Ο προϋπολογισμός του έργου 2.602.650,00 €. Η χρηματοδότηση της μελέτης του έργου έγινε από το Πρόγραμμα ΦΙΛΟΔΗΜΟΣ ΙΙ . Για το έργο έχει υποβληθεί αίτηση χρηματοδότησης στο Πρόγραμμα Ανάπτυξης και Αλληλεγγύης για την Τοπική Αυτοδιοίκηση «ΑΝΤΩΝΗΣ ΤΡΙΤΣΗΣ» , στον άξονα προτεραιότητας: «Παιδεία, Πολιτισμός, Τουρισμός και Αθλητισμός». Αναμένεται άμεσα η αξιολόγηση της πρότασης.
Το κτίριο του δημαρχείου του Δήμου Πύλης στεγάζεται σ’ ένα παλαιό σχολικό κτίριο συνολικής επιφάνειας 490,22μ² το οποίο κατασκευάστηκε σε δύο φάσεις.
Σε 1η φάση , το 1962 κατασκευάστηκε το λιθόκτιστο ισόγειο τμήμα του κτιρίου με επιφάνεια 245,10μ² με στόχο τη στέγαση ενός τριτάξιου Γυμνασίου. Στο εν λόγω ισόγειο έχει γίνει μεταγενέστερη προσθήκη ορόφου με φέρουσα κατασκευή από διαζωματική τοιχοποιία (με χρήση οπλισμένου σκυροδέματος .και οπτοπλινθοδομής) που φέρει επίστεψη από κεραμοσκεπή.
Σήμερα δεν μπορεί πλέον να καλύψει τις ανάγκες στέγασης του Δήμου Πύλης,
αλλά είναι ένα κτίριο που, αν και ασφαλώς δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «ιστορικό μνημείο», εντούτοις αποτελεί στοιχείο της ιστορικής μνήμης της πόλης και ο ανοιχτός δημόσιος ύπαιθρος που το περιβάλει αποτελεί μια κομβική περιοχή της πόλης, αφού συγκροτεί την απόληξη της πλατείας που αναπτύσσεται βορειοανατολικά του. Επίσης, αποτελεί την κύρια περιοχή πρόσβασης προς την παραποτάμια ζώνη που αναπτύσσεται βορείως του οικοπέδου του.
Η επέκταση και ανακατασκευή του υφιστάμενου δημαρχείου επιλέχθηκε να γίνει με διατήρηση του υφιστάμενου κτηρίου και με απόλυτο σεβασμό στη δομική του (μορφολογική και κατασκευαστική) υπόσταση .
Η μελέτη του έργου στηρίχθηκε στην πρόταση που απέσπασε το πρώτο βραβείο στον αντίστοιχο Ανοιχτό Αρχιτεκτονικό Διαγωνισμό Ιδεών που προκήρυξε ο Δήμος Πύλης το 2020 και αποτελεί επεξεργασμένη μετεξέλιξη αυτής.
Στην μελέτη προτείνεται η δημιουργία ενός κτιρίου συνολικής επιφάνειας 1518,50 μ² (υφιστάμενο κτίριο 490 μ²) το οποίο δύναται να ανταποκριθεί άρτια στο κτιριολογικό πρόγραμμα του Δήμου και δομείται ως ένα «ανοιχτό κέλυφος» που εντάσσεται ελεύθερα στο κομβικό χωρικό του υπόβαθρο.
Tο υφιστάμενο κέλυφος ενσωματώνεται αβίαστα καθ’ όλο τον όγκο του στην αρχιτεκτονική σύνθεση, η οποία αναπτύσσεται σε δυο ορόφους με πυρήνα την υπάρχουσα δομική συγκρότηση.
Το νέο Δημαρχείο ως πυρήνας αναδιοργάνωσης του οικιστικού ιστού.
Καθοριστική στη διατύπωση της πρότασης υπήρξε η εκτίμηση του χώρου ανέγερσης ως πυρήνα αναδιοργάνωσης του οικιστικού ιστού, με στόχο την ανάκτηση της δομικής συνοχής του. Η γραμμική ανάπτυξη της νέας κτιριακής μάζας έκκεντρα στο υφιστάμενο δομικό κέλυφος και πάνω στο ίχνος των χαράξεων της παρακείμενης οδικής γέφυρας και της κοίτης του ποταμού, συγκροτεί ένα διαπερατό όριο – διάφραγμα που γίνεται αντιληπτό διφορούμενα ως πύλη ή στοά. Λειτουργεί εντέλει ως «προγεφύρωμα» και αποτελεί ενοποιητικό στοιχείο του υπαίθριου κοινόχρηστου χώρου, – όχι στοιχείο κατάτμησής του. Στο χαλαρό οικιστικό περιβάλλον και χρησιμοποιώντας τέτοια πρωτογενή μέσα η πρόταση επιχειρεί να επιλύσει το θέμα ως μια «ανοιχτή» κομβική περιοχή που παραλαμβάνει τη δυναμική αναδιάταξης του οικισμού, διανοίγεται στη συνολική οπτική αντίληψη του χώρου και οργανώνει τη ρέουσα διάχυση κινήσεων και λειτουργιών.
Όψη του Δημαρχείου από την πλευρά του Πορταιικού.
Η γενική διάρθρωση της σύνθεσης.
Η γενική διάρθρωση της σύνθεσης αποτελείται από δύο διακριτούς δομικούς όγκους που συγκροτούν ένα ενιαίο αδιάσπαστο σύνολο: Το υφιστάμενο δομικό κέλυφος του παλιού σχολείου καθώς και τον κτιριακό γραμμικό ράδινο επιμήκη όγκο της προσθήκης που αρθρώνεται έκκεντρα στην παλαιά συμπαγή κτιριακή μάζα και εκτείνεται προς βορρά. Τα εν λόγω κτιριακά μέλη αναπτύσσουν διαλεκτική σχέση παράγοντας μια ήπια αντίστιξη.
Η σύνθεση αρθρώνεται στην εθνική οδό Τρικάλων Άρτας επί της περιοχής του πυρήνα της διάταξης Γ του υφιστάμενου δημαρχείου δημιουργώντας ένα ανοιχτό υπερυψωμένο πλάτωμα από το οποίο γίνεται και η είσοδος στο συγκρότημα από την ανώτερη στάθμη.
Το εν λόγω πλάτωμα αποτελεί κατ’ ουσία τη νότια προέκταση της κτιριακής διάταξης του όγκου της προσθήκης που λειτουργεί ως ένα προγεφύρωμα. Παραλαμβάνει τη ροή των κινήσεων από το νότιο υπερυψωμένο πλάτωμα εισόδου και τον οικιστικό ιστό και τις εναποθέτει, τροφοδοτώντας κατά το μήκος του τις λειτουργίες του κτιρίου, στην υποκείμενη στάθμη της δομικής βάσης της σύνθεσης και την κομβική περιοχή του αναπτύγματος του δημοσίου υπαίθρου στην περιοχή πρόσβασης προς την παραποτάμια ζώνη. Δια μέσω αυτής της διαδρομής ενοποιείται λειτουργικά τόσο το νέο κτιριακό μέλος με το υφιστάμενο κέλυφος όσο και ο οικιστικός ιστός που αναπτύσσεται νότια του χώρου ανέγερσης με το εκτεταμένο βορειοανατολικό ανάπτυγμα του δημόσιου χώρου.
Οι εσωτερικές αρθρώσεις των κτιριακών μελών της σύνθεσης όπως και η σύνδεση τους με τα δομικά στοιχεία που συγκροτούν την οργάνωση του δημόσιου χώρου όπως ο πέτρινος αναλημματικός τοίχος που οργανώνει τον ανοιχτό δημόσιο ύπαιθρο προς νότον παράγουν ένα αμφίπλευρο σχήμα υποδοχής.
Στην υποκείμενη στάθμη του δημόσιου ύπαιθρου η πρόταση «στρέφεται» βορειοανατολικά παραλαμβάνοντας τις ροές ενώ η ήπια απόκλιση στην αξονική διάταξη των διακριτών κτιριακών όγκων «στρέφει» τη σύνθεση προς την παραποτάμια ζώνη.
Αναφορά στη λειτουργική οργάνωση του κτιρίου.
Σημαντική ιδιαιτερότητα του θέματος είναι πως αμφότερες οι στάθμες του κτιρίου είναι ισόγειες, αναφερόμενες η μεν ανώτερη στον οικιστικό ιστό, η δε υποκείμενη στον ανοιχτό δημόσιο χώρο.
Η λειτουργική διάταξη των χώρων οργανώθηκε σύμφωνα με τις απαιτήσεις του προγράμματος ενώ σχεδιάστηκε ένα κτίριο που είναι «ανοιχτό» προς το δημότη και εύκολα προσπελάσιμο από τις επιμέρους υποπεριοχές ή τις στάθμες του δημόσιου χώρου.
– Η αίθουσα δημοτικού συμβουλίου έχει χωροθετηθεί στην περιοχή άρθρωσης των κτιριακών μελών, έχει τη δυνατότητα αυτόνομης λειτουργίας και εκτόνωσης προς τον οικιστικό ιστό.
– Το σύνολο των υπηρεσιών του δημαρχείου είναι εύκολα και άμεσα προσπελάσιμο από τις εκάστοτε παρακείμενες εισόδους στο κτίριο.
– Ο άξονας της εσωτερικής κίνησης του κτιρίου συνδέει λειτουργικά αλλά και μορφολογικά τις πτέρυγες και παρέχει οπτικές φυγές προς τον ποταμό.
Στην κεντρική του περιοχή εκτονώνεται σε στεγασμένο εξώστη που μπορεί να λειτουργήσει ως υπαίθριος χώρος εκτόνωσης της παρακείμενης αίθουσας δημοτικού συμβουλίου.
Στην κατώτερη στάθμη υπάρχει η δυνατότητα διαμπερών, εγκάρσιων στην κτιριακή μάζα, κινήσεων που ενοποιούν τους υπαίθριους χώρους τόσο στην περιοχή της πύλης προς το ποτάμι όσο και την περιοχή της κύριας εισόδου, που παρέχει τη δυνατότητα αξιοποίησης της δεντροφυτεμένης αυλής που εκτείνεται μετά το δυτικό όριο του χώρου ανέγερσης.