Οι πανελλαδικές εξετάσεις από θεσμικός μηχανισμός εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση κατέληξαν τα τελευταία χρόνια τελετουργία κοινωνικής νομιμοποίησης. Ο γονιός δεν ελπίζει μόνο ότι το παιδί του θα περάσει, ελπίζει ότι θα διασωθεί μέσω του παιδιού του. Συχνότατα η επιτυχία του παιδιού στην Ιατρική, τη Νομική ή το Πολυτεχνείο δεν είναι προσωπική, αλλά οικογενειακή υπόθεση. Δεν είναι αποτέλεσμα μόχθου αλλά λύτρωση από έναν υπαρξιακό καημό: το ότι η ζωή μου δεν πήγε όπως ήθελα, ας πάει του παιδιού μου.
Βλέπουμε έτσι στην ελληνική οικογένεια την καθαγίαση της απόδοσης, την ηθικοποίηση της επιτυχίας ως τρόπο αναστολής της απελπισίας. Ο γονέας που σπρώχνει το παιδί να γίνει πάση θυσία γιατρός, δεν ενδιαφέρεται μόνο για τα χρήματα ή το κύρος. Θέλει να θάψει μέσα σε αυτή τη διαδρομή την αίσθηση της δικής του αποτυχίας. Το πανεπιστημιακό πτυχίο γίνεται το φετίχ που εγγυάται τη σωτηρία: σωτηρία οικονομική και σωτηρία κοινωνική.
Αυτός ο υπαρξιακός εκβιασμός μεταμφιέζεται σε ενδιαφέρον. Όμως η επιθυμία δεν γεννιέται πια ελεύθερα. Ενσταλάζεται άνωθεν. Η ιατρική δεν γίνεται πόθος, γίνεται πρότζεκτ. Στην ερώτηση σε μαθητή, γιατί θέλεις να γίνεις γιατρός, για να βγάζω πολλά λεφτά, απαντά χωρίς να χάσει χρόνο! Όχι επειδή θέλω να θεραπεύω. Όχι επειδή με συγκλονίζει το ανθρώπινο σώμα, αλλά γιατί είναι επένδυση. Η επιθυμία έχει απογυμνωθεί από περιεχόμενο. Το παιδί δεν επιθυμεί. Προσομοιώνει. Εκτελεί το κοινωνικό του προφίλ.
Η ελληνική κοινωνία ζει ακόμη στη σκιά ενός αστικού μοντέλου του 1960: το σπίτι, οι σπουδές και το επάγγελμα “κύρους”. Αυτό το μοντέλο είναι πλέον αναχρονιστικό. Και παρότι οι γιατροί μεταναστεύουν, οι δικηγόροι χρωστούν στον ΕΦΚΑ και οι μηχανικοί είναι άνεργοι, το φάντασμα του κοινωνικού κεφαλαίου, της συμβολικής ισχύος του πτυχίου, επιμένει. Η πανεπιστημιακή σπουδή δεν είναι μέσο ελευθερίας αλλά μια κρυφή μορφή οικογενειακής εντολής.
Ζούμε την εποχή της κόπωσης της ταυτότητας. Η νεολαία δεν διαλέγει αλλά αναπαριστά. Δεν εξερευνά την προσωπική της κλίση, αλλά συμμορφώνεται σε μια προσδοκία που συγχέει την αγάπη με την αποδοχή υπό όρους. Το παιδί επιλέγει επάγγελμα όπως επιλέγει το φίλτρο στο Instagram: με γνώμονα την εικόνα. Η ψυχή χάνεται, το πνεύμα ξεθωριάζει.
Και είναι τραγικότερο το γεγονός ότι η ίδια η πολιτεία, αντί να αναμορφώσει τα κριτήρια εισαγωγής και να συνδέσει τις σπουδές με ένα ευρύτερο όραμα για το κοινό αγαθό, συντηρεί τον εξεταστικό ανταγωνισμό ως εθνικό αθλητισμό. Η επιτυχία δεν είναι ποιοτική, αλλά ξεκάθαρα ποσοτική. Είσαι καλός, αν πέρασες. Αν δεν πέρασες, είσαι πρόβλημα. Δεν υπάρχει χώρος για το διαφορετικό ταλέντο, το “αδέσποτο” χάρισμα, τον χαρισματικό μάγειρα, τον πετυχημένο χορευτή, τον ονειροπόλο τεχνίτη.
Εντέλει αυτό που λείπει δεν είναι τα πανεπιστήμια. Είναι ο πολιτισμός της επιθυμίας. Η επαναμάγευση του επαγγέλματος. Η αντίληψη του βίου ως κλίσης, όχι ως συμβολαίου.
Και ίσως αυτό να είναι το πιο τρομακτικό: όχι ότι οι νέοι λένε χωρίς σκέψη “για να βγάζω λεφτά”, αλλά ότι το λένε χωρίς ντροπή. Ότι η φαντασία έχει καεί. Ότι δεν υπάρχει αντίσταση στην αγοραία λογική. Ότι η ζωή δεν είναι όνειρο αλλά κατάντησε Excel…
Η ελληνική κοινωνία δεν χρειάζεται νέες σχολές. Χρειάζεται εμπνευσμένους δασκάλους και μη συμπλεγματικούς γονείς. Χρειάζεται Παιδεία που δεν θα μετατρέπει τον άνθρωπο σε απόδοσή του, αλλά θα του επιστρέφει τη φωνή. Παιδεία που θα του λέει ότι δεν είσαι εδώ μόνο για να αποδώσεις. Είσαι εδώ για να υπάρξεις και για να δικαιούσαι να επιθυμείς. Ακόμα και για να φανταστείς κάτι άλλο!
Μαρία Αγναντή, φιλόλογος