H Άννα Μανιάνι αναμφίβολα υπήρξε η πιο σημαντική εκπρόσωπος του ιταλικού σινεμά. Χαρακτηριστική περίπτωση Ιταλιάνας, με το ταμπεραμέντο και την δραματική της στόφα συνεργάστηκε με τους πιο σημαντικούς σκηνοθέτες του Νεορεαλισμού και άφησε το στίγμα της με τις θηριώδεις ερμηνείες της, αποκτώντας το προσωνύμιο «λύκαινα».
Η Μανιάνι γεννήθηκε στη Ρώμη, αν και ο Φράνκο Τζεφιρέλι επιμένει πως τόπος γέννησής της ήταν η Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Οι γονείς, Ιταλίδα η μητέρα και Αιγύπτιος ο πατέρας της- δεν είχαν παντρευτεί, και η ίδια πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια στις παραγκουπόλεις της πρωτεύουσας. Γι ’αυτό κατέφυγε σε περιοδεύοντες θιάσους, στο βωντβίλ, τα βαριετέ και τα νυχτερινά κέντρα βγάζοντας τα προς το ζην ως τραγουδίστρια. Στα 17 της σπούδασε για δύο χρόνια στην Βασιλική Δραματική Σχολή της Ελεονώρα Ντούσε στη Ρώμη. Ο θάνατος της αγαπημένης της γιαγιάς στάθηκε σημαδιακός για την ίδια. «Από εκείνη τη στιγμή βρήκα το κουράγιο να κάνω την επανάσταση μου, να βγάλω από μέσα μου εκείνο που πάντα έμενε κρυμμένο, να ουρλιάζω όταν το είχα ανάγκη και να σιωπώ όταν δεν είχα κέφι. Ήταν εκείνη τη μέρα που γεννήθηκε η Μανιάνι», είχε πει χαρακτηριστικά, εξηγώντας πώς έβρισκε τη δύναμη να υποδύεται τους τραγικούς ρόλους που την έφεραν στην κορυφή.
Το ’33, ο Γκοφρέντο Αλεσαντρίνι, ένας από τους πιονέρους του ιταλικού σινεμά, την είδε να παίζει στον Σαν Ρέμο και την ερωτεύτηκε. Παντρεύτηκαν λίγο αργότερα κι εκείνος την βοήθησε στα πρώτα της βήματα, παρόλο που δεν ήθελε η γυναίκα του να ασχολείται με την υποκριτική. Η Μανιάνι όμως δεν μπορούσε να εγκαταλείψει αυτό που της έδινε ζωή γι’ αυτό το 1940 πήρε διαζύγιο, για να συνεχίσει μόνη της την πορεία της. Δεν ήταν όμως σαν τις συνηθισμένες σταρ της εποχής: κυκλοφορούσε ατημέλητη, κάπνιζε πολύ, έπινε και προκαλούσε με το λεξιλόγιό της. Γι’ αυτό οι περισσότεροι σκηνοθέτες δεν τη πολυσυμπαθούσαν και της έδιναν μόνο μικρά ρολάκια. Όμως το 1941 ο Βιττόριο ντε Σίκα της εμπιστεύεται τον πρωταγωνιστικό ρόλο στη «Τερέζα Βενέρντι», πράγμα που της δίνει τελικά μεγάλη ώθηση.
Εκείνη την περίοδο που η Ιταλία βρίσκεται υπό τη δικτατορία του Μουσολίνι, η Άννα γνωρίζει τον ηθοποιό Μάσιμο Σεράτο και μένει έγκυος. Δυστυχώς όμως ο γιος της, ο Λούκας, θα μολυνθεί με πολυομυελίτιδα, από την οποία ποτέ δεν θα συνέλθει πλήρως. Γι’ αυτό εκείνη δέχεται οποιονδήποτε ρόλο της προτείνουν προκειμένου να του εξασφαλίσει μια άνετη ζωή. Οι αμοιβές εκτοξεύονται και η Μανιάνι θεωρείται η πιο ακριβοπληρωμένη ηθοποιός στην Ευρώπη.
Η μεγάλη ευκαιρία όμως έρχεται αργότερα το 1945, όταν στη ζωή της μπαίνει ο Ρομπέρτο Ροσελίνι. Οι Ιταλοί αναζητούν εκείνο το πρόσωπο που θα αποτυπώνει τον πόνο και τον θρήνο της τραγωδίας που είχαν βιώσει και η Μανιάνι με τα αδρά χαρακτηριστικά και την βαθιά φωνή της γίνεται η αγαπημένη μούσα όλων των μεγάλων σκηνοθετών. Με τον Ροσελίνι γνωρίζονται στα γυρίσματα της ταινίας «Ρώμη, Ανοχύρωτη Πόλη». Η Άννα τον ερωτεύεται και ζουν για λίγα χρόνια μια σχέση πάθους, ζήλιας και τρομερών εντάσεων. Πέντε χρόνια μετά, ο Ροσελίνι θα ερωτευθεί την Ίνγκριντ Μπέργκμαν, θα την «κλέψει» από τον Χίτσκοκ και θα της δώσει τον ρόλο στο «Στρομπόλι» -που ήταν γραμμένος για την Μανιάνι. Εκείνη μανιασμένη πήρε τον Ντίτερλε, πήγαν στις Αιολίδες Νήσους -στο απέναντι νησί από εκεί που γύριζε ο Ροσελίνι το «Στρόμπολι»- και ξεκίνησε γυρίσματα για το «Ηφαίστειο». Όλοι μιλούσαν τότε για έναν πόλεμο -μάλιστα αργότερα γυρίστηκε και ντοκιμαντέρ με τίτλο «Ο Πόλεμος των Ηφαιστείων». Οι φήμες λένε ότι οι κραυγές της Μανιάνι μαζί με βρισιές για «την Σουηδή απατεώνισσα», όπως αποκαλούσε την συνάδελφό της, ακούγονταν σε όλο το νησί.
Με τον Ροσελίνι θα κάνουν μόνο μια ταινία ακόμα, την «Αγάπη» (1948), ένα σπονδυλωτό φιλμ σε δύο μέρη, το ένα βασισμένο στην «Ανθρώπινη Φωνή» του Ζαν Κοκτώ και το άλλο (το «Θαύμα») γραμμένο από τον Ροσελίνι και τον Φελίνι, που κρατά κι έναν μικρό ρόλο.
Την επόμενη χρονιά έρχεται ένας θρίαμβος, όταν εμφανίζεται στο «Μπελίσιμα» του Βισκόντι, ενώ το ’53 παίζει στην «Χρυσή Άμαξα» του Ρενουάρ, ο οποίος δήλωσε πως «η Μανιάνι είναι η καλύτερη ηθοποιός που υπάρχει» -και δεν ήταν ο μόνος.