Ποιος Θεός και ποιος Αλλάχ: Το κοριτσάκι μου

Έξι ασύλληπτα επιδραστικές φωτογραφίες, δύο βουβά βίντεο, μία σπαραξικάρδια ιστορία, με πόνο άφατο και ρώμη αμύθητη. Η ιστορία του Μεσούτ και της κόρης του, της Ερμάκ.

Ακούμπησε στο πλάι το μαντεμένιο τσαγιερό. Έβαλε δύο κύβους ζάχαρης στο γυάλινο, σκαλιστό φλιτζάνι με το καυτό νερό. Τους ανακίνησε με το σιδερένιο κουταλάκι, με δυνατές περιστροφές, όχι για να λιώσουν γρήγορα και να πιει το τσάι αλλά για να τον ξυπνήσουν οι μεταλλικοί χτύποι στα τοιχώματα. Ήταν 3:10 τη νύχτα και τα σκυλιά αλυχτούσαν. Τέτοια ώρα πήγαινε στον φούρνο για δουλειά.

Έπιασε να πρωτοζυμώσει με τα χέρια το αλεύρι και μετά να το βάλει στη μηχανή για να δέσει, γιαβάς γιαβάς. Το κέδρινο ρολόι στον τοίχο έδειχνε 3:16 κι ο χρόνος, με την επόμενη καθοριστική κίνηση του τσίγκινου εκκρεμούς, θα σταματούσε.

Το τσάι μέσα στο φλιτζάνι άρχισε να κάνει ομόκεντρους κύκλους. Το τραπέζι να τρίζει. Τα σιδερένια μηχανήματα να στριγκλίζουν. Τα ταψιά να κροταλίζουν, οι τσιμπίδες να κλαγγίζουν σαν σπαθιά. Οι τοίχοι να πάλλονται, το πάτωμα να τρέμει. Άρχισαν όλα να καταρρέουν. Οϊμέ.

3:18. Ο αχός σταμάτησε, η γη έπαψε να σείεται. Και τώρα αλυχτούσαν οι άνθρωποι.

Δεν πήρε ούτε το μπουφάν του. Βγήκε τρέχοντας από το εργαστήρι του φούρνου και στάθηκε σαστισμένος στη μέση του δρόμου, πίσσα σκοτάδι και κραυγές. Έπιασε με τρεμάμενα χέρια το κινητό, προσευχόταν και μονολογούσε, με το ζόρι πληκτρολογούσε.

Οι χτύποι στο ακουστικό σταμάτησαν γρήγορα κι αναθάρρησε. «Γκιουλσερέν, είστε καλά;», ρώτησε τη γυναίκα του με τη φωνή να κομπιάζει, να στριμώχνεται στο ξεραμένο στόμα. Οι δυο -από τις τρεις- κόρες του κι ο γιος του ήταν ασφαλείς. Ανακουφίστηκε. Ο κόμπος στο στομάχι είχε λυθεί.

Η Ερμάκ, η μικρότερη, θα κοιμόταν απόψε στη γιαγιά της. Είχαν πάει εκεί τα ξαδέρφια της και ήθελε να τα δει. Ο Μεσούτ πληκτρολόγησε ξανά αριθμούς στο κινητό. Αυτή τη φορά κανείς δεν απάντησε στην άλλη γραμμή. Δοκίμασε ξανά, πολλές φορές, αλλά μάταια. Ο κόμπος επέστρεψε, το στομάχι αλυσοδέθηκε.

Image
Η Ερμάκ με τη μητέρα της, αριστερά. Στα δεξιά ο Μεσούτ με τη μεγαλύτερή τους κόρη.

Η Ερμάκ με τη μητέρα της, αριστερά. Στα δεξιά ο Μεσούτ με τη μεγαλύτερή τους κόρη.

Ξεκίνησε να τρέχει προς το σπίτι της μάνας του, η ελπίδα τού μεγάλωνε τη δρασκελιά, αλλά τα μάτια του τη σκότωναν σε κάθε στροφή. Στο διάβα του αντίκριζε μόνο σκόνη και θάνατο, χλωμό θάνατο. Ο θάνατος είχε χτυπήσει τις πόρτες και σε καλύβες και σε χαμόσπιτα και σε πύργους. Είχε θερίσει το ίδιο φτωχούς και βασιλιάδες, πιστούς και άπιστους. Και τώρα η απελπισία έγδερνε τα χαλάσματα.

Λίγα μέτρα πριν την τελευταία διασταύρωση. Στην επόμενη στροφή θα φανερωνόταν η αλήθεια. Ο Μεσούτ ανέβασε τ’ ασήκωτα βλέφαρα, να κοιτάξει ψηλά στο δεκαώροφο κτήριο. Τίποτα, μαύρος ουρανός. Έριξε χαμηλότερα το βλέμμα του, εκεί που τρεμόπαιζαν φακοί, συντρίμμια. Τα γόνατα έγιναν μπετόν, σκοτείνιασαν τα σώψυχα, η απόγνωση τον διαπέρασε σαν κεραυνός. Μάζεψε ό,τι δύναμη είχε κι άρχισε να σκαρφαλώνει στα ερείπια, υπολογίζοντας πού θα μπορούσε να ‘ναι. «Ερμάκ; Ερμάκ; Ερμάκ, μ’ ακούς;».

Image

Στον γκρι σωρό της συμφοράς το μάτι έπεφτε μόνο στα πολύχρωμα σεντόνια. Μοβ πάνω, μπλε πιο δεξιά, πράσινο στ’ αριστερά, ροζ πιο κάτω. Το ροζ -το χρώμα της αθωότητας και της παιδικότητας- ήταν το δικό της σεντόνι. Είδε το σκονισμένο άσπρο στρώμα να εξέχει, κάτω από μια ασήκωτη τσιμεντένια πλάκα. Ο Μεσούτ πλησίασε προσεκτικά, να μην κουνήσει κάτι και χαλάσουν τα χαλάσματα.

Δώσ’ μου τα χέρια σου να κρατήσω τη ζωή μου

Image

Το χεράκι της. Τα μαλλάκια της και το προσωπάκι της. Μονάχα αυτά φαίνονταν. Συντριβή.

Συντρίμμι κι ο ίδιος, άρχισε να ξεθάβει με τα χέρια και να μετακινεί ό,τι μπορούσε, μήπως και. Έβαλε δύναμη θεϊκή στα πόδια, σφήνωσε τον ώμο του στην πλάκα, έκανε υπομόχλιο μια σιδερόβεργα που βρήκε και προσπάθησε να την ανασηκώσει. Μάταια. Ζήτησε βοήθεια. Μάταιη.

Της μίλησε. Της χάιδεψε τα μαλλάκια και έψαυσε το πρόσωπό της. Της έπιασε το χεράκι κι έμεινε εκεί, συντροφιά της, ως το πρωί, ασήκωτος βράχος που αψηφά τα Ρίχτερ, ακούνητος, ακλόνητος. Αγαλματένιος, σκαλισμένος με το καλέμι του θανάτου.

Κοιμήσου, εσύ ομορφούλα μου, κοιμήσου
στο προσκεφάλι σου η καρδιά μου ξαγρυπνεί

νάνι μου, εσύ

Όταν ήρθε ο φωτογράφος αρχικά δεν τον είδε. Φωτογράφιζε πανοραμικά την καταστροφή.

Image

Ώσπου ο Αντέμ παρατήρησε απέναντί του το φωσφορίζον μπουφάν που του ‘χαν δώσει οι διασώστες για να μην παγώσει. Λες και μια ανώτερη δύναμη, σε μια αλλόκοτη χρωματική σύνθεση, ήθελε αυτό το φωσφοριζέ μπουφάν, σαν σημαδούρα σε ένα απέραντο γκρι, να βρίσκεται εκεί, εκείνη τη στιγμή, να μαγνητίσει τον φακό του φωτογράφου, φορεμένο σ’ αυτό το αδειανό σώμα, ώστε να ακτινοβολήσει τον σπαραγμό στα πέρατα της οικουμένης.

Άφησέ με να ‘ρθω μαζί σου

Image

Ο Αντέμ άρχισε να τον φωτογραφίζει. Ζούμαρε όταν είδε ότι κάτι κρατούσε. Τότε τον είδε κι ο Μεσούτ. «Τράβα φωτογραφίες το παιδί μου. Είναι η κόρη μου, η Ερμάκ, 15 χρονών», του είπε χαμηλόφωνα, για να μη διαταράξει τη νεκρική ησυχία για τους υπολοίπους, μήπως κι ακουστεί κάποιος γδούπος βαθύς μέσ’ απ’ τα χαλάσματα. Δεν έκλαιγε, ούτε μια σταγόνα δάκρυ, κι ας είχε όλο το δικαίωμα· Ερμάκ στα τουρκικά σημαίνει Ποτάμι.

«Η ζωή που τον θάνατο γεύτηκε * Σαν τον ήλιο γυμνή ξαναγύρισε

Και μην έχοντας αχ άλλο τίποτε * Η ζωή που τα πάντα σπατάλησε

Στα χαλάσματα κάρφωσε μια * παπαρούνα που λάμπει!

Image

Το πρόσωπο του Μεσούτ Χαντσέρ, που σ’ ένα από τα καρέ κοιτά απευθείας μες στον διαπερατό φακό, είναι λαξευμένο με μία απόκοσμη αρμονία, μία διαλογιστική γαλήνη. Τι είναι Θεός; Τι μη Θεός; Και τι τ’ ανάμεσό τους; Είτε έχει αποδεχθεί το ασύλληπτο θέσφατο και έχει συμφιλιωθεί με τον θάνατο είτε έχει βυθιστεί σε μία ενεή παράλληλη πραγματικότητα απ’ την οποία ποτέ δεν θα δραπετεύσει, η έκφρασή του υπερβαίνει τον Άνθρωπο και λυγίζει την απειροσύνη της οδύνης, συμπιέζει σ’ ένα ευλύγιστο έλασμα και διπλώνει την παχιά κι αδιατάρακτη αιωνιότητα. Αμφισβητεί τον χρόνο, βλαστημά το Επέκεινα.

Image

Αν γινόταν δεν θα άφηνε ποτέ το χέρι της. Μ’ αυτό το κράτημα, ο Μεσούτ νικά τον Άδη. Τον νικά μ’ αγάπη.

Κι όταν πεθάνουμε να μας θάψετε κοντά κοντά

για να μην τρέχουμε μέσα στη νύχτα να συναντηθούμε

Ο Μεσούτ είναι ο ήρωάς μου. Ξεγέλασε τον θάνατο και ξέρει ότι δεν θα πεθάνει ποτέ. Αλλά θα πεθαίνει κάθε μέρα.

Image

Πολλές φωτογραφίες έχουν συγκλονίσει τον κόσμο. Από φυσικές καταστροφές, από λιμούς και λοιμούς, από πυρκαγιές κι από καταποντισμούς, από πολέμους κι από βομβαρδισμούς, από προσφυγικά κύματα, από ιστορικά γεγονότα. Όλες έχουν βραβευτεί. Όλες έχουν κάτι να πουν. Όλες τους έχουν λεζάντα. Και υπάρχουν κι αυτές από το Καχραμάνμαρας της Τουρκίας με τον Μεσούτ και την Ερμάκ. Που δεν υπάρχουν λόγια να τις περιγράψεις. Δεν έχουν εφευρεθεί οι λέξεις, δεν είναι αρκετές αυτές που ήδη υπάρχουν. Σπαρακτικός, τραγικός, οδυνηρός, σοκ, όλ’ αυτά ωχριούν μπροστά στην εικόνα του Μεσούτ να κρατά επί ώρες το χέρι της νεκρής κόρης του και να μην τ’ αφήνει. Είναι, ίσως, οι μοναδικές φωτογραφίες στην Ιστορία που εντυπώνουν διαφορετικές λεζάντες στον καθένα, γονιό ή όχι, αποσβολώνουν το είναι σου και ψιθυρίζουν λόγια ανεύρετα στο μεδούλι σου.

Το σκέφτηκες κι εσύ. Έβαλες εσένα στη θέση του. Κράτησες νοερά για χιλιοστά του δευτερολέπτου το χέρι της δικής σου κόρης. Ή του γιου σου. Ή και των δύο. Και, εν ριπή οφθαλμού, θόλωσες τη δυσβάσταχτη εικόνα που φαντάστηκες, άρχισες να τη σβήνεις μ’ αποστροφή και μανία, να μη μείνει ούτε στίγμα, ν’ απαγκιστρωθείς από τ’ ανείπωτο άχθος.

Αλλά η εικόνα δεν φεύγει. Δεν μπορεί να φύγει. Χαράσσεται στο συνειδητό και βαραίνει το υποσυνείδητο. Στοιχειώνει.

Απόψε θα πιάσω το χέρι της κόρης μου. Και, εφεξής, κάθε φορά που θα το πιάνω, θα ‘χει άλλο νόημα. Και θα της δώσω ένα ζεστό φιλί, ελπίζοντας να το αισθανθεί κι η Ερμάκ.

Εσύ;

Ποιοι σε πήραν κοριτσάκι;

Ποια φτερά σε σήκωσαν απ’ τη ζωή;

Ρωτώ τους δρόμους:

«Μην ακούσατε κάτι βηματάκια; -ήταν πολύ αλαφρά».

Κείνοι πνίγονται στη σκόνη.

Δεν απαντούν.

 

Ποιοι σε πήραν κοριτσάκι;

Αν μου το ‘καναν αυτό οι ουρανοί,

πώς μπόρεσαν;

Πώς μπόρεσαν κείνοι να σ’ αγαπήσουν

πιο πολύ απ’ τον πατέρα;

 

[…]

 

Πού χάθηκες κοριτσάκι;

Τα μάτια μου θα σ’ έβρισκαν –

και δίχως φως.

Και δίχως ήλιο – θα σ’ έπιαναν τα δάχτυλά μου.

Πώς χάθηκες λοιπόν μικρό μου;

Πότε μεγάλωσε τόσο πολύ ο κόσμος,

ώστε να μπορέσεις να χαθείς εσύ;

 

Εγώ θα σ’ έβρισκα…

Ας είσαι μικρό σαν το χνουδάκι.

Σαν πεταλούδα ας είσ’ αλαφρό

Αδύνατο, σαν τη φλογίτσα του κεριού, ας είσαι.

Εγώ θα σ’ έβρισκα.

 

Γιατί σωπαίνεις; Γιατί σωπαίνεις, λοιπόν, κοριτσάκι;

Αν δεν μπορείς να τραγουδήσεις.

Αν δεν μπορείς να τους πεις να με φωνάξουν.

Τότε κλάψε, κοριτσάκι. Κλάψε!

Και τ’ αφτιά μου θα σ’ ακούσουν

Κι ύστερα ας μην ακούσουν πια»

*Τα ξημερώματα της Δευτέρας ο 49χρονος Μεσούτ Χαντσέρ έχασε την Ερμάκ, δύο αδέρφια του και τη μητέρα του, η οποία εξακολουθεί να βρίσκεται κάτω από τα ερείπια. Την ώρα του σεισμού ο Μεσούτ εργαζόταν σε αρτοποιείο και η κόρη του κοιμόταν στο σπίτι της γιαγιάς της.

Image

Το άψυχο σώμα της Ερμάκ (Irmakleyla Hancer) απεγκλωβίστηκε απ’ τα συντρίμμια και η 15χρονη ετάφη στο νεκροταφείο Kapıçam. Πάνω σ’ ένα κοντό ξύλο αναγράφεται ο αριθμός «380» και το πλήρες όνομά της, το οποίο μόλις που διακρίνεται.

Image

«Προσπάθησα να ξεθάψω την πριγκίπισσά μου με γυμνά χέρια. Αλλά στο τέλος αναγκάστηκα να εγκαταλείψω», είπε με τραχιά, ξεψυχισμένη φωνή ο Μεσούτ. Την αποκάλεσε έτσι, «πριγκίπισσά μου», και στις τρεις προτάσεις που κατάφερε να εκφέρει σε δημοσιογράφο της BILD.

Μέχρι και σήμερα ο Μεσούτ εξακολουθεί να φορά το πορτοκαλί μπουφάν.

Image

Με πληροφορίες από BILD

Φωτογραφίες: Αντέμ Αλτάν, AFP

πηγή :https://www.voria.gr/article/poios-theos-kai-poios-allah-koritsaki-moy?fbclid=IwAR3IQfLKROidzrDqt0n1PEs8HEDPrt5nmEbgwIbPL-ZnmojYgk4SqphGeaU

Goodys

Related Posts

Next Post

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *