Ανέκαθεν ίσχυε σε μεγάλο βαθμό, αλλά ειδικά τα τελευταία χρόνια επιβεβαιώνεται με ανατριχιαστικό ρυθμό:
Φωτιές, πλημμύρες, εγκλήματα, οπαδικά επεισόδια, δυστυχήματα με τρένα, αεροπλάνα και βαπόρια…
Υπάρχει όμως και μια σταθερή, διαχρονική, ολοένα και πιο επιδεινούμενη πηγή τραγωδιών στη χώρα μας:
Τα τροχαία.
Οι ζωές που χάνονται στα οδικά δίκτυα, επειδή (εκτός των άλλων) η κατάστασή τους είναι απαρχαιωμένη:
Το μέρος του αυτοκινητόδρομου Ε75 που εύγλωττα έχει χαρακτηριστεί ως «δρόμος του θανάτου»…
Τα αλλεπάλληλα δυστυχήματα (με τελευταίο τη σύγκρουση λεωφορείου με ΙΧ που είχε ως αποτέλεσμα τέσσερις νεκρούς και δεκάδες τραυματίες στις αρχές Σεπτέμβρη) δεν συγκινούν κανέναν.
Και οι κραυγές ότι δεν έχει υπάρξει καμία αναβάθμιση του συγκεκριμένου οδικού δικτύου για περισσότερα από 50 χρόνια, δεν φαίνεται να κάνουν κανένα αυτί να ιδρώσει.
«Παρότι ο οδικός αυτός άξονας αποτελεί την κεντρική χερσαία πύλη της χώρας από όπου διέρχονται 8.000.000 περίπου αυτοκίνητα το χρόνο, δεν έχει αναπτυχθεί πλήρως ως άξονας με προδιαγραφές αυτοκινητόδρομου, καθώς διαθέτει μία μόνο λωρίδα κυκλοφορίας και ΛΕΑ ανά κατεύθυνση και δεν έχει διαχωριστική νησίδα.
Tα πρώτα 15 χλμ. είναι τα πιο επικίνδυνα, καθώς τα τελευταία 17 χρόνια έχουν σημειωθεί 107 τροχαία ατυχήματα, που αντιστοιχούν περίπου στο 78% του συνόλου των τροχαίων ατυχημάτων που έχουν καταγραφεί στο εν λόγω τμήμα της ΠΑΘΕ.
Σε αυτά τα 15 χιλιόμετρα του δρόμου έχασαν τη ζωή τους 45 άνθρωποι και έχουν τραυματιστεί σοβαρά περισσότεροι από 150, κυρίως σε μετωπικές συγκρούσεις».
Ενώ λοιπόν το αίμα συνεχίζει να ποτίζει την άσφαλτο και το κοντέρ συνεχίζει να γράφει νεκρούς, αναβάθμιση στον δρόμο δεν γίνεται.
Κι όχι μόνο αυτό, αλλά από το 2017 όσοι μπαίνουν από τους Ευζώνους στην Ελλάδα πρέπει να καταβάλλουν και διόδια για να τον χρησιμοποιήσουν.
Προκύπτει εύλογα, δε, η απορία γιατί ειδικά αυτό το μέρος του δικτύου δεν βελτιώνεται.
Γιατί προβάλλονται γραφειοκρατικού τύπου δικαιολογίες για το γεγονός ότι δεν εκσυγχρονίζεται.
Κανείς δεν θέλει να πιστέψει ότι έχει να κάνει και με το ότι διασχίζει το έδαφος του κράτους που ονομάζεται πλέον Βόρεια Μακεδονία.
Ότι σκοπίμως δεν λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη αναβάθμισής του, στο πλαίσιο μιας απομόνωσης των γειτόνων με τους οποίους υπάρχουν οι ιστορικές διαφορές.