υποσχέσεις που δεν τηρήθηκαν ποτέ.
Δεν διαδηλώνουν για τον εαυτό τους. Διαδηλώνουν για τα παιδιά και τα εγγόνια τους. Για εκείνα που χάθηκαν και για εκείνα που κινδυνεύουν να χαθούν, αν τίποτα δεν αλλάξει.
Η εικόνα τους δίπλα στους νέους, που κρατούν πανό και φωνάζουν συνθήματα, είναι ένα σύμβολο. Μια ολόκληρη κοινωνία, από τη νεότερη μέχρι τη γηραιότερη γενιά, στέκεται όρθια απέναντι στην αδικία.
Οι ηλικιωμένοι αυτοί έχουν μάθει να αντέχουν, αλλά δεν έχουν μάθει να ξεχνούν. Και με τη σιωπηλή τους παρουσία, γίνονται φωνή. Μια φωνή που λέει:
«Είμαστε εδώ. Για εσάς. Για τα παιδιά μας. Για τη δικαιοσύνη που χρωστάμε σε όσους χάθηκαν».
Η τραγωδία στα Τέμπη δεν αφορά μόνο τη νέα γενιά που διεκδικεί το μέλλον της. Αφορά και αυτούς που βλέπουν τα παιδιά και τα εγγόνια τους να ζουν σε έναν κόσμο όπου το λάθος γίνεται θάνατος και η αδιαφορία γίνεται καθεστώς.
Δεν είναι μια διαμαρτυρία που τελειώνει εδώ. Είναι μια υπόσχεση. Ότι η μνήμη δεν σβήνει, ότι η οργή δεν θα ξεθυμάνει, ότι το αίτημα για δικαιοσύνη δεν θα θαφτεί κάτω από τις συνήθεις πολιτικές υπεκφυγές.
Και αν οι νέοι βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της μάχης, οι μεγαλύτεροι είναι εκεί για να τους στηρίξουν, για να δείξουν πως το “δεν ξεχνώ” δεν είναι απλά ένα σύνθημα – είναι καθήκον.