Έχω σκαλώσει με τις καμινάδες. Σε ένα τοπίο γεμάτο έλατα, τρεχούμενα νερά, αλλεπάλληλες πτυχώσεις από πλαγιές και ψηλές κορυφές, εγώ αναζητώ σήματα καπνού. Όσες καμινάδες καπνίζουν, τόσες και οι οικογένειες ή οι άνθρωποι που ζουν εκεί. Στο Χαλίκι δύο, στο Κατάφυτο τέσσερις, στην Τζούρτζια καμία – οι περισσότερες καπνίζουν στην Καλλιρρόη, αλλά δεν τις βλέπεις από τον δρόμο. Τα χωριά του Ασπροποτάμου, όμως, αυτής της ορεινής περιοχής στα σύνορα των νομών Τρικάλων-Ιωαννίνων, την οποία ορίζει και ονοματίζει ο Ασπροπόταμος ή Άσπρος ή Αράου Άλμπου (στα βλάχικα) ή Αχελώος, όπως μετονομάζεται χαμηλότερα, δεν είναι ακριβώς θύματα της αστυφιλίας, όπως θα περίμενε κανείς. Ο ιστορικός Δημήτρης Κωνσταντινίδης, μάλιστα, μου εξηγεί ότι τον χειμώνα οι κάτοικοι είναι περισσότεροι από ό,τι παλαιότερα και, αν υπήρχαν σχολεία, αρκετοί νέοι θα εγκαθίσταντο μόνιμα. Αυτό το πληθυσμιακό παράδοξο είναι άλλη μια ιδιαιτερότητα των Βλάχων, αυτής της ημινομαδικής πληθυσμιακής ομάδας με τη λατινογενή γλώσσα, που είναι απόλυτα συνδεδεμένη με τη μετακινούμενη κτηνοτροφία και το εμπόριο.
Βουνά, νερά, έλατα: από αυτά τα υλικά είναι φτιαγμένος ο Ασπροπόταμος, στα σύνορα Θεσσαλίας-Ηπείρου.
Παραδοσιακά, οι Ασπροποταμίτες Βλάχοι διαβιούσαν στον τόπο τους τα καλοκαίρια και έβοσκαν τα ζώα τους πάνω ή κάτω από τα βουνά Λάκμος (Περιστέρι) και Κακαρδίτσα, τα οποία ο περισσότερος κόσμος θεωρεί λανθασμένα ότι ανήκουν στα Τζουμέρκα – βρίσκονται ακριβώς στα σύνορα. Άλλοι ήταν κυρατζήδες που στη σύγχρονη εποχή μετατράπηκαν σε αυτοκινητιστές, οι γυναίκες ύφαιναν στον αργαλειό και οι περισσότεροι ασχολούνταν παράλληλα και με την υλοτομία, όπως και σήμερα.
Οι νέοι της Κρανιάς βγάζουν από τις ντουλάπες τις βλάχικες φορεσιές για τις πολιτιστικές εκδηλώσεις τους.
Στον θεσσαλικό κάμπο κατέβαιναν τον Οκτώβριο μαζί με τα κοπάδια, την οικογένεια και όλη την οικοσκευή, πεζή βέβαια, διαμέσου των περίφημων βλαχόστρατων. Στα χωριά έμεναν μόνο οι φύλακες, ένας έως τρεις άνθρωποι, ανάλογα με το πόσα σπίτια υπήρχαν και πόσοι είχαν διάθεση να παραμείνουν στο βουνό. Έμμισθοι και ορισμένοι τοπικά από την κοινότητα ή τον σύλλογο, και όχι κρατικά, περιδιάβαιναν καθημερινά το χωριό, παρατηρώντας τυχόν ζημιές στα σπίτια από τα καιρικά φαινόμενα και ειδοποιώντας τους ιδιοκτήτες. Με την παρουσία τους απέτρεπαν, παράλληλα, διελεύσεις ζώων και κυρίως ληστρικές επιθέσεις. Ο θεσμός του φύλακα ατόνησε από τη δεκαετία του 1990, καθώς πια οι μετακινήσεις έγιναν ευκολότερες και οι Ασπροποταμίτες ανεβοκατεβαίνουν στα χωριά τους συχνότερα. Παρ’ όλα αυτά, σήμερα κάποιοι εξακολουθούν να επιτελούν ακριβώς το ίδιο έργο αμισθί, όχι μόνο επιβλέποντας και ειδοποιώντας ιδιοκτήτες και υπηρεσίες, αλλά και κρατώντας τον τόπο ζωντανό.
Άποψη του Κατάφυτου, με την καμινάδα να καπνίζει στον ξενώνα- ταβέρνα «Το αρχοντικό».
Ασύγκριτη φύση
Θεωρητικά, χωριό του Ασπροποτάμου θεωρείται κάθε χωριό το οποίο διασχίζεται από παραπόταμο του μεγάλου Άσπρου. Κάποιοι ιστορικοί συμπεριλαμβάνουν όλους τους ορεινούς όγκους στα δυτικά των Τρικάλων, χωρίς να συμφωνούν πάντα μεταξύ τους, και άλλοι χρησιμοποιούν ως ενωτικό στοιχείο μόνο τη βλαχοφωνία, όπως μου εξηγεί ο Δημήτρης Κωνσταντινίδης, ο οποίος έχει γράψει μεταξύ άλλων την ενδιαφέρουσα έκδοση Οι Ασπροποταμίτες Βλάχοι. Με όλους αυτούς τους ορισμούς, τα γεωγραφικά όρια φτάνουν να περιλαμβάνουν έως και 73 χωριά, μέχρι το Περτούλι στα ανατολικά και το Μυρόφυλλο νότια.
Ωστόσο, τον «στενό κλοιό» των ασπροποταμίτικων χωριών, ο οποίος καθόρισε στο παρελθόν και τα διοικητικά όρια, απαρτίζουν εννέα οικισμοί: το Χαλίκι, η Ανθούσα, το Κατάφυτο, η Καλλιρρόη, η Κρανιά, το Στεφάνι, η Πολυθέα, η Μηλιά, η Αγία Παρασκευή (Τζούρτζια) – το Γαρδίκι υπαγόταν στον Δήμο Αιθήκων, αλλά γεωγραφικά ανήκει στον Ασπροπόταμο. Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για μια περιοχή ασύλληπτης ομορφιάς, την οποία διαφεντεύουν ο Αχελώος και η οροσειρά της Πίνδου, η οποία περιλαμβάνει τα Αθαμανικά Όρη, με μονοπάτια που ανηφορίζουν στις ψηλές κορυφές από Τζούρτζια και Γαρδίκι, και το Περιστέρι (Λάκμος), για την κορυφή του οποίου, την Τσουκαρέλα στα 2.295 μ., ξεκινάς από Χαλίκι. Τότε, περνάς και από τη δρακόλιμνη Βερλίγκα, τις πηγές του ποταμού Αχελώου δηλαδή, με τους εντυπωσιακούς μαιάνδρους – σημειώστε ότι ο δρόμος που έχει διανοιχθεί είναι παράνομος και απαγορεύεται να χρησιμοποιείται, όπως και η κατασκήνωση. Ο θεσμός του φύλακα ατόνησε από τη δεκαετία του 1990, καθώς οι μετακινήσεις έγιναν ευκολότερες. Παρ’ όλα αυτά, σήμερα κάποιοι επιτελούν ακριβώς το ίδιο έργο αμισθί, όχι μόνο επιβλέποντας και ειδοποιώντας ιδιοκτήτες και υπηρεσίες, αλλά και κρατώντας τον τόπο ζωντανό.
Παραμυθένιες πλαζ στους ποταμούς, όπως ο διάσημος Αλέκος, πυκνά ανέγγιχτα δάση, όπως στο καταφύγιο άγριας ζωής Κούτσουρο, και αλπικές κορυφές σε κάνουν να νιώθεις λες και δεν έχεις ξαναδεί βουνά στη ζωή σου.
Τμήμα, μάλιστα, της περιοχής περιλαμβάνεται στο Εθνικό Πάρκο Τζουμέρκων, κοιλάδας Αχελώου, Αγράφων και Μετεώρων, γι’ αυτό και οι Ασπροποταμίτες ξεσηκώνονται και μάχονται εναντίον των αιολικών πάρων και των υδροηλεκτρικών πάρκων που προορίζονται για την περιοχή τους, έχοντας μάλιστα συστήσει τον σύλλογο «Ζωντανός Ασπροπόταμος».
Ζώα και ξύλα
Στην είσοδο του Κατάφυτου, δύο καμινάδες καπνίζουν αντικριστά, δίνοντας το πιο ζεστό μήνυμα υποδοχής. Το πέτρινο σπίτι του συνταξιούχου Κώστα Κυλώνη είναι από τα ομορφότερα του χωριού τόσο εξωτερικά όσο και εσωτερικά, στολισμένο με υφαντά – κανένα χωριό δεν φημίζεται για την αρχιτεκτονική του, μια που καταστράφηκαν όλα από τους Γερμανούς κατά την επιχείρηση Πάνθηρας. Ο ίδιος περνά αρκετές μέρες του χειμώνα στο Κατάφυτο, σε ένα διαρκές πηγαινέλα στα Τρίκαλα, όπως πολλοί ακόμα Ασπροποταμίτες. Απέναντι, στον κοινοτικό ξενώνα-καφενείο-ταβέρνα «Αρχοντικό – Θα πάρω τα βουνά», τον οποίο έχει αναλάβει ο νεαρός Θανάσης Λούγγος με τη σύζυγό του Άννα, καίνε ασταμάτητα το τζάκι και η σόμπα. Γι’ αυτόν ήταν όνειρο ζωής να ζωντανέψει το χωριό. Με το μαγαζί να λειτουργεί από το 2013, κατάφερε να βάλει το Κατάφυτο στο πρόγραμμα των καλοκαιρινών εκδρομέων. Τον χειμώνα τα σχολεία των παιδιών αναγκάζουν την Άννα να μένει στα Τρίκαλα, εκείνος όμως είναι με το ένα πόδι εδώ και με το άλλο εκεί. Καταπιάνεται, άλλωστε, με ένα σωρό πράγματα: ανακαινίζει τον ξενώνα με προσωπική εργασία, είναι μελισσοκόμος και φυσικά υλοτόμος – αυτή είναι διαχρονικά η κατεξοχήν ασχολία των κατοίκων του Ασπροποτάμου μαζί με την κτηνοτροφία.
Οι Νταμάτηδες, για παράδειγμα, είχαν ανέκαθεν και ζώα και «πήγαιναν στα ξύλα». Σκληραγωγημένη οικογένεια, φροντίζουν για την αυτάρκεια του σπιτιού τους, διατηρούν μαντρί έξω από τα Δολιανά και δεν κατεβαίνουν τον χειμώνα στον κάμπο. Αντίθετα, ανέβαιναν τα καλοκαίρια ακόμα ψηλότερα και έστηναν τις καλύβες τους για να δουλέψουν ως υλοτόμοι. Η κόρη, Τζένη Νταμάτη, θυμάται: «Το χωριό ήταν για εμάς σαν εξωτικός προορισμός, γιατί ως παιδιά ζούσαμε τα καλοκαίρια στις καλύβες. Κατεβαίναμε στις γιορτές ή για ψώνια. Θυμάμαι τη μυρωδιά τη φτέρης, τις ιστορίες γύρω από τη φωτιά το βράδυ, την ελευθερία στο δάσος. Τα παιδιά μεταφέραμε νερό από την πηγή ή μεγαλώνοντας ποτίζαμε τα άλογα και τα μουλάρια. Ειδικά όταν έρχονταν οι καυσοξυλάδες από την Κρανιά, που είχαν 30 μουλάρια ο καθένας, μέχρι τη νύχτα ποτίζαμε, μας άρεσε πολύ. Μας έλειπε η παρέα, όμως, όπως και τώρα βέβαια». Τώρα η Τζένη πηγαινοέρχεται στα Τρίκαλα, οι γονείς της, Γιώργος και Μαρία, είναι συνέχεια στις αγελάδες, στις κότες και στα μποστάνια. Περιγράφουν πόση διαφορά έχει στη γεύση αν πάρεις κρέας ή γάλα από το ζώο το φθινόπωρο που έχει βοσκήσει στα βουνά σε σχέση με τον Μάιο, που έρχεται από τον κάμπο. Η Μαρία θυμάται πως μεγάλωσε μέσα στα μαλλιά, όπως όλες οι Βλάχες, υφαίνοντας στον αργαλειό, και μας περιγράφει πώς προετοιμάζονται για τον χειμώνα, φτιάχνοντας σάλτσες με τις καλοκαιρινές ντομάτες, τραχανάδες με το γάλα των ζώων τους, μαρμελάδες από κορόμηλα της περιοχής.
Αυτό που δεν θα ξεχάσουν ποτέ, όμως, όπως και κανένας Ασπροποταμίτης, είναι η επέλαση του Ντάνιελ το φθινόπωρο του 2023, όταν ο Ασπροπόταμος και οι παραπόταμοί του παρέσυραν τα πάντα, καταπίνοντας τεράστια πλατάνια, μάντρες και βράχους, και αλλάζοντας άρδην το τοπίο. Το μαντρί τους ακριβώς δίπλα στο ποτάμι επλήγη, αλλά έμεινε στη θέση του, σε αντίθεση με παρακείμενο σπίτι, που «έφυγε» ολόκληρο. Αμόλησαν τα ζώα τους μήπως καταφέρουν να σωθούν, παρ’ όλα αυτά έχασαν δεκαπέντε. «Μείναμε δυόμισι μήνες χωρίς ρεύμα, τέσσερις μήνες χωρίς δρόμο, έναν χρόνο χωρίς δημοτική ηλεκτροδότηση. Ο δρόμος ακόμη δεν έχει αποκατασταθεί», λέει ο Γιώργος και πράγματι: το τμήμα Κρανιά-Τρία Ποτάμια είναι ακόμη χωματόδρομος, αφού χαράχτηκε εκ νέου. Αυτό που δεν θα ξεχάσουν ποτέ είναι η επέλαση του Ντάνιελ το φθινόπωρο του 2023, όταν ο Ασπροπόταμος και οι παραπόταμοί του παρέσυραν τα πάντα, καταπίνοντας τεράστια πλατάνια, μάντρες και βράχους, και αλλάζοντας άρδην το τοπίο.
Η Κρανιά, μάλιστα, αποκλείστηκε και ο κόσμος, που ήταν πολύς λόγω εποχής, απεγκλωβίστηκε με ελικόπτερα, όπως μας λέει ο Γιώργος Μπαρμπαρούσης. Άτυπος φύλακας του χωριού, εγκαταστάθηκε εκεί το 2011, προσπαθώντας να κάνει πραγματικότητα το όνειρό του: έναν ξενώνα. Παράλληλα με τις εργασίες, δουλεύει στα ξύλα και πότε πότε κατεβαίνει στα Τρίκαλα στη σύζυγό του. Ακμαίο χωριό κάποτε η Κρανιά, μεγαλύτερο και από την Καλαμπάκα, αριθμεί σήμερα 5-6 κατοίκους τον χειμώνα. Το καλοκαίρι τα πράγματα αλλάζουν, καθώς όλα τα σπίτια ανοίγουν, λειτουργούν 3-4 ταβερνάκια αλλά και το πανέμορφο Λαογραφικό Μουσείο, το οποίο έκαναν τη χάρη να μας ανοίξουν οι νεαροί του δραστήριου Πολιτιστικού Συλλόγου, οι οποίοι έχουν μεγάλη έννοια για την ανάδειξη του τόπου και των παραδόσεών του, παρότι η Κρανιά ήταν το πρώτο χωριό που αστικοποιήθηκε. Ακμαίο χωριό κάποτε η Κρανιά, μεγαλύτερο και από την Καλαμπάκα, αριθμεί σήμερα 5-6 κατοίκους τον χειμώνα. Το καλοκαίρι τα πράγματα αλλάζουν, καθώς όλα τα σπίτια ανοίγουν, λειτουργούν 3-4 ταβερνάκια αλλά και το πανέμορφο Λαογραφικό Μουσείο.
Στις πλαγιές του Λάκμου
Η Ανθούσα είναι κτηνοτροφικός οικισμός και ο πρόεδρός της Γιάννης Ντούσιος έχει 30 αγελάδες, από αγάπη, όπως λέει. Περιγράφει τις επιθέσεις από λύκους που δέχονται τα ζώα του τον χειμώνα, όταν πεινασμένοι γίνονται αγέλες των 10-15 ατόμων. Εξηγεί πως όσοι Βλάχοι δεν είχαν βοσκοτόπι στον κάμπο ή άνεση για να νοικιάσουν έμεναν στο βουνό, σε πολύ δύσκολες συνθήκες, αφού δεν υπήρχε χορτάρι για βοσκή και αναγκάζονταν να κατεβάζουν από τα έλατα τον ιξό. Εκτός κι αν είχαν τα περίφημα μπούτσικα, τη φυλή προβάτων της Πίνδου, που ήταν σκληραγωγημένα και άντεχαν το κρύο και την ασιτία. «Μπούτσικα έχουν πια μόνο στους Καλαρρύτες και στο Μέτσοβο, κι αυτοί από αγάπη και μεράκι. Δεν συμφέρουν. Δίνουν 300 γραμμάρια γάλα την ημέρα, την ώρα που οι γαλακτοπαραγωγικές προβατίνες δίνουν πέντε κιλά. Το δε κρέας τους, παρότι είναι ανώτερο ποιοτικά, έχει την ίδια τιμή», εξηγεί.
Καμιά δεκαριά κτηνοτρόφοι ανεβαίνουν στην Ανθούσα το καλοκαίρι, το κατεξοχήν κτηνοτροφικό χωριό όμως της περιοχής είναι το Χαλίκι. Εκεί, σε έναν βοσκότοπο 38.000 στρεμμάτων, βόσκουν τα καλοκαίρια 5.000-6.000 πρόβατα, 1.000 γίδια και μερικές εκατοντάδες αγελάδες, που ανήκουν σε περίπου 20 οικογένειες. Μάλιστα, Ιούνιο και Ιούλιο λειτουργεί και τυροκομείο, το οποίο αξιοποιεί το βιολογικό γάλα τους. Χειμωνιάτικα βρίσκεις στο χωριό τον Χρήστο Ζαχαρή, στο καφενείο-μεζεδοπωλείο La Verliga, που «τρέχει» και τον ομώνυμο ραδιοφωνικό σταθμό με βλάχικα τραγούδια και δημοτικά από όλη την Ελλάδα. Φέτος μετρά τον 19ο χειμώνα του στο χωριό. Άφησε τις πόλεις και τη δημοσιογραφία και εγκαταστάθηκε στα σύνορα του νομού (Χαλίκι και Ανθούσα πηγαινοέρχονται στο Μέτσοβο για δουλειές), κάνοντας μεγάλα όνειρα για την επανακατοίκησή του. Πιστεύει πως θα μπορούσε να γίνει ένα νέο Μέτσοβο με επιχειρήσεις και βιοτεχνίες. Πολύ μακριά από αυτή την εικόνα, το όμορφο Χαλίκι, που αποτελεί είσοδο για τον Λάκμο, κατοικείται επίσης από τον μπαρμπα-Γιάννη και τη Μαρία Καστούδη, το σπίτι των οποίων τυγχάνει υπέροχης θέας αλλά και επισκέψεων αρκούδας. «Μας έχει ρημάξει το μποστάνι, ενώ τις προάλλες τη βρήκα πάνω στην καρυδιά να την κουνάει κι από κάτω όλα τα αρκουδόπουλα να μαζεύουν», λέει κι έπειτα πιάνουν να μας μιλάνε βλάχικα με τον Χρήστο. Τους χειμώνες βγαίνουν και κουνάνε το χέρι να τους δει από την πλατεία ο Χρήστος. Τρεις κάτοικοι όλοι κι όλοι, τσεκάρονται καθημερινά, αφού καμιά φορά το χιόνι δεν τους αφήνει να μετακινηθούν.
Παρά τις δυσκολίες, το χιόνι στα βουνά κρύβει τις αρχιτεκτονικές ατασθαλίες των οικισμών και την ίδια στιγμή φανερώνει τα αφανέρωτα. Τα χνάρια μαρτυρούν πως ένας άνθρωπος πέρασε από αυτό το σοκάκι, μια αλεπού διέσχισε τον δρόμο και χάθηκε στην πλαγιά, ένας λαγός φάνηκε στην πλατεία και ένα αυτοκίνητο επιχείρησε να κατευθυνθεί προς το πέρασμα του Μπάρου, την ψηλότερη ασφάλτινη ορεινή διάβαση της Ελλάδας στα 1.900 μ. υψόμετρο. Κρυστάλλινοι σταλακτίτες κρέμονται από βράχια και σκεπές, κι όλα τα κτίσματα είναι στα λευκά – καμπαναριά, βρύσες, μνήματα. Τα εικονοστάσια θωρακίζονται με καρφιά, ώστε να μην μπορούν οι αρκούδες να πάρουν το λάδι, και οι άνθρωποι περιμένουν από τα Τρίκαλα κάθε Δευτέρα τον ταχυδρόμο, κάθε Πέμπτη τη φουρνάρισσα και όποτε βολέψει τη νοσοκόμα. Προσφωνούν ο ένας τον άλλο φράτε (αδελφό δηλαδή) και πάνε από το ένα χωριό στο άλλο για να φτιάξουν παρέες. Μιλούν για τα «χωρικά» (τα ξύλα που αναλογούν στον καθένα), για την αξία της γκλίτσας και για τις νάνες, το χορταρικό που φυτρώνει στα 2.000 μ. υψόμετρο, με το οποίο φτιάχνουν το αγαπημένο τους βλάχικο πιάτο με βούτυρο και φέτα. Μιλούν χαμογελώντας για το καλοκαιρινό ψάρεμα της πέστροφας με την πεταλούδα και για τα πανηγύρια της Αγίας Παρασκευής –προστάτιδας των Βλάχων– και του Δεκαπενταύγουστου, όταν όλα τα σπίτια ανοίγουν, η χαρτούρα στα όργανα πάει κι έρχεται και οι χοροί συνεχίζουν να γίνονται ανά παρέα και με σειρά, υπό τους βλάχικους και ασπροποταμίτικους σκοπούς. Τα εικονοστάσια θωρακίζονται με καρφιά, ώστε να μην μπορούν οι αρκούδες να πάρουν το λάδι, και οι άνθρωποι περιμένουν από τα Τρίκαλα κάθε Δευτέρα τον ταχυδρόμο, κάθε Πέμπτη τη φουρνάρισσα και όποτε βολέψει τη νοσοκόμα.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο 11ο τεύχος της έκδοσης «Οι Τόποι μας-Τρίκαλα», Φεβρουάριος 2025.
Πηγή: Όλγα Χαραμή, kathimerini.gr/ Φωτογραφίες: Δημήτρης Τοσίδης