Όλη η Ήπειρος μέσα από λέξεις και φωτογραφίες

Μαστοροχώρια: Μια υπέροχη γωνιά της Ηπείρου

Μαστοροχώρια:

Μια υπέροχη γωνιά της Ηπείρου

Μαστοροχώρια είναι ο τόπος των ξακουστών μαστόρων της πέτρας, που ταξίδεψαν σε όλο τον κόσμο αφήνοντας πίσω τους έργα σπάνιας ομορφιάς. Τα πρώτα πέτρινα σπίτια τους εμφανίζονται σε λιγότερο από είκοσι λεπτά, αφότου αφήσεις πίσω σου την Κόνιτσα οδηγώντας με βόρεια κατεύθυνση προς Κοζάνη. Διάσπαρτα χωριουδάκια αριστερά και δεξιά του ποταμού Σαραντάπορου, που φτάνουν έως τις παρυφές του Γράμμου, καφενεία που είναι καθημερινά ανοιχτά το χειμώνα –παρά τους λιγοστούς κατοίκους–, ήσυχες πέτρινες γειτονιές, πυκνά δάση οξιάς και τοξωτά γεφύρια συνθέτουν το σκηνικό της απόδρασης σε τούτη τη γωνιά της Ηπείρου. Είναι ο τόπος των ξακουστών μαστόρων της πέτρας, που ταξίδεψαν σε όλο τον κόσμο αφήνοντας πίσω τους έργα σπάνιας ομορφιάς.

Τα χωριά που αποτελούσαν τον παλιό Δήμο Μαστοροχωρίων είναι τα: Ασημοχώρι, Βούρμπιανη, Γοργοπόταμος, Δροσοπηγή, Οξυά, Καστάνιανη, Κεφαλοχώρι, Λαγκάδα, Πλαγιά, Πληκάτι, Πυρσόγιαννη, Χιονάδες και ο οικισμός της Θεοτόκου. Με το νέο νόμο «Καλλικράτης», ο Δήμος Μαστοροχωρίων μετονομάζεται σε «Δημοτική Ενότητα Μαστοροχωρίων» και συνενώνεται με το Δήμο Κόνιτσας και τις Κοινότητες Αετομηλίτσας, Διστράτου και Φούρκας, που αποτελούν πλέον τον νέο Δήμο Κόνιτσας.

Όλα τα Μαστοροχώρια υπήρξαν κέντρα των λαϊκών μαστόρων της πέτρας, των λαϊκών κτιστάδων (λιθοδόμων) και των πελεκάνων (λιθοξόων). Ήδη από τον 19ο αιώνα στην Ήπειρο, όταν έλεγαν «Μαστοροχώρια» εννοούσαν τα χωριά κτιστάδων της επαρχίας Κόνιτσας. Για περισσότερο από τρεις αιώνες, οι μαστόροι ταξιδεύουν σε κάθε γωνιά της Ελλάδας και σε όλα τα Βαλκάνια. Από τα τέλη του 19ου αιώνα επιχειρούν τολμηρά και υπερπόντια ταξίδια. Αίγυπτος, Σουδάν, Αιθιοπία, Κογκό, Περσία, παραλιακή Τουρκία (Σμύρνη, Προύσα), Ρωσία (Ιρκούτσκ, Βλαδιβοστόκ), Γαλλία και Αμερική.

Εμπνεόμενοι από το φυσικό περιβάλλον μετακινούνται σε διάφορες περιοχές κατασκευάζοντας κάθε είδους κτίρια. Γεφύρια, σχολεία, εκκλησίες, σαράγια, τζαμιά, χαμάμ, αρχοντικά, φάρους, μύλους, λιοτρίβια. Τα έργα τους, σκορπισμένα επί αιώνες σε τόπους κοντινούς, αλλά και σε χώρες μακρινές, μιλούν από μόνα τους για τις αρχιτεκτονικές τους αρετές και την καλλιτεχνική τους αξία. Όλη τους η τέχνη ήταν μία λέξη: αργά. Όσο πιο αργά δούλευαν, τόσο πιο καλοί μαστόροι ήταν. Τραγουδούσαν και σφύριζαν στο πελέκημα, για να ξεχνιούνται και να μη βιάζονται. Εργάζονταν ομαδικά, οργανωμένοι σε ομάδες – μπουλούκια, δηλαδή οικοδομικά συνεργεία, που στηρίζονταν στο εθιμικό δίκαιο, σε άγραφους, αυστηρούς κανόνες και σε μια απαράβατη ιεραρχία. Μαθητούδια, τσιράκια, καλφάδες, αρχικαλφάδες, μάστοροι.

Επικεφαλής του μπουλουκιού ήταν ο πρωτομάστορας (αρχιμάστορας), ο οποίος έπρεπε να έχει καταξιωθεί μέσα από την τέχνη του. Για να συνεννοούνται μεταξύ τους και να μην τους καταλαβαίνουν οι εκάστοτε εργοδότες, χρησιμοποιούσαν τη συνθηματική γλώσσα, τα κουδαρίτικ (κούδα=πέτρα). Έκτιζαν με ήθος, φιλότιμο και γνώση και θεμελίωσαν μια γηγενή αρχιτεκτονική αισθητική. Αξιώθηκαν να γίνουν μύθος και δημοτικό τραγούδι. Η αναχώρηση των μπουλουκιών γινόταν συνήθως την άνοιξη και συγκεκριμένα την Καθαρά Δευτέρα και η επιστροφή το φθινόπωρο. Στον τόπο του αποχωρισμού εκτυλίσσονταν σκηνές «αρχαίας τραγωδίας», καθώς μανάδες και γυναικόπαιδα αποχαιρετούσαν τους ξενιτεμένους.

Τα έργα των μαστόρων από τα χωριά του Δήμου Μαστοροχωρίων είναι τόσα πολλά και ποικίλα, ώστε δίκαια έμεινε η φράση, ότι αυτοί “έχτισαν τον κόσμο”. Η παλαιότερη τεκμηριωμένη αναφορά επώνυμων μαστόρων από τα Μαστοροχώρια ανάγεται στα 1740, σύμφωνα με επιγραφική μαρτυρία σε αρχοντικό της Σιάτιστας, και αφορά μαστόρους από το χωριό Μπλίσδιανη, τη σημερινή Λαγκάδα. Ωστόσο, η τέχνη τους εξελίχτηκε και έφτασε στο απόγειό της τον 19ο αιώνα. Οι Πυρσογιαννίτες και Βουρμπιανίτες τεχνίτες, η φήμη των οποίων κυριαρχεί στα συγγράμματα, έχτισαν το 1871 το μονότοξο γεφύρι της Κόνιτσας. Έχτισαν επίσης το δίτοξο της Ζέρμας και πολλά τρίτοξα στα Ζαγοροχώρια.

Τα μπουλούκια των μαστόρων έφτιαξαν καταπληκτικά μοναστήρια όπως: την ανακαίνιση της Μονής της Ζέρμας, τη Μονή Στομίου, τη Μονή της Παναγιάς Μολυβδοσκέπαστης. Επίσης, εκκλησίες όπως: του Αγίου Νικολάου Πυρσόγιαννης, του Αρχιμαντρειού και της Μητρόπολης Ιωαννίνων και πλήθος άλλες, καμπαναριά στη Φιλιππιάδα και στη Δημητσάνα, σεράγια πασάδων στο χώρο της Ηπείρου και της Αλβανίας, αρχοντικά, μύλους, φούρνους και πέτρινα πηγάδια, ακόμα και φάρους όπως στο Λουτράκι στο Ηραίο ακρωτήριο. Δεν θα μπορούσαν να λείπουν και από πολλά έργα της Αθήνας στις αρχές του 20ούαιώνα, όπως είναι η αποπεράτωση του ναού της Παναγιάς Χρυσοσπηλαιώτισσας. Στις ΗΠΑ (Ντιτρόιτ) και στην Περσία μαστόροι από τα Μαστοροχώρια έκαναν εργασίες διάνοιξης σιδηροδρομικών γραμμών ή έκτισαν γέφυρες.

Αυτό που χαρακτηρίζει τα βουνά της περιοχής είναι η ποικιλία του τοπίου. Από τις δασωμένες πλαγιές ως τα αλπικά λιβάδια και από τα χαμηλά φαράγγια έως τις κορυφογραμμές. Η σύνθεση της χλωρίδας της περιοχής είναι ιδιαίτερα πλούσια σε αριθμό φυτικών ειδών και αποτελεί πόλο έλξης για τους βοτανικούς επιστήμονες.

Έως σήμερα στην περιοχή έχουν βρεθεί 650 είδη, που κατανέμονται σε 79 οικογένειες. Μεγάλης επίσης οικολογικής σημασίας είναι τα εκτεταμένα φυσικά ώριμα δάση που παραμένουν ανεπηρέαστα. Αυτό συνέβη διότι έμειναν εκτός εκμετάλλευσης για πολλές δεκαετίες λόγω του φόβου των ναρκοπεδίων και της εγκατάλειψης της περιοχής. Οξιές, μακεδονική δρυς, ανατολικός πλάτανος, μαύρη πεύκη, ελάτη, ρόμπολα είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά είδη των μεγάλων δέντρων που συναντούμε. Στα αλπικά λιβάδια του Γράμμου συναντούμε και την Γκίστοβα ή Αλπική Λίμνη στα 2.350 μ. Είναι η ψηλότερη από κάθε άλλη ορεινή λίμνη στην Ελλάδα και στην οποία ζουν τρία είδη τρίτωνα. Πλούσια είναι η πτηνοπανίδα στην περιοχή, όπου ξεχωρίζουμε 21 αρπακτικά πουλιά (σταυραετός, χρυσαετός, κιρκινέζι κλπ.) δρυοκολάπτες, πετροπέρδικα κ.ά. Επίσης συναντώνται μεγαλύτερα θηλαστικά όπως αγριόγιδο, καφέ αρκούδα, αγριογούρουνα, ζαρκάδια, ελάφια και λύγκες, λύκοι και βίδρες.

Κάθε χωριό κι άλλη ιστορία

Το Ασημοχώρι (Λισκάτσι):

Είναι χτισμένο ανάμεσα σε δύο παραπόταμους του Σαραντάπορου με το μοναδικής ομορφιάς δάσος και φημίζεται για τους μαραγκούς, οι οποίοι εξελίχθηκαν σε φημισμένους σκαλιστάδες με ειδικότητα στις κυκλικές σκάλες. Στην πλατεία του χωριού δεσπόζει το πετρόχτιστο σχολειό. Θεμελιώθηκε το 1907 και η κεντρική εκκλησία της Παναγίας που χτίστηκε το 1877.

Βούρμπιανη:

Οι κάτοικοί του ήταν επίσης ξακουστοί κτιστάδες και ξυλουργοί, που ταξίδεψαν σε όλο τον κόσμο, ενώ διακρίθηκαν και στα γράμματα. Το 1875 ιδρύεται στο χωριό ένα σχολείο, που έμελλε να γίνει πρότυπο σχολαρχείο ολόκληρης της επαρχίας Κόνιτσας. Ο επισκέπτης αξίζει να επισκεφθεί και τον Ιερό ναό της Παναγίας με το ξυλόγλυπτο τέμπλο του 16ου αιώνα. Απαραίτητη μία στάση στην κεντρική πλατεία με τον πλάτανο και τα δύο παραδοσιακά καφενεία.

Δροσοπηγή (Κάντσικο):

Ένα από τα καλύτερα διατηρημένα χωριά του Δήμου. Οι κάτοικοι ήταν κτίστες, αλλά επίσης διακρίθηκαν στην αμπελοκαλλιέργεια και στην τέχνη του βαρελά. Σήμερα ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει κοντά στη Δροσοπηγή ένα από τα λίγα γεφύρια, που σώθηκαν στο Δήμο και το μοναδικό στον άνω Σαραντάπορο πέτρινο γεφύρι της Ζέρμας.

Καστάνιανη:

Είναι από τα πιο ιδιαίτερα για την αρχιτεκτονική φυσιογνωμία τους Μαστοροχώρια. Ο επισκέπτης αξίζει να περιηγηθεί στα σοκάκια και να θαυμάσει τα πέτρινα σπίτια, τα καλντερίμια, αλλά και την κεντρική πλατεία. Αν είστε τυχεροί και πέσετε πάνω στις εκδηλώσεις του χωριού, θα νιώσετε πρωτόγνωρα. Ο επισκέπτης μπορεί να μείνει στον πέτρινο δημοτικό ξενώνα, ο οποίος διαθέτει τέσσερα δωμάτια και προσφέρει γνήσια μαστοροχωρίτικη φιλοξενία. Οι Καστανιανίτες μαστόροι ήταν ονομαστοί για την τέχνη τους στο πελέκημα και χτίσιμο της πέτρας και έργα τους υπάρχουν διάσπαρτα σε όλη την Ελλάδα.

Κεφαλοχώρι:

Είναι το πιο παραγωγικό χωριό της περιοχής με αρκετούς μόνιμους κατοίκους που σήμερα ασχολούνται κυρίως με την κτηνοτροφία. Το χωριό διαθέτει ταβέρνες, ενώ λειτουργεί ακόμα και νηπιαγωγείο και δημοτικό. Το Κεφαλοχώρι είναι ένα καινούργιο χωριό κτισμένο κοντά στην εθνική οδό, το οποίο δημιουργήθηκε το 1969, όταν οι κάτοικοι αναγκάστηκαν λόγω κατολισθήσεων να εγκαταλείψουν την παλιά Λυκόρραχη.

Λαγκάδα:

Ακόμα ένα γνωστό μαστοροχώρι, του οποίου οι κάτοικοι εργάστηκαν ως μάστορες στη Δυτική Θεσσαλία και στη Δυτική Μακεδονία και κυρίως στα αρχοντικά της Σιάτιστας. Σήμερα έχει αρκετούς μόνιμους κατοίκους, ενώ δραστηριοποιούνται και δύο μονάδες υλοτομίας και επεξεργασίας ξύλου, τέσσερις δασικοί αγροτικοί συνεταιρισμοί και αρκετές κτηνοτροφικές μονάδες.

Οξυά:

Η παλιά της ονομασία είναι Σέλτση. Οι Σελτσιώτες μαστόροι και μαραγκοί ταξίδεψαν και δούλεψαν στην Θεσπρωτία, τη Μακεδονία, την Πάτρα και την Αθήνα, στην Αλβανία, την Περσία, την Αβησσυνία και το Χαρτούμ. Η πολυάριθμη παροικία του Σουδάν πρωτοστάτησε το 1907 στην ίδρυση του Συλλόγου «Φιλεκπαιδευτική Αδελφότης Σέλτσης της Ηπείρου, ο Άγιος Νικόλαος», ο οποίος έφτιαξε ξενώνα, υδροδότησε το χωριό και έχτισε σχολείο. Στην Οξυά βρέθηκαν αρχαία αντικείμενα και διαπιστώθηκε η εγκατάσταση Δωρικών φύλων όπως έδειξαν και τα περισυλλεγέντα όστρακα χειροποίητων γεωμετρικών αγγείων του 9ου αιώνα π.Χ.

Πλαγιά (Ζέρμα):

Οι κάτοικοί της διέπρεψαν τον 17ο και 18ο αιώνα ως μαστόροι αλλά επίσης και στην αγιογραφία. Ταξίδεψαν στο Άγιο Όρος, το Αγρίνιο, τη Θεσσαλία και στην Αλβανία χτίζοντας κτίρια και εκκλησίες. Το πρόβλημα των καθιζήσεων ανάγκασε τους κατοίκους να μετεγκατασταθούν το 1979 στη σημερινή του θέση. Η μεγάλη πλατεία του καινούργιου χωριού φιλοξενεί τους καλοκαιρινούς μήνες θεατρικές και μουσικές εκδηλώσεις. Οι περισσότεροι κάτοικοι σήμερα ασχολούνται με την κτηνοτροφία, ενώ αρκετοί μετακινούνται τους χειμερινούς μήνες στη Θεσπρωτία.

Πληκάτι:

Χτισμένο στα 1.200 μ υψόμετρο στους πρόποδες του Γράμμου και μέσα σε καταπράσινο τοπίο, είναι από τα ζωντανά χωριά της περιοχής. Οι κάτοικοι που παραμένουν και τον χειμώνα ασχολούνται κυρίως με κτηνοτροφικές, γεωργικές και οικοδομικές εργασίες. Από το Πληκάτι μπορεί ο επισκέπτης να προσεγγίσει τα λιβάδια του Γράμμου και την κορυφή του, ανακαλύπτοντας την ανεπανάληπτη ομορφιά του.

Πυρσόγιαννη:

Η Πυρσόγιαννη έβγαλε μερικούς από τους πλέον ξακουστούς μαστόρους, που ταξίδεψαν σε όλη τη Βαλκανική και έφτασαν μέχρι το Αφγανιστάν. Αξίζει κανείς να περπατήσει στα καλντερίμια και να θαυμάσει τα υπέροχα και επιβλητικά πέτρινα σπίτια, καθώς και τις εκκλησίες του χωριού με τα ξυλόγλυπτα τέμπλα. Λίγο παραπάνω από το δημαρχείο, βρίσκεται ο ξενώνας του χωριού. Στο ισόγειό του λειτουργεί εστιατόριο με την οικοδέσποινα να κερνάει καφέ και υπέροχα σπιτικά γλυκά του κουταλιού. Το Μουσείο Ηπειρωτών Μαστόρων που βρίσκεται στη φάση της αποπεράτωσης θα στεγαστεί στο παλιό Δημοτικό Σχολείο. Στόχο έχει να αναδείξει τη λαϊκή αρχιτεκτονική παράδοση των Μαστοροχωρίων.

Χιονιάδες:

Είναι το μοναδικό χωριό από όλα τα Μαστοροχώρια, οι κάτοικοι του οποίου διακρίθηκαν στην τέχνη της αγιογραφίας και της ζωγραφικής. Αγιογράφησαν εκκλησίες σε όλη την Ελλάδα και στα Σκόπια, την Αλβανία και αλλού. Στην ανάδειξη του έργου τους αποσκοπεί η λειτουργία του Μουσείου Χιονιαδιτών Ζωγράφων. Το μουσείο πρόκειται να λειτουργήσει σε πετρόχτιστο κτίριο στο χωριό. Στον ανηφορικό δρόμο που οδηγεί στους Χιονιάδες αξίζει μία στάση στο μικρό πέτρινο μονότοξο γεφύρι, το οποίο χτίστηκε γύρω στα 1800.

Πουρνιά:

Η Πουρνιά είναι όμορφο χωριό με κρύα νερά και δάση οξιάς και πεύκου τριγύρω. Πηγαίνοντας στο χωριό συναντάμε τη μονότοξη πέτρινη γέφυρα. Ακριβώς από πάνω της στο κοίλωμα ενός απότομου βράχου είναι ζωγραφισμένος ο Παντοκράτορας.

Φούρκα:

Είναι ένα ορεινό βλάχικο χωριό που βρίσκεται σε υψόμετρο 1.330 – 1.410 μέτρων. Η κύρια απασχόληση των κατοίκων είναι η κτηνοτροφία. Σημαντικό από πολιτιστικής απόψεως είναι το λαογραφικό Μουσείο του χωριού, το οποίο περιέχει κυρίως παραδοσιακές στολές της Γυναίκας της Πίνδου. Το χωριό απελευθερώθηκε από τους Τούρκους στις αρχές του 1913. Αργότερα ιστορικά γεγονότα σημάδεψαν την περιοχή στη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου (1940-1941). Εκεί τραυματίστηκε ο συνταγματάρχης Δαβάκης. Στο ένδοξο χώμα της άφησε την τελευταία του πνοή ο υπολοχαγός Αλέξανδρος Διάκος. Στα βουνά της οι γυναίκες του χωριού κουβαλούσαν πολεμοφόδια στους φαντάρους που αγωνίζονταν για την λευτεριά.

Αετομιλίτσα (Ντέντσικο):

Το χωριό κατακλύζεται από όμορφα λιβάδια, καταπράσινες πλαγιές και πανύψηλα πεύκα. Βρίσκεται σε υψόμετρο 1600 μ. Χιλιάδες πρόβατα βόσκουν στις χορταριασμένες παρυφές του Γράμμου και τα τυροκομεία δουλεύουν εντατικά και βγάζουν υπέροχα τυριά.

Μη ξεχάσεις το Μολυβδοσκέπαστο:

Εθνικό και θρησκευτικό σύμβολο του Ελληνισμού, το μοναστήρι της Παναγιάς της Μολυβδοσκέπαστης, βρίσκεται στην εσχατιά της χώρας δίπλα στο φυσικό σύνορο με την Αλβανία εκεί, όπου ενώνονται οι ποταμοί Αώος, Βοϊδομάτης και Σαραντάπορος. Στο μοναστήρι, που παραμένει ζωντανό με την παρουσία τριών μοναχών, οι αγιογραφίες και το ξυλόγλυπτο τέμπλο, αλλά και η αρχιτεκτονική και διαρρύθμιση των χώρων μαρτυρούν πάνω από 250 χρόνια ιστορίας.

Τουριστικές επισκέψεις “παντός καιρού”

Όπως καταλαβαίνετε, τα χωριά αυτά δεν είναι κοσμοπολίτικα. Σε κάποια από αυτά υπάρχει ξενώνας με εστιατόριο, ενώ σε άλλα χωριά θα βρείτε καφενείο. Εκεί συνήθως μπορείτε να απολαύσετε μεζέδες μαζί με το παραδοσιακό τσίπουρο της περιοχής.

Στη Μόλιστα αξίζει να σταθείτε στην βρύση του Αγίου Νικολάου, που σας καλωσορίζει και βρίσκεται δίπλα στην εκκλησία κάτω από τις αιωνόβιες βελανιδιές. Αξίζει επίσης να δείτε την υπέροχη θέα προς τον Σαραντάπορο από την Τζιαντόρα, την κορυφή του λόφου λίγο πριν το Γαναδιό, καθώς και το Μοναστήρι των Εισοδίων της Θεοτόκου στο χωριό Μοναστήρι. Η μονή είναι απλή μονόκλιτη βασιλική με επικλινή στέγη και στην είσοδο υπάρχει επιγραφή με την ημερομηνία ανακαίνισης το 1892. Παλιότερα υπήρχε εδώ θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, η οποία όμως έχει κλαπεί εδώ και αρκετά χρόνια.

Αυτή είναι μια υπέροχη γωνιά της Ελλάδας, άγνωστη σε πολλούς, που αξίζει όμως να την επισκεφθείτε αν σας βγάλει ο δρόμος στην Ήπειρο. Ενδείκνυται για επίσκεψη και χειμώνα και καλοκαίρι, αφού ο τουρίστας μπορεί να κάνει διαφορετικές δραστηριότητες ανάλογα την εποχή.

Όπως είπα και πριν, όλες οι εποχές έχουν την ομορφιά τους. Οι εποχές όμως που κατά την προσωπική μου άποψη πρέπει να επισκεφθείτε την περιοχή, για να δείτε τη φύση στα καλύτερά της είναι τα τέλη Οκτωβρίου και τα τέλη Μαΐου. Ειδικά στα τέλη Μαΐου, αν είστε τυχεροί, θα πέσετε πάνω στα καζάνια, οπότε και οι ντόπιοι βγάζουν το τσίπουρο της χρονιάς, γεγονός που στις περισσότερες περιπτώσεις είναι αφορμή για γλέντι.

Ξενώνες και εστιατόρια μπορείτε να βρείτε στα μεγαλύτερα χωριά, καλό όμως θα είναι να τηλεφωνήσετε πρώτα. Επιπλέον, σε όλα τα καφενεία των χωριών που λειτουργούν, θα βρείτε τοπικό τσίπουρο με μεζέ, γλυκά του κουταλιού και πίτες, ενώ σε ορισμένα χωριά μπορείτε να αγοράσετε και τοπικά προϊόντα.


Κόνιτσα:

Μαγευτική και ανεξερεύνητη (Μέρος Α’)

Η Κόνιτσα είναι ένας ορεινός χώρος με την ομώνυμη κωμόπολη και τα 42 χωριά. Βρίσκεται στο πιο βόρειο σημείο του Ν. Ιωαννίνων. Συνορεύει ανατολικά με τη Δ. Μακεδονία (Ν. Καστοριάς και N. Γρεβενών) και δυτικά με την Αλβανία. Εκτείνεται από το Γράμμο μέχρι την Τύμφη και από το Σμόλικα ως τη Νεμέρτσικα. Τα βουνά αυτά, καθώς και ο ποταμός Αώος με τους παραποτάμους του, Βοϊδομάτη και Σαραντάπορο, καθορίζουν την ιστορική, την πολιτισμική και οικονομική πορεία του τόπου. Η μικρή κωμόπολη απλώνεται στην πλαγιά του βουνού Τραπεζίτσα, και φτάνει ως τον ποταμό Αώο. H πόλη έχει γύρω στους 3.000 κατοίκους και το όνομά της στα Σλάβικα σημαίνει αλογότοπος (Kόνι=άλογο, τζα=τόπος). Αναφέρεται για πρώτη φορά στοXρονικό των Iωαννίνων με αυτό το όνομα το 1380.

Μεγαλόπρεπα βουνά, εντυπωσιακές χαράδρες, πολύμορφοι γεωλογικοί σχηματισμοί, πλούσια και πυκνά δάση, ορμητικά ποτάμια, δύσβατα μονοπάτια, μικρές εύφορες κοιλάδες και ανάμεσα σε όλα αυτά η γραφική κωμόπολη της Κόνιτσας με τον κάμπο στα πόδια της και τα πολυάριθμα χωριά στις πλαγιές των μεγάλων βουνών της Βόρειας Πίνδου, συνθέτουν το πολύμορφο τοπίο του Δήμου Κόνιτσας.

Η Κόνιτσα απέχει από τα Γιάννενα 64 χλμ, και 40 λεπτά από το Αεροδρόμιο. Η συγκοινωνία με την πρωτεύουσα της Ηπείρου γίνεται με τα λεωφορεία του ΚΤΕΛ και είναι τακτική και άνετη. Η απόσταση από την Αθήνα είναι 550 χλμ και τη Θεσσαλονίκη 350 χλμ. Η σύνδεση με τη Μακεδονία και τη Θεσ/νίκη γίνεται μέσω της εθνικής οδού Ιωαννίνων – Κοζάνης, η οποία στο ύψος της Νεάπολης συναντά την Εγνατία οδό.

Η οικονομία της Κόνιτσας βασίζονταν παραδοσιακά περισσότερο στην γεωργία παρά στην δασοκομία. Ο αγροτικός τομέας εντούτοις είχε παρακμάσει σταθερά από το 1970 μέχρι σήμερα γεγονός, που ωθούσε τον πληθυσμό σταθερά σε επαγγέλματα του τριτογενή τομέα. Ο κλάδος της οικοδομικής δραστηριότητας αναπτύχθηκε σταθερά, ενώ γνώρισε έκρηξη μετά τον σεισμό του 1996 στην περιοχή, ανάπτυξη που υποβοηθήθηκε και από την αθρόα προσέλευση μεταναστών από τη γειτονική Αλβανία, που προσέφεραν άφθονα εργατικά χέρια στον κλάδο των κατασκευών.

H πόλη του καγιάκ

Η Κόνιτσα θεωρείται η πόλη του καγιάκ και προσφέρει τη δυνατότητα όλο το χρόνο να απολαύσει κάποιος το άθλημα αυτό, αλλά και το ράφτιγκ, την ορειβασία, το αλεξίπτωτο πλαγιάς, την πεζοπορία, το ποδήλατο βουνού. Οι περιπατητές θα χαρούν την ανάβαση και την περιπέτεια στα βουνά του Σμόλικα, του Γράμμου, της Τύμφης. Θα χαρούν τις μυθικές Δρακόλιμνες, την πορεία στη Χαράδρα του Βοϊδομάτη μέσα στον πυρήνα του Εθνικού Δρυμού Βίκου Αώου, την πορεία στη Χαράδρα του Αώου και στη Μονή Στομίου, την κοντινή ανάβαση στον Αϊ Θανάση ή τον Προφήτη Ηλία, που αγναντεύει όλο το τοπίο μέχρι τα αλβανικά σύνορα. Μπορεί να αποδράσει στα πανέμορφα χωριά της Κόνιτσας, αλλά και στα κοντινά Ζαγοροχώρια. Μπορεί να επισκεφτεί την περιοχή Μπουραζανίου, να δει την ιστορική Μεσογέφυρα, ανατιναγμένη την 28η Οκτωβρίου 1940, να προσκυνήσει στη Μονή Μολυβδοσκέπαστης. Μπορεί ακόμη να κολυμπήσει στα ιαματικά νερά των Καβασίλων, να ιαθεί στα ατμόλουτρα του Αμαράντου.

Σημαντικές Μονές της περιοχής

Μονή Ζέρμας: Πρόκειται για ένα από τα παλιότερα μοναστήρια της Ηπείρου. Σήμερα, σώζονται το καθολικό, η ωραία μαρμάρινη πύλη με τις ανάγλυφες διακοσμήσεις και μερικοί τοίχοι των κελιών της. Το καθολικό της, τρίκλιτη βασιλική με τρεις τρούλους, είναι μοναδικό στην Ήπειρο, ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής, με ξεχωριστές τοιχογραφίες. Κατά την παράδοση η Μονή κτίστηκε από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Πωγωνάτο (668 – 685 μ.Χ.), στη γειτονική θέση Παλαιομονάστηρο. Τη σημερινή της μορφή η Μονή απέκτησε κατόπιν ανακαίνισης το 1656.

Μονή Παναγίας Κλαδορμής: Το μοναστήρι βρίσκεται μιάμιση ώρα πεζοπορία από το χωριό της Φούρκας και σε υψόμετρο 1450 μ. Το ψηλότερο κτίσμα του είναι το ηγουμενείο, το οποίο μοιάζει σαν πύργος με είσοδο στενή και χαμηλή. Στη δυτική πλευρά του μοναστηριού είναι το χαμηλό κωδωνοστάσι, η καμπάνα του οποίου χρονολογείται από το 1863, όταν και κτίστηκε το μοναστήρι.

Μονή Ταξιαρχών Γκούρας: Σε απόσταση 2 χλμ, δυτικά από το Αηδονοχώρι και πάνω σε μια χαρακτηριστική βραχώδη και οχυρή τοποθεσία, βρίσκεται η Μονή Ταξιαρχών Γκούρας,. Η Μονή χτίστηκε στην σημερινή της θέση τον 16ο αιώνα και έχει υπέροχη θέα προς την σμίξη των ποταμών Αώου και Σαραντάπορου, καθώς και στην γύρω περιοχή. Υπήρξε μια από τις περισσότερο σημαντικές και πλούσιες μονές της Ηπείρου με μετόχια στη Ρουμανία. Για αιώνες το μοναστήρι υπήρξε το θρησκευτικό και πνευματικό κέντρο της περιοχής και βοήθησε ποικιλοτρόπως τους κατοίκους των γύρω χωριών σε δύσκολες εποχές. Το καθολικό της Μονής, αφιερωμένο στους Ταξιάρχες, καταστράφηκε ολοσχερώς από τους Τούρκους το 1829. Οι προσπάθειες επανακατασκευής του εκ βάθρων, την περίοδο 1854 – 1857, δεν απέδωσαν καρπούς και έτσι διακρίνονται σήμερα μόνο τα θεμέλια του ναού πάνω σε έναν χαρακτηριστικό ογκώδη βράχο. Σώζεται όμως λίγο πιο πέρα το παρεκκλήσι του Αγίου Χαράλαμπους, που χρονολογείται από τον 17ο αιώνα και έχει αξιόλογες μισοκατεστραμένες αγιογραφίες. Κάτω από το ιερό του ναού υπάρχει θολωτή κρύπτη, βάθους 2 μέτρων, όπου μπορούν να χωρέσουν λίγες δεκάδες άτομα. Στο παρεκκλήσι του Αγίου Χαραλάμπους λαμβάνουν χώρα οι ακολουθίες όταν η Μονή εορτάζει. Η Μονή περικλύεται από ψηλά τείχη, αποκτώντας έτσι φρουριακό χαρακτήρα, ενώ στον περιβολό της, εκτός από τα κελιά των μοναχών, υπήρχαν εργαστήρια και σχολείο που λειτουργούσε από τον 16ο αιώνα. Η Μόνη πανηγυρίζει στις 8 Νοεμβρίου (εορτή των Ταξιαρχών) και στις 10 Φεβρουάριου (εορτή του Αγίου Χαραλάμπους).

Μονή Παναγίας Στομίου: Σε μια από τις πιο εντυπωσιακές τοποθεσίες της χώρας μας, στη χαράδρα του Αώου, ανάμεσα στις απότομες πλαγιές της Τύμφης (υψ. 2497 μ) και της Τραπεζίτσας (υψ. 2024 μ) βρίσκεται η Μονή της Παναγιάς Στομίου. Η αρχική θέση του μοναστηριού, που ιδρύθηκε το 1442, βρίσκεται στις απέναντι πλαγιές της Τραπεζίτσας, όπου και διασώζεται η ονομασία «Παλιομονάστηρο». Στη σημερινή του θέση, σε μια υπερυψωμένη έξαρση των χαμηλότερων υψομέτρων των πλαγιών της Τύμφης, μεταφέρθηκε από τον ηγούμενο Κωνσταντίνο, το 1774. Από τη σχεδόν ολοκληρωτική καταστροφή της Μονής από το Γερμανικό στρατό το 1943, διασώθηκε μόνο ο ναός. Η Μονή Στομίου αποτελεί σήμερα ενεργό ανδρικό μοναστήρι. Έχει 11 νεόκτιστα κελιά με βοηθητικούς χώρους κι ένα μικρό καθολικό σταυροειδούς τύπου με τρούλο. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το τέμπλο με αρκετές βυζαντινές εικόνες και τα λείψανα πολλών αγίων, που μεταφέρθηκαν στη μονή από το Παλαιομονάστηρο. Η επίσκεψη στη μονή γίνεται μόνο με πεζοπορία 2 ωρών από τη γέφυρα της Κόνιτσας. Το μοναστήρι πανηγυρίζει στης 8 Σεπτεμβρίου όπου εκατοντάδες προσκυνητές συρρέουν από την Κόνιτσα και την ευρύτερη περιοχή.

Μονή Αγίων Αναργύρων:  Σε απόσταση πεζοπορίας 1,30 ώρας από τη γέφυρα της Κλειδωνιάβιστας, κοντά στο κεντρικό μονοπάτι που διασχίζει το φαράγγι, είναι κτισμένη από το 1658 η μονή Αγίων Αναργύρων. Σήμερα από τη μονή σώζεται μόνο το καθολικό της, περιτριγυρισμένο από χαλάσματα, με περίτεχνο τέμπλο και ωραίες τοιχογραφίες. Το μοναστήρι έχει χαρακτηρισθεί ιστορικό διατηρητέο μνημείο. Την ημέρα της εορτής των Αγίων Αναργύρων Κοσμά & Δαμιανού (1 Ιουλίου) γίνεται λειτουργία και ακολουθεί γραφικό παραδοσιακό γλέντι στην όχθη του Βοϊδομάτη κάτω από τα αιωνόβια πλατάνια.

Μονή Στράτσιανης: Σε απόσταση 20 λεπτών από το χωριό, ανηφορικό μονοπάτι οδηγεί στα ερείπια της Μονής Αγ. Τριάδας Στράτσιανης, η οποία δυστυχώς καταστράφηκε ολοσχερώς γύρω στα 1930. Κοντά στο μοναστήρι υπάρχει εικονοστάσι και πηγή. Το τέμπλο και οι εικόνες της μονής βρίσκονται στην κεντρική εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στο χωριό. Στη βορειοδυτική πλευρά του γκρεμισμένου καθολικού κτίστηκε, το 1910, ο ναός της Αγίας Τριάδας, στον οποίο φιλοξενούνται περίτεχνες εικόνες και αγιογραφίες.

Μονή Εισοδίων Θεοτόκου: Βρίσκεται σε δασωμένη περιοχή λίγο πιο πάνω από το χωριό Μοναστήρι και φτάνει κανείς εκεί ακολουθώντας αριστερή διακλάδωση του κεντρικού δρόμου, λίγο πριν την είσοδο του χωριού. Στη Μονή, που είναι αφιερωμένη στα Εισόδια της Θεοτόκου, οδηγεί επίσης και μονοπάτι από το κέντρο του χωριού. Η Μονή -σύμφωνα με εντοιχισμένη πλάκα- χτίστηκε το 1672, σε διαφορετική θέση από τη σημερινή, στην οποία και ξανακτίστηκε εκ βάθρων με τη σημερινή της μορφή το 1819. Σήμερα, διακρίνουμε το καθολικό, το διπλό καμπαναριό στην είσοδο, τους παλιούς στάβλους, τα διώροφα κελιά, όπου έμεναν μοναχοί μέχρι το 1975 και τα οποία σήμερα χρησιμεύουν ως ξενώνες για τους προσκυνητές, καθώς κι ένα μικρότερο κτίριο που ονομάζεται «του Τούρκου η κρεββάτα» και είναι αφιέρωμα ενός Μουσουλμάνου μπέη. Το καθολικό είναι μονόκλιτη βασιλική, με δύο πόρτες και γυναικωνίτη. Στον κύριο ναό σώζονται δύο πέτρινα μανουάλια του 1831, ξυλόγλυπτο τέμπλο και σπάνιες εικόνες. Δυσάρεστο γεγονός αποτελεί η αρπαγή από το μοναστήρι των οστών αγίων και οσίων. Σε έκτακτες ανάγκες (ξηρασία, ασθένειες) γινόταν περιφορά στο χωριό της θαυματουργής εικόνας της Παναγίας. Η Μονή γιορτάζει στις 21 Νοεμβρίου, με πανηγυρική λειτουργία.

Εθνικό Πάρκο Βορείου Πίνδου

Στο Εθνικό Πάρκο της Βόρειας Πίνδου περιλαμβάνεται το μεγαλύτερο μέρος της ομώνυμης οροσειράς. Έχει έκταση περίπου 2000 τ.χλμ. Θεσμοθετήθηκε το 2005, σαν αποτέλεσμα της ένωσης των δύο προϋπάρχονταν Εθνικών Δρυμών, του Βίκου-Αώου και της Πίνδου (Βάλια Κάλντα), που βρίσκονται ο μεν πρώτος στα δυτικά, ο δε δεύτερος στα ανατολικά του σημερινού Εθνικού Πάρκου. Εκτός από τις παραπάνω προστατευμένες περιοχές, στο Εθνικό Πάρκο περιέχονται άλλες 7 περιοχές του δικτύου Natura 2000, ορισμένες από τις οποίες βρίσκονται στην Κόνιτσα (Σμόλικας, Βασιλίτσα) και οι υπόλοιπες σε γειτονικές περιοχές.

Σκοπός της ίδρυσης του Εθνικού Πάρκου είναι η προστασία και η ορθή διαχείριση των οικοσυστημάτων, των οικοτόπων, καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας σε συνδυασμό με την ήπια ανάπτυξη των τοπικών κοινωνιών που περιλαμβάνονται σε αυτό. Το Εθνικό Πάρκο περιλαμβάνει περιοχές των Νομών Ιωαννίνων και Γρεβενών. Στα μεγάλα ορεινά συγκροτήματα του Εθνικού Πάρκου συγκαταλέγονται ο Σμόλικας και ο Κλέφτης, η Βασιλίτσα και τα παρακλάδια της Τσούργιακας και Όρλιακας, τα όρη του Λύγκου και η ευρύτερη περιοχή της Βάλια Κάλντα, η Τύμφη με τις δυό χαράδρες του Βίκου και του Αώου, η Τραπεζίτσα, τα βουνά του Κεντρικού και Ανατολικού Ζαγορίου και το Μιτσικέλι. Ολόκληρο το νοτιοανατολικό τμήμα της ευρύτερης περιοχής της Κόνιτσας (Σμόλικας, Βασιλίτσα, Τραπεζίτσα, Τύμφη, κοιλάδα και χαράδρα Αώου, φαράγγι Βοιδομάτη) περιέχεται στο Εθνικό Πάρκο της Βόρειας Πίνδου. Στο Εθνικό Πάρκο περιέχονται εκτάσεις από το Δήμο Κόνιτσας και την Κοινότητα Διστράτου.

Το Εθνικό Πάρκο συγκροτείται από 4 διακριτές ζώνες διαβαθμισμένης προστασίας: τη ζώνη Προστασίας της Φύσης, τη Ζώνη Διατήρησης Οικοτόπων και Ειδών, την καθαυτού ζώνη του Εθνικού Πάρκου και την Περιφερειακή Ζώνη. Όσον αφορά την ευρύτερη περιοχή της Κόνιτσας, στη ζώνη Προστασίας της Φύσης περιέχεται η χαράδρα του Αώου και το φαράγγι του Βοϊδομάτη, στη ζώνη διατήρησης οικοτόπων και ειδών περιέχεται το υπόλοιπο τμήμα της οροσειράς της Τύμφης και της Τραπεζίτσας, καθώς και οι μεγάλες κορυφές του Σμόλικα. Τα υπόλοιπα τμήματα του Εθνικού Πάρκου περιέχονται στις περισσότερο χαλαρές ζώνες του Εθνικού Πάρκου.

Χαράδρα Αωού

Εκεί που οι νότιες πλαγιές της Τραπεζίτσας και του Ροϊδοβουνίου σμίγουν με τις βορειοδυτικές πλαγιές της Τύμφης, σχηματίζεται η μεγαλειώδης χαράδρα του ποταμού Αώου.Στην περιοχή της χαράδρας υπάρχουν ποικίλοι τύποι δασικών οικοσυστημάτων από μακία και παραποτάμια δάση μέχρι οξυές και ρόμπολα. Πολλά μικρά ποτάμια και καταρράκτες κυλούν από τους γκρεμούς προς τον Αώο. Η υψομετρική διαφορά από το ποτάμι ως τις κορυφές αγγίζει τα 2000 μ. Το μήκος της χαράδρας είναι συνολικά 8 χιλιόμετρα, ξεκινά από τη μονότοξη γέφυρα του Αώου (1870) και καταλήγει δυτικά του δρόμου Παλαιοσελίου – Βρυσοχωρίου. Το πλάτος της κυμαίνεται από 300 μέτρα ως 2,5 χιλιόμετρα.

Στο ύψος του καταρράκτη του Γράβου βρίσκεται η ιστορική Μονή Στομίου, κτισμένη το 1774. Μονοπάτι από το Βρυσοχώρι ανεβαίνει προς τις κορυφές της Τύμφης μέσω του διασέλου του Καρτερού. Άλλο μονοπάτι ανεβαίνει από το γεφύρι της Κόνιτσας ως τη Μονή Στομίου και συνεχίζει ως τη δρακόλιμνη και την κορυφή Γκαμήλα. Ο ποταμός Αωός είναι γενικά από τους δημοφιλείς προορισμούς για κανό – καγιάκ και ράφτινγκ (προσφέρει διαφορετικά επίπεδα δυσκολίας ανάλογα το τμήμα του ποταμού).


Κόνιτσα:

Μαγευτική και ανεξερεύνητη (Μέρος Β’)

Η Κόνιτσα καταλαμβάνει το βορειοδυτικό τμήμα της περιφέρειας Ηπείρου και καλύπτει μια επιφάνεια 1.000 τ.χλμ περίπου. Στα βορειοδυτικά κυριαρχεί ο ορεινός όγκος του Γράμμου, που αποτελεί το φυσικό όριο της ευρύτερης περιοχής της Κόνιτσας με το Νομό Καστοριάς και την Αλβανία. Στο κέντρο και στα ανατολικά δεσπόζει το δεύτερο σε ύψος βουνό της Ελλάδας, ο Σμόλικας και λίγο πιο πέρα στέκει η Βασιλίτσα, χωρίζοντας την Ήπειρο από τη Δυτική Μακεδονία. Στα νοτιοανατολικά βρίσκεται η μεγαλόπρεπη χαράδρα του Αώου, που σχηματίζεται ανάμεσα από την Τραπεζίτσα και την απόκρημνη Τύμφη, αποτελώντας το όριο της ευρύτερης περιοχής της Κόνιτσας με το διπλανό Ζαγόρι. Τέλος στα νότια στέκεται ο επιβλητικός ορεινός όγκος της Νεμέρτσικας και του γειτονικού Δούσκου.

Ανάμεσα από τα πανέμορφα και συνάμα άγρια αυτά βουνά κυλούν ορμητικά τα νερά τριών μεγάλων ποταμών και πλήθους παραποτάμων τους. Οι τρεις μεγάλοι ποταμοί: Αώος, Βοϊδομάτης και Σαραντάπορος, ενώνονται στον κάμπο της Κόνιτσας και των γύρω χωριών και ως ένας ποταμός πλέον, Αώος, κατευθύνουν βιαστικά τα νερά τους για τις ακτές της Αδριατικής, διαμέσου της Αλβανίας.

Η ποικιλομορφία του φυσικού περιβάλλοντος της ευρύτερης περιοχής της Κόνιτσας αντανακλάται σχεδόν ξεκάθαρα στα χαρακτηριστικά και στις συνήθειες των ανθρώπων που από αρχαιοτάτων χρόνων κατοικούν εδώ, συνθέτοντας ένα μωσαϊκό από 47 οικισμούς, οι οποίοι μοιράζονται σε 41 δημοτικά διαμερίσματα. Ο Δήμος της Κόνιτσας, απαρτίζεται από τέσσερις διακριτές ανθρωπογεωγραφικές ενότητες με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά η κάθε μία, όπου κυρίαρχο ρόλο παίζει –όπως άλλωστε και στο παρελθόν- η ίδια η πόλη της Κόνιτσας. Οι ενότητες αυτές είναι οι εξής: στα νότια η πόλη της Κόνιτσας και τα γύρω από τον κάμπο της χωριά, στα ανατολικά τα χωριά της λάκκας Αώου, στα βορειοδυτικά τα μαστοροχώρια και στα μεγάλα υψόμετρα των βουνών τα βλαχοχώρια.

Αναπόσπαστο τμήμα του Δήμου της Κόνιτσας είναι τα Μαστοροχώρια, που βρίσκονται κατά μήκος της κοιλάδας του Σαραντάπορου. Πρόκειται για χωριά που οι κάτοικοί τους, εξειδικεύτηκαν στην τέχνη της οικοδομικής και άλλων παρεμφερών επαγγελμάτων. Ορισμένα από τα χωριά επιδόθηκαν συλλογικά σε κάποιες δραστηριότητες με τέτοια επιτυχία, ώστε τελικά να ταυτίζονται ιστορικά μ’ αυτές. Οργανωμένοι σε ομάδες, τα ονομαζόμενα μπουλούκια, οι περισσότεροι άντρες των χωριών αυτών ταξίδευαν σε όλη τη σημερινή Ελλάδα, τις γύρω περιοχές και κράτη και ακόμα μακρύτερα φτάνοντας μέχρι την Αμερική, το Κογκό, την Αβησσυνία, το Σουδάν και την Περσία. Ορισμένοι από αυτούς και περισσότερο, όσοι κατάγονταν από τα χωριά Γοργοπόταμος και Χιονιάδες, εξειδικεύονταν στην τέχνη της ξυλογλυπτικής και της ζωγραφικής αντίστοιχα και συμπλήρωναν τα έργα των μαστόρων στολίζοντας εκκλησιές με τέμπλα και αγιογραφίες και σαράγια κι αρχοντικά με ξυλόγλυπτα και περίτεχνες τοιχογραφίες.

Το απαράμιλλο και πλούσιο φυσικό περιβάλλον, οι γραφικοί οικισμοί, τα διάσπαρτα μνημεία, οι άνθρωποι με τον ανοιχτό χαρακτήρα τους και η πλούσια παράδοση με όλες τις εκφάνσεις της καθιστούν την ευρύτερη περιοχή της Κόνιτσας έναν από τους περισσότερο προσφιλείς προορισμούς των Ελλήνων και ξένων περιηγητών. Ο πραγματικός πληθυσμός του Δήμου ανέρχεται στους 9.294 κατοίκους (απογραφή 2001), 5ος μεγαλύτερος δήμος του Νομού Ιωαννίνων. Ο δε μόνιμος πληθυσμός το 2001 ανέρχεται σε 7.648 κατοίκους και σύμφωνα με τα προσωρινά αποτελέσματα της Απογραφής Πληθυσμού του 2011, μειώθηκε στους 6.390 κατοίκους.

Με βάση τα στοιχεία των απογραφών από το 1951 – 2001, ο πληθυσμός του Δήμου έχει μειωθεί κατά 1/3 ενώ κατά το ίδιο διάστημα ο πληθυσμός του Νομού έχει αυξηθεί κατά 11% περίπου. Η μεγάλη μείωση του πληθυσμού πραγματοποιήθηκε την δεκαετία του 1960, την περίοδο της έντονης μετανάστευσης προς τα αστικά κέντρα και το εξωτερικό: Από 14.405 κατοίκους το 1961, ο πληθυσμός του δήμου στην επόμενη απογραφή του 1971 ανήλθε στους 10.037 κατοίκους σημειώνοντας μείωση της τάξης του 30% ενώ κατά την ίδια περίοδο ο πληθυσμός του νομού μειώθηκε κατά 13%. Σε πολλά χωριά του δήμου, η μείωση ήταν της τάξης του 50-60%.

Η γήρανση του πληθυσμού αποτελεί ίσως το πιο σημαντικό πρόβλημα για το Νομό Ιωαννίνων και για την Ήπειρο, το οποίο είναι πολύ πιο έντονο για την περιοχή του Δήμου Κόνιτσας. Τα ποσοστά του πληθυσμού των ηλικιών 0 – 14 και 15 – 29 ετών (11% και 18,2% αντίστοιχα) είναι πολύ χαμηλότερα από τα αντίστοιχα του Νομού (13,5% και 23,1% αντίστοιχα). Αντίθετα, το ποσοστό των ηλικιακών ομάδων 45 – 64 και ιδίως άνω των 65 (25,6% και 26,9% αντίστοιχα) είναι σαφώς υψηλότερα (24,2% και 19,3%).

Ακολουθώντας την γενική τάση της χώρας, ο πρωτογενής τομέας έχει αποδυναμωθεί σε όφελος του τριτογενούς τομέα. Το ποσοστό των απασχολούμενων στον Δήμο στον πρωτογενή τομέα μειώθηκε από 27,9% σε 22,6% – αντίθετα, τα αντίστοιχα ποσοστά για τον τριτογενή τομέα διαμορφώθηκαν σε 44,5% και 49,4%. Ειδικότερα, οι κλάδοι που συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο τμήμα του οικονομικά ενεργού πληθυσμού του Δήμου, κατά την τελευταία απογραφή, είναι η γεωργία-κτηνοτροφία-θήρα-δασοκομία (24,2%), οι κατασκευές (16,2%) και η δημόσια διοίκηση και άμυνα, υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση (10,9%).

Ιστορία

Το έντονο γεωγραφικό ανάγλυφο και ο ρους των ποταμών Αωού, Βοϊδομάτη και Σαραντάπορου καθορίζει την ιστορική και πολιτισμική πορεία του τόπου, ενώ η ανθρώπινη δραστηριότητα ευνοείται από την ύπαρξη δασών, λιβαδιών στα υψίπεδα, πεδινών εκτάσεων, συνεχούς ροής νερού, παραποτάμιας βλάστησης και πλούσιας πανίδας.

Πόλη με την ονομασία Κόνιτσα δεν απαντάται στις αρχαίες και βυζαντινές πηγές μέχρι τα τέλη του 14ου αιώνα. Τα λιγοστά στοιχεία που δείχνουν ανθρώπινη δραστηριότητα στη θέση Παλαιογορίτσα κατά την ρωμαϊκή και παλαιοχριστιανική περίοδο, μειώνουν τις πιθανότητες κατοίκησης στη θέση της σημερινής πόλης τουλάχιστον κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο, αν και δεν αποκλείεται η χρήση του Κάστρου ήδη από την Ρωμαιοκρατία.

Νέα στοιχεία προέκυψαν για την ιστορία της Κόνιτσας μετά την σημαντική αποκάλυψη μέσα στον οικισμό, όταν κατά τη διάρκεια εκσκαφών βρέθηκαν δυο κιβωτιόσχημοι τάφοι, δυο χάλκινα όπλα και ένα αγγείο. Τα ευρήματα χρονολογούνται από την ΙΒ’ Εφορία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Ιωαννίνων στην Πρώιμη εποχή του Σιδήρου (1100 – 900 π.Χ.) και σχετίζονται με τα σημαντικά ευρήματα του μολοσσικού νεκροταφείου του Λιατοβουνίου..

Είναι η πρώτη φορά που έρχονται στο φως τόσο σημαντικές αρχαιότητες μέσα στην πόλη της Κόνιτσας, γεγονός που αλλάζει τα μέχρι τώρα δεδομένα για το παρελθόν της πόλης, το οποίο μετατίθεται, με στοιχεία πλέον, πολλούς αιώνες πίσω.

Για πρώτη φορά η Κόνιτσα αναφέρεται με την σημερινή της ονομασία στο Χρονικό των Ιωαννίνων. Η αναφορά σχετίζεται με την οχύρωση του Κάστρου της στα 1380 από τον «Δεσπότη» των Ιωαννίνων Θωμά Πρελούμπο, που το ενισχύει για να αντιμετωπίσει τις επιδρομές του αρνησίθρησκου τοπάρχη Ισαήμ από το Λεσκοβίκι. Την υστεροβυζαντινή περίοδο στην Κόνιτσα υπάρχουν τουλάχιστον δύο οικισμοί, ο ένας στη θέση Λάκα κάτω από το Κάστρο και ο δεύτερος ψηλότερα στη θέση Παλαιοχώρι, όπου σήμερα βρίσκεται η αγορά και η πλατεία.

Αν και δεν παραδίδεται άμεσα από τις πηγές, πιστεύεται ότι η πρώτη κατά ληψη της πόλης από τους Τούρκους έγινε στα τέλη του 14ου αιώνα, ενώ η οριστική της μαζί με των Ιωαννίνων το 1430 ή και λίγο νωρίτερα. Οι Οθωμανοί εκτιμώντας τη γεωστρατηγική θέση της δημιουργούν το Βιλαέτι της Κόνιτσας, που περιελάμβανε όλη την ευρύτερη περιοχή, υπαγόμενη στο Σαντζάκι των Ιωαννίνων.

Η εγκατάλειψη των κοντινών οικισμών, όπως τα Σέρβινα και η Παλιά Γορίτσα, μετά την κατάκτηση από τους Τούρκους, ευνοεί την ανάπτυξη της Κόνιτσας, η οποία συγκεντρώνει τον αγροτικό πληθυσμό της γύρω περιοχής και αρχίζει να εξελίσσεται σε γεωργοκτηνοτροφικό και εμπορικό κέντρο. Η εκχώρηση προνομίων σε πλούσιες οικογένειες της πόλης ήταν συνέπεια της προσχώρησής τους στον ισλαμισμό.

Τον 16ο αιώνα ιδρύονται στην Κόνιτσα δύο μεγάλα τζαμιά. Το τζαμί «Χουσείν Σιάχ» (κατεδαφίστηκε στη δεκαετία του 1920), που χτίστηκε σύμφωνα με την παράδοση στα 1500 από τον Σουλτάνο Βαγιαζήτ τον Β’ και το τζαμί «Σουλτάν Σουλεϊμάν», που σώζεται ερειπωμένο στη θέση Λάκα. Ιδρυτής του θεωρείται ο Σουλτάνος Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής (1494-1566).

Τον 17ο αιώνα διαδίδεται στην περιοχή, μέσω των εξισλαμισμένων Αλβανών, η αίρεση των Μπεκτασήδων, που βρήκε στους μουσουλμάνους της Κόνιτσας πρόσφορο έδαφος. Ιδρύονται αρκετοί τεκέδες, που ήταν μουσουλμανικά μοναστήρια δερβίσηδων και στο συγκρότημά τους περιλαμβάνονταν τουρμπέδες (μαυσωλεία), χώροι τελετουργιών και κελιά. Στην Κόνιτσα σώζονται σήμερα μόνο τέσσερις τουρμπέδες, δηλαδή μαυσωλεία που χτίζονταν πάνω από τάφους σημαντικών μορφών και επιφανών κληρικών.

Το β’ μισό του 17ου αιώνα κάτοικοι της Διπαλίτσας (Μολυβδοσκέπαστη) και της Οστανίτσας (Αηδονοχώρι), διωγμένοι από αλβανικά φύλα, εγκαθίστανται στην ασφαλέστερη Κόνιτσα, η οποία συνεχίζει να ακμάζει αφού στα τέλη του 17ου αιώνα είχε υποδιοικητή (Μουσελίμη) και ιεροδικαστή (Καδή). Την έντονη παρουσία και υπεροχή του ελληνικού στοιχείου στην πόλη δηλώνει η λειτουργία ελληνικού σχολείου τουλάχιστον από τις αρχές του 18ου αιώνα και η συχνή παρουσία εδώ του Επισκόπου Βελλάς.

Η κυριαρχία του Αλή Τεπελενλή Πασά των Ιωαννίνων, στα τέλη του 18ου αιώνα και στις αρχές του 19ου αιώνα επιβάλλει ηρεμία στην περιοχή και ευνοεί την περαιτέρω ανάπτυξη της Κόνιτσας. Αντιφατική προσωπικότητα ο Αλής, πέρα από τις θηριωδίες του, προστάτευσε τα γράμματα, τις τέχνες, το εμπόριο και πραγματοποίησε μεγάλο οικοδομικό έργο. Στην Άνω Κόνιτσα σώζεται ερειπωμένο το αρχοντικό, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε η μητέρα του Χάμκω, κόρη του Ζεϊνέλ – Μπέη. Την ίδια περίοδο χτίζονται μεγάλα αρχοντικά από τους περίφημους ντόπιους μαστόρους, σύμφωνα με την λιτή αρχιτεκτονική παράδοση του τόπου, με ελαφρώς διαφοροποιημένα χαρακτηριστικά σε σχέση με αυτά της περιοχής Ζαγορίου.

Ο ναός των Αγίων-Αποστόλων στη Λάκα και ο Μητροπολιτικός ναός του Αγίου Νικολάου είναι οι μόνοι που σώζονται εντός του οικισμού από την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Ο πρώτος ανακαινίστηκε στα 1791, στο εσωτερικό του όμως σώζονται από παλαιότερες φάσεις δύο στρώματα τοιχογραφιών και φορητές εικόνες, που χρονολογούν το μνημείο τουλάχιστον δύο αιώνες νωρίτερα. Ο Μητροπολιτικός ναός χτίστηκε στα 1842 στον τύπο της τρίκλιτης θολωτής Βασιλικής. Οι φορητές εικόνες του Τέμπλου και αρκετές στον υπόλοιπο ναό είναι έργα Χιοναδιτών ζωγράφων από το β’ μισό του 19ου αιώνα. Πολλές από αυτές φιλοτεχνήθηκαν «δια συνδρομής και εξόδων» του Ιερομόναχου Χρύσανθου Λαενά.

Στα 1870 – 71 χτίζεται το μονότοξο γεφύρι του Αώου από συνεργείο του πρωτομάστορα Ζιώγα Φρόντζου από την Πυρσόγιαννη.

Η Κόνιτσα απελευθερώθηκε τον Φεβρουάριο του 1913. Με την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1925, οι περισσότερες μουσουλμανικές οικογένειες της Κόνιτσας μετανάστευσαν στην Τουρκία και στη θέση τους εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες από την Καππαδοκία. Το 1940 – 41 δέχεται επίθεση από τους Ιταλούς και ταυτόχρονα επιδρομές Αλβανοσυμμοριτών, ενώ πλήρωσε ακριβό τίμημα στον εμφύλιο πόλεμο όπου αφανίστηκαν ολόκληρες οικογένειες.

Νερόμυλοι

Νερόμυλος Μπουραζανίου: Ο νερόμυλος του Μπουραζανίου ανήκει στο Δημοτικό Διαμέρισμα Αηδονοχωρίου του Δήμου Κόνιτσας και βρίσκεται στα ΒΔ του νομού Ιωαννίνων κοντά στα ελληνοαλβανικά σύνορα. Μέσα σ ένα εξαιρετικό φυσικό τοπίο με πλούσια βλάστηση και πολλές πηγές που καταλήγουν στον ποταμό Αωό, ο νερόμυλος Μπουραζανίου έχει συνδέσει την ιστορία του με τις κοινωνικοοικονομικές εκφάνσεις της ζωής των κατοίκων του Αηδονοχωρίου και της γύρω περιοχής. Στον εν λειτουργία νερόμυλο και νεροτριβή στο Μπουραζάνι μπορείτε να παρατηρήσετε τον μηχανισμό και την λειτουργία της μυλόπετρας, τη χρήση της νεροτριβής, του μαντανιού, καθώς επίσης την λειτουργία της γεννήτριας παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος. Όλα αυτά με την παρουσία του τρεχούμενου νερού ως κινητήριος δύναμη.

Νερόμυλος Καπέτη:  Νερόμυλος Βυζαντινού ή ανατολικού τύπου που  κτίστηκε το 1846. Είναι βυζαντινού ή ανατολικού τύπου, χτισμένος σε πλαγιά ώστε να εκμεταλλεύεται την δύναμη του νερού κατά την πτώση του. Η φτερωτή είναι οριζόντια. Λειτουργούσε μέχρι τα τέλη του ’70. Σήμερα μετά την επισκευή του μπορεί να προσφέρει και πάλι τις υπηρεσίες του.

Νεροπρίονο: Στο χωριό Άρματα Κονίτσης, διατηρείται αναστηλωμένο ένα παλιό υδροπρίονο (νεροπρίονο), μια από τις ελάχιστες παρόμοιες κατασκευές που διασώζονται ακόμη στην Ελλάδα. Η κατασκευή αυτή, εκμεταλλευόμενη τη δύναμη του νερού κόβει τους κορμούς των δέντρων. Επίσης δίπλα από το νεροπρίονο κατασκευάστηκε και μια νεροτριβή, που χρησιμοποιείται για το πλύσιμο των ρούχων και των σκεπασμάτων.

Παλιά κτίρια της περιοχής

Αναγνωστοπούλειος Γεωργική Σχολή: Βρίσκεται στα βορειοδυτικά της πόλης, στο κέντρο ενός εκτεταμένου αγροκτήματος, που σήμερα σε ένα μεγάλο μέρος του έχει φυτευτεί αμπελώνας. Χτίστηκε το 1925 με δαπάνες και σύμφωνα με τη διαθήκη του εκ Παπίγκου Ζαγορίου μεγάλου ευεργέτη παγκόσμιας εμβέλειας Μιχαήλ Αναγνωστόπουλου (1838 – 1906), ο οποίος διετέλεσε για πολλά έτη διευθυντής της Σχολής Κωφαλάλων Perkins στη Βοστώνη των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Πρόκειται για ένα εντυπωσιακό πέτρινο κτίριο με λειτουργικούς χώρους και σπουδαία αρχιτεκτονική. Το κεντρικό κτίριο συνοδεύεται από υπερσύγχρονες για την εποχή τους εγκαταστάσεις εκτροφής ζώων. Λειτούργησε για αρκετά χρόνια ως Γεωργική Σχολή κατά τη διάρκεια των οποίων εφαρμόστηκαν πρότυποι μέθοδοι γεωργικής εκπαίδευσης σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά και αμερικανικά μοντέλα. Αργότερα το κτίριο δόθηκε σε διάφορες χρήσεις, κυρίως ως εκπαιδευτήριο (Τεχνική Σχολή, Τεχνικό & Επαγγελματικό Λύκειο κ.ά). Σήμερα το επιβλητικό αυτό κτίριο και το μεγαλύτερο μέρος του εκτεταμένου αγροκτήματος παραμένουν στην ουσία αναξιοποίητα.

Οικία Κλέαρχου Παπαδιαμάντη: Το κτίριο ήταν η κύρια κατοικία του Κλέαρχου Παπαδιαμάντη και τώρα στεγάζει το Ίδρυμα Παπαδιαμάντη. Το Ίδρυμα Κλέαρχος Παπαδιαμάντης ιδρύθηκε στην Κόνιτσα το 1981 και έκτοτε διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στα πολιτιστικά δρώμενα της περιοχής. Οι δραστηριότητες του Ιδρύματος Κλέαρχος Παπαδιαμάντης είναι πολυποίκιλες και εστιάζουν σε τομείς πολύ σημαντικούς για τον άνθρωπο όπως ο πολιτισμός, η παιδεία, το περιβάλλον, η υγεία και η κοινωνική αλληλεγγύη. Κύριο σκοπό του Ιδρύματος αποτελεί η εκπολιτιστική ανάπτυξη της ιδιαίτερης πατρίδας του ευεργέτη, της Κόνιτσας. Από την ίδρυσή του έως και σήμερα, το Ίδρυμα Κλέαρχος Παπαδιαμάντης έχει ολοκληρώσει πληθώρα δράσεων στην περιοχή της Κόνιτσας και συνεχίζει το κοινωφελές του έργο.

Μουσείο Φυσικής Ιστορίας «Μπουραζάνι»

Στο Μουσείο μας μπορείτε να δείτε σε φωτογραφική απεικόνιση όλα τα είδη των Φυτών, όλα τα Ορχιοειδή, τις πεταλούδες, τα Ερπετά, τα Αμφίβια, τις Λιμπελούλες και τα Ορθόπτερα της περιοχής «Μπουραζάνι». Επίσης θα παρατηρήσετε όλα τα είδη των ψαριών που υπάρχουν στον ποταμό Αώο. H χλωρίδα της περιοχής χαρακτηρίζεται από έναn εξαιρετικά μεγάλο πλούτο σε ορχιοειδή, που αντιστοιχούν στο 15% (51 φυτικά taxa της Οικογένειας Orchidaceae) του συνολικού αριθμού ειδών χλωρίδας της περιοχής. Πρόκειται, από όσο είναι γνωστό, για το μεγαλύτερο αριθμό ορχιοειδών που έχουν καταγραφεί μέχρι τώρα σε μια σχετικά μικρή περιοχή.

Οι εκπαιδευτικές επισκέψεις και δραστηριότητες στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας και στο Περιβαλλοντικό Πάρκο ‘Μπουραζάνι’ συμβάλουν στην έγκυρη γνώση και στην διαμόρφωση περιβαλλοντικής συνείδησης. Οι εκπαιδευτικές επισκέψεις στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας και στο Περιβαλλοντικό Πάρκο ‘Μπουραζάνι’ είναι οργανωμένες και πραγματοποιούνται τις απογευματινές ώρες και απευθύνονται σε μεμονωμένους επισκέπτες, οργανωμένα γκρουπς, μαθητές και φοιτητές.

Στόχος των εκπαιδευτικών επισκέψεων είναι να γνωρίσουμε την ιστορία της περιοχής, να ενισχυθεί η σύνδεση με την φύση και να καλλιεργηθούν στάσεις και αξίες θετικές για την διαφύλαξη του φυσικού πλούτου, όχι μόνο μέσα από την γνώση αλλά μέσα από την χαρά της παρατήρησης και της έρευνας, της συνεργασίας και της δημιουργίας.

Χειμερινά σπορ

Το χιονοδρομικό κέντρο της Βασιλίτσας απέχει από το Δίστρατο 14 χλμ, και διαθέτει 18 πίστες με συνολικό μήκος 19 χμ., σε υψόμετρο που φτάνει στα 2249 μ. Διαθέτει εστιατόρια, μπαρ, σαλέ και δύο ορειβατικά καταφύγια, χωρητικότητας 30 και 50 ατόμων. Λειτουργεί, επίσης, σχολή σκι και υπάρχουν καταστήματα για ενοικίαση του απαραίτητου εξοπλισμού. Εκεί ο επισκέπτης δράττεται της ευκαιρίας να επιδοθεί σε διάφορα χειμερινά σπορ, όπως το ski και το snowboard, να περιηγηθεί στο φυσικό περιβάλλον του χιονοδρομικού κέντρου κάνοντας snowscooter και να δοκιμάσει την κατάβαση μιας χιονισμένης πλαγιάς με φουσκωτή βάρκα (snowraft) –προτείνεται ως εναλλακτικός τρόπος διασκέδασης στο χιονοδρομικό κέντρο της Βασιλίτσας.

Επίσης τα βουνά της Κόνιτσας θεωρούνται ο παράδεισος του πεζοπόρου και του ορειβάτη. Αυτό οφείλεται στο μεγάλο αριθμό τους και στην εκτεταμένη επιφάνειά τους σε συνδυασμό με το γεγονός του ότι το ένα αποτελεί ουσιαστικά συνέχεια του άλλου αποτελώντας έτσι μια ενιαία ενότητα. Επίσης σε αυτό συμβάλλει η μεγάλη ποικιλία του ανάγλυφου και της βλάστησης καθώς και η ύπαρξη πολλών παλιών μονοπατιών που είναι ακόμα σε καλή κατάσταση. Το πιο σημαντικό στοιχείο όμως είναι η διατήρηση αρκετών αδιατάρακτων περιοχών, περιοχές δηλαδή στις οποίες δεν έχουν κατασκευαστεί δρόμοι ή άλλα έργα του ανθρώπου που θα μπορούσαν να υποβαθμίσουν την αισθητική του τοπίου και να οδηγήσουν στην εξαφάνιση σπάνια είδη χλωρίδας και άγριας πανίδας. Πολλά μονοπάτια οδηγούν προς τις κορυφές των μεγάλων βουνών ή συνδέουν τους οικισμούς μεταξύ τους. Μέχρι σχετικά πρόσφατα λειτουργούσε τέλεια ένα εκτεταμένο δίκτυο μονοπατιών που συνέδεε αφενός τα χωριά μεταξύ τους και αφετέρου τους τόπους, όπου λάβαιναν χώρα οι καθημερινές ασχολίες των κατοίκων του κάθε χωριού.

Σήμερα σε καλή κατάσταση διατηρείται ένα μέρος αυτού του εκτεταμένου δικτύου και κυρίως τα μονοπάτια, τα οποία οδηγούν σε θέσεις τουριστικού ενδιαφέροντος, καθώς και εκείνα που σχετίζονται με τις ασχολίες και τις δραστηριότητες των λιγοστών κατοίκων γύρω από τα χωριά και τις στάνες στα βουνά (κτηνοτροφία, γεωργία, υλοτομία, κυνήγι, αναψυχή κ.ά.). Τα υπόλοιπα μονοπάτια και κυρίως αυτά που είναι στα χαμηλότερα υψόμετρα σταδιακά μπήκαν σε αχρηστία και έκλεισαν ή αντικαταστάθηκαν από αυτοκινητόδρομους, οπότε έχασαν ένα μέρος από την περιπατητική γοητεία τους.


Λιγκιάδες Ιωαννίνων:

Ιστορικό κάδρο μοναδικής θέας

Με τους Λιγκιάδες Ιωαννίνων θα συναντηθούμε ανηφορίζοντας προς το όρος Μιτσικέλι κι έχοντας πάντα προς τα δεξιά μας θέα στη λίμνη και τα Ιωάννινα. Από δω και πάνω ο δρόμος σκαρφαλώνει στο όρος, ανεβαίνει αρκετά απότομα και ύστερα από λίγα λεπτά καταλήγει στους Λιγκιάδες. Εδώ το υψόμετρο φτάνει τα 950 μ. Ο οικισμός έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός, έχει περίπου 100 κατοίκους και απέχει συνολικά 12 χλμ από τα Γιάννενα. Επίσης στις δυτικές πλαγιές του όρους Μιτσικέλι, τα μικρά χωριά, της Αμφιθέας, του Δρίσκου και της Μάζιας μοιράζονται κι εκείνα το μεγάλο προνόμιο της αμφιθεατρικής εικόνας της πόλης, από άκρη σ’ άκρη.

Μπαίνοντας στο χωριό θα διακρίνουμε τη μονή Αγίου Γεωργίου, σπουδαίο πνευματικό κέντρο της Ηπείρου τον 17ο αι. Ιδρυτής της θεωρείται ο λόγιος και κληρικός Βησσαρίων Μακρής.

Το χωριό θεωρείται μαρτυρικό διότι στις 3/10/1943 οι Γερμανοί κατακτητές εκτέλεσαν όποιους από τους κατοίκους του χωριού έβρισκαν μπροστά τους, τους υπόλοιπους τους έβγαλαν από τα σπίτια τους, τους μάζεψαν στην πλατεία, έκλεψαν από τα σπίτια ό,τι πιο πολύτιμο βρήκαν, μετά τους έβαλαν ξανά μέσα στα σπίτια τους και στη συνέχεια έβαλαν φωτιά και έκαψαν όλο το χωριό με αποτέλεσμα να καούν όλοι ζωντανοί. Εύκολα θα βρούμε το μνημείο με τα ονόματα των 86 νεκρών.

Το όρος Μιτσικέλι

Το Μιτσικέλι είναι βουνό της Ηπείρου με υψόμετρο 1.810 μέτρα. Το όνομα είναι σλάβικο και σημαίνει «φωλιά αρκούδας». Βρίσκεται στο Νομό Ιωαννίνων, στα βορειανατολικά της πόλης των Ιωαννίνων. Το Μιτσικέλι περικλείεται στα βόρεια από την Τύμφη, στα ανατολικά από τον Λάκμο, ενώ στα δυτικά καταλήγει στο οροπέδιο των Ιωαννίνων. Στους πρόποδές του βρίσκεται η λίμνη των Ιωαννίνων και το σπήλαιο του Περάματος. Πίσω από το Μιτσικέλι βρίσκονται τα Ζαγοροχώρια. Το βουνό συμπεριλαμβάνεται στο Εθνικό Πάρκο Βόρειας ΠίνδουΕίναι ενταγμένο επίσης στο δίκτυο Φύση 2000 με τον κωδικό GR2130008.

Η ασβεστολιθική του σύσταση και η χαμηλή βλάστηση δεν επιτρέπει την παρουσία παρά ελάχιστων πηγών στο νότιο τμήμα του. Υπάρχουν όμως μεγάλα υπόγεια ρεύματα κοντά στο χωριό Κρύα, από τα οποία υδρεύεται η πόλη των Ιωαννίνων. Αντίθετα, στο βόρειο τμήμα του βουνού υπάρχουν πολλές πηγές και ρέματα.

Αυτό το γυμνό βουνό που βλέπουμε σήμερα, είναι ένα άριστο παράδειγμα των επιβαρυντικών συνεπειών της ανθρώπινης επέμβασης στη φύση. Έως τον 19ο αιώνα ήταν καταπράσινο, αλλά η ξύλευση, η υπερβόσκηση και οι πυρκαγιές (με τελευταία αυτήν του 2007) κατέστρεψαν το μεγαλύτερο μέρος της βλάστησης.

Το Ολοκαύτωμα

Στις 3 Οκτωβρίου του 1943 έξι καμιόνια με Γερμανούς καταδρομείς της μεραρχίας «Εντελβάις» εισέβαλαν στο χωριό Λιγκιάδες Ιωαννίνων και διέπραξαν ένα φριχτό έγκλημα. Πυρπόλησαν τα σπίτια του χωριού, σκότωσαν και έκαψαν, όσους κατοίκους δεν είχαν διαφύγει. Οι ναζί δεν έκαναν διακρίσεις. Σκότωναν αδιακρίτως γυναίκες, μικρά παιδιά και βρέφη. Από τα 82 θύματα του ολοκαυτώματος των Λιγκιάδων, τα 34 ήταν παιδιά και μωρά, οι37 ήταν γυναίκες και οι 11 ηλικιωμένοι.

Από τη «μαύρη» λίστα των εκτελεσθέντων απουσιάζουν οι νέοι άντρες, εξαιτίας ενός τυχαίου περιστατικού. Αν και ήταν Κυριακή, δηλαδή αργία και ημέρα εκκλησιασμού, ο παπάς της περιοχής λειτουργούσε σε ένα διπλανό χωριό και έτσι οι περισσότεροι άντρες αποφάσισαν να πάνε στα χωράφια τους για να δουλέψουν. Όταν επέστρεψαν, αντίκρισαν εικόνες φρίκης. Η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική. Οι Γερμανοί εκτός από τα σπίτια είχαν κάψει ζωντανούς και αρκετούς κατοίκους, ενώ άλλους τους πυροβόλησαν εν ψυχρώ, αφού τους κατέβασαν στα υπόγεια των σπιτιών τους. Μητέρες με τα νεκρά παιδιά τους στην αγκαλιά, ηλικιωμένοι πνιγμένοι στο αίμα και σωροί από πτώματα στην πλατεία του χωριού, συνέθεταν το αποτρόπαιο σκηνικό στους Λιγκιάδες μετά το πέρασμα των Γερμανών.

Συγκλονιστικές μαρτυρίες

Από την ομαδική σφαγή επέζησαν ελάχιστοι. Ανάμεσά τους και ένα βρέφος 15 μηνών, ο Παναγιώτης Μπαμπούσκας. Η μητέρα του δολοφονήθηκε εν ψυχρώ από έναν Γερμανό, την ώρα που κρατούσε στην αγκαλιά το μωρό της. Την ώρα που ξεψυχούσε, το βρέφος έπεσε από την αγκαλιά της και ο Γερμανός εκτελεστής το πλησίαζε και του κάρφωσε μια ξιφολόγχη στην πλάτη. Το 15 μηνών βρέφος που επέζησε, βρέθηκε να θηλάζει από τη νεκρή μητέρα του. Κι όμως, το βρέφος κατάφερε να επιζήσει και βρέθηκε αρκετές ώρες αργότερα να θηλάζει τη νεκρή μητέρα του. Οι κάτοικοι που το βρήκαν το μετέφεραν αμέσως στο νοσοκομείο του ΕΛΑΣ. Κανείς δεν μπορούσε να πιστέψει στο θαύμα. Το μικροσκοπικό πλάσμα είχε καταφέρει να κρατηθεί στη ζωή παρά το ισχυρό τραύμα από την ξιφολόγχη.

Ο Παναγιώτης Μπαμπούσκας είναι σήμερα ο μοναδικός επιζών της γερμανικής θηριωδίας. Ζει στην Ελευσίνα, έχει δημιουργήσει οικογένεια και στην πλάτη του έχει ακόμα το σημάδι από την ξιφολόγχη του Γερμανού. Οι υπόλοιποι επιζώντες δεν βρίσκονται πια στη ζωή, αλλά οι μαρτυρίες τους έχουν καταγραφεί από τον Γερμανό ιστορικό Κριστόφ Σμινκ – Γουστάβους και συγκλονίζουν.

Ελένη Χολέβα:

«εμένα μια σφαίρα βρήκε το παιδί μου τον Αλέξη στο κεφάλι. Του τίναξε τα μυαλά που μου γέμισαν το πρόσωπο και τα στήθια. Έπεσα και εγώ σαν χαμένη σφίγγοντας στην αγκαλιά μου κουτσοκεφαλιασμένο μου παιδί. Ήμουν πνιγμένη στα αίματα».

Χαράλαμπος Λιούρης:

«Μες στην πόρτα στάθηκε ένας Γερμανός. Άρχισε να μας πυροβολεί με το αυτόματο. Εκεί που λες, αφού τον είχα αγκαλιά, ο Νικήτας πήρε ολάκερη τη ριπή. Εδώ στο λαιμό την πήρε και κρέμασε το κεφάλι του σαν το κατσίκι που σφάζεις. Το αίμα του Νικήτα χύθηκε απάνω μου».

Ο δάσκαλος Χρήστος Παππάς, έχασε και τα τέσσερα παιδιά του από τα πυρά των Γερμανών και ένα μήνα μετά έζησε ξανά την τραγωδία, όταν οι εκτελεστές τον υποχρέωσαν να σκάψει στο ρημαγμένο χωριό για να δουν αν πράγματι είχαν εκτελεστεί άμαχοι.

«Πήγαμαν λοιπόν σ’ αυτά τα σπίτια και σκάψαμαν στα συντρίμματα. Βρήκαμαν μικρά κεφαλάκια… Μπροστά από διάφορα σπίτια κείτονταν ακόμη ανθρώπινα υπολείμματα…».

Η «αιτία» της σφαγής

Αφορμή για το μακελειό ήταν ο θάνατος ενός Γερμανού αξιωματικού, του Γιόζεφ Ζάλμινγκερ από τους αντάρτες. Ο Ζάλμινγκερ ήταν παλιός αγωνιστής του Γ’ Ράιχ και συνοδοιπόρος του Αδόλφου Χίτλερ. Περιγράφεται σαν ένας από τους πιο απάνθρωπους Ναζί που πέρασαν από την Ήπειρο. Τα ξημερώματα της 1η Οκτωβρίου, επέστρεφε από ένα γλέντι στην Πρέβεζα, όταν το αυτοκίνητό του έπεσε σε ένα οδόφραγμα που είχαν στήσει οι αντάρτες, οι οποίοι τον σκότωσαν. Η απώλεια ήταν μεγάλη για τους Γερμανούς που αποφάσισαν να εκδικηθούν άμεσα. Η εντολή του στρατιωτικού διοικητή ήταν σαφής: «Εκδικηθείτε την ειδεχθή δολοφονία με μια αμείλικτη επιχείρηση αντεκδίκησης σε ακτίνα 20 χιλιομέτρων από το σημείο τέλεσής της». Η μεραρχία «Εντελβάις» έκανε πράξη την εντολή και έσφαξε το χωριό. Οι κάτοικοι που επέζησαν, χρειάστηκαν αρκετό καιρό και πολύ πείσμα για να καταφέρουν να ξαναζωντανέψουν τον τόπο τους. Φιλοξενήθηκαν σε διπλανά χωριά και σιγά- σιγά έφτιαξαν από την αρχή το χωριό τους. Κατά καιρούς οι απόγονοι των θυμάτων υπέβαλαν αιτήματα για αποζημιώσεις, αλλά κανένα δεν έχει γίνει δεκτό. Οι Γερμανοί εκτελεστές της σφαγής στους Λιγκιάδες καταδικάστηκαν στη δίκη της Νυρεμβέργης, όμως λίγο αργότερα αφέθηκαν ελεύθεροι.


Το νησάκι Ιωαννίνων από τον Αλή Πασά στο Σήμερα

Στη λίμνη Παμβώτιδα των Ιωαννίνων «κατασκηνώνει» το νησάκι Ιωαννίνων, ίσως το μοναδικό νησί χωρίς όνομα, που ξεχωρίζει για την γραφικότητα και τους πράσινους ελεύθερους χώρους. Έχει έκταση 200 στρέμματα και μέγιστο υψόμετρο 520 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας ή 59 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της λίμνης. Ένας ανακηρυγμένος παραδοσιακός οικισμός χτισμένος με την παραδοσιακή ηπειρώτικη αρχιτεκτονική, λιθόστρωτα σοκάκια, όμορφα πέτρινα σπίτια, παραδοσιακές ταβέρνες και καταστήματα λαϊκής τέχνης. Ένας ηπειρώτικος οικισμός με μεγάλη ιστορία, εθνική και θρησκευτική. Περιβάλλεται από τα όρη Μιτσικέλι και από τα ανατολικά αντερείσματα του Τομάρου (ή της Ολύτσικας), και σχηματίζεται από τα ύδατα τριών κυρίως πηγών (Ντραμπάντοβας, Σεντενίκου και Κρύας), που αναβλύζουν από τους πρόποδες του Μιτσικελίου. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός, ότι επτά βυζαντινά και μεταβυζαντινά μοναστήρια σχηματίζουν μια μοναστική πολιτεία αιώνων. Μια ιστορία, που ενέπνευσε λογοτέχνες, ποιητές, σεναριογράφους, μουσουργούς, λαϊκούς δημιουργούς. Ένα ταξίδι στο χρόνο και το χώρο ξεκινά από τον μόλο στα Ιωάννινα με προορισμό το νησί των Ιωαννίνων.

Αναδρομή στο παρελθόν

Σε ιστορικές αναφορές η κατοίκηση του νησιού ξεκινά από μοναχούς τον 13ο αιώνα όπου ιδρύθηκε η Μονή Αγίου Νικολάου των Φιλανθρωπινών το έτος 1292. Ως κτήτορας της μονής αναφέρεται ο Μιχαήλ Φιλανθρωπινός, που διετέλεσε μητροπολίτης Ιωαννίνων. Σε επιγραφή στην είσοδο του ναού αναγράφεται η χρονολογία κατασκευής της μονής, ιδιαίτερης σημασίας για το Βυζαντινό κράτος, όπου υπαγόταν το Δεσποτάτο της Ηπείρου. Συνάμα, στην ίδρυση του ναού ακολούθησε την ίδια περίπου περίοδο η Μονή του Αγίου Νικολάου Ντίλιου ή Στρατηγοπούλου.

Μέχρι τον 17ο αιώνα το νησάκι ήκμασε και λειτούργησαν 5 μονές, η Μονή του Αγίου Νικολάου Μεθοδίου, που μετονομάστηκε αργότερα σε Αγία Ελεούσα, η Μονή Προδρόμου, Μονή του Αγίου Παντελεήμονα, Μονή Μεταμόρφωσης του Σωτήρα και Μονή Προφήτη Ηλία, που είναι χτισμένη στην κορυφή του νησιού σε υπέροχο τοπίο περιτριγυρισμένο από την γαλήνη, την νηφαλιότητα και την ηρεμία του γλυκού νερού της λίμνης με την ξεχωριστή χλωρίδα και πανίδα.

Η δημιουργία του οικισμού τον 18ο αιώνα

Ο οικισμός δημιουργήθηκε τον 18ο αιώνα, σύμφωνα με την παράδοση των κατοίκων. Οι πρώτοι κάτοικοι προέρχονταν από την Μάνη. Την εποχή του Αλή Πασά το νησί παράκμασε λόγω της μεγάλης φορολογίας που επιβλήθηκε. Ο ταξιδιώτης και συγγραφέας Hughes πέντε χρόνια αργότερα αναφέρει τον αριθμό των 200 σπιτιών όσα περίπου έχει και σήμερα. Σε εκείνα τα χρόνια ο Αλή Πασάς είχε στο νησί ένα σεράι και ένα κοπάδι ελάφια.

H λειτουργία των μοναστηριών και των εκπαιδευτηρίων βρισκόταν σε μεγάλη παρακμή, εξαιτίας των φορολογικών μέτρων που είχε επιβάλλει ο Αλής. Η βαριά φορολογία των νησιωτών -και πιθανότατα και των μοναστηριών- επέφερε τον οικονομικό μαρασμό στο Νησί. Στα χρόνια του Αλή οι νησιώτες πλήρωναν ετήσιο φόρο εισοδήματος 15.000 πιάστρα, εκτός από το καθιερωμένο χαράτσι και την υποχρέωση να εφοδιάζουν κάθε χρόνο τα σεράγια με ξύλα για θέρμανση. Πρόσθετες οχυρώσεις επιβλήθηκαν με την επισκευή και οχύρωση του Κάστρου (1815), όταν οι νησιώτες, λαϊκοί και μοναχοί, υποχρεώθηκαν να μεταφέρουν συνεχώς με βάρκες, ξύλα, πέτρες και χώματα για το Κάστρο.

Το 1820 ο Αλή ήρθε σε ρήξη με τον Σουλτάνο Μαχμούτ Β’ με αποτέλεσμα να σταλεί εναντίον του ο Χουρσίτ Μεχμέτ Πασάς, που πολιόρκησε τα Ιωάννινα. Τον Ιανουάριο του 1822 ο Αλή και ενώ πλέον είχε νικηθεί, κατέφυγε στο νησί, στο μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονα.

Το νησάκι ύστερα από την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορία

Το 1872 λειτούργησε στην Μονή Ελεούσας (πρώην Μονή του Αγίου Νικολάου Mεθοδίου) ιερατική σχολή, που έκλεισε το 1922. Το νησί αποτέλεσε ξεχωριστή κοινότητα το 1926.

Το νησάκι Ιωαννίνων σήμερα

Σήμερα το νησί στηρίζεται κυρίως στην τουριστική ανάπτυξη. Συνδέεται με τα Ιωάννινα με συχνά δρομολόγια πλοιαρίων, που μεταφέρουν πολυάριθμους επισκέπτες. Κυριότερα αξιοθέατα του νησιού είναι οι ανακαινισμένες μονές και το μουσείο Αλή Πασά, που στεγάζεται στη μονή Αγίου Παντελεήμονα.

Οι κάτοικοι απασχολούνται με την αλιεία, οπότε είναι σίγουρο ότι τα ψάρια, κυρίως πέστροφες και χέλια, που θα φάτε στα ταβερνάκια του νησιού θα είναι φρεσκότατα, ενώ δεν αποκλείεται να τα επιλέξετε και μόνοι σας αν θέλετε από τα ενυδρεία. Παράλληλα, εκτός από τα παραδοσιακά μεζεδάκια μαζί με το ουζάκι σας μπορείτε να απολαύσετε και βατραχοπόδαρα, που θεωρούνται σπεσιαλιτέ της περιοχής. Από τα καλαίσθητα μαγαζάκια με σουβενίρ που θα συναντήσετε μπορείτε να αποκτήσετε είδη λαϊκής τέχνης, ασημένια κοσμήματα και διακοσμητικά, για τα οποία είναι πασίγνωστα τα Γιάννενα, αλλά και τοπικά γλυκά και λικέρ, τα οποία μπορείτε επίσης να απολαύσετε στα καφενεδάκια, στην πλατεία.

Επιπλέον, το φυσικό περιβάλλον αναδεικνύει την ξεχωριστή σημασία του υδροβιότοπου, όπου το ψάρεμα και η βόλτα περιμετρικά του νησιού τον ελεύθερο χρόνο γαληνεύουν, ηρεμούν και ταξιδεύουν τον νου στη μαγευτική θέα αγνάντι από τα Γιάννενα.

Η προστασία στην χλωρίδα και πανίδα του νησιού αποτελεί ανεκτίμητο πολιτιστικό υπόβαθρο για τον τουρισμό. Ωστόσο, η βούληση των νησιωτών στην βελτίωση της ποιότητας ζωής και στην τρόπο ζωής τους προκαλούν θαυμασμό στον ταξιδιώτη. Δωρικά και αρχοντικά αναλλοίωτα στο πέρασμα του χρόνου συνδέουν το παλιό οθωμανικό παρελθόν με την σύγχρονη καθημερινότητα. Το κράμα εντυπώσεων, αφηγήσεων, φιλοξενίας, πνευματικής αναζήτησης και απλότητας συναντάς επισκεπτόμενος το νησί Ιωαννίνων ξεχωριστής σημασίας για την αρχιτεκτονική των κτιρίων και των μοναστηριών, που αποτελεί «ανάσα» σε ένα μαγευτικό περιβάλλον.


Μέτσοβο:

Παραδοσιακός οικισμός καμωμένος από όνειρο

Σε έναν τόπο γεμάτο μνήμες και παραδόσεις, πλούσια ιστορία, ευεργέτες,διανοούμενους, φυσικές ομορφιές, αγνά παραδοσιακά προϊόντα, μοναδικούς παραδοσιακούς τεχνίτες, θα περιπλανηθούμε σήμερα. Στο γραφικό Μέτσοβο, χτισμένο στα 1200 μέτρα στις πλαγιές της Πίνδου.

Σπίτια χτισμένα με την παραδοσιακή ηπειρώτικη αρχιτεκτονική, μοναστήρια και εκκλησίες με εξαιρετική αρχιτεκτονική και μοναδικό εσωτερικό διάκοσμο, εξαίρετη πινακοθήκη, καταπληκτικό μουσείο λαϊκής τέχνης, παιδική βιβλιοθήκη, η πλατεία με τους ηλικιωμένους Μετσοβίτες, με τις παραδοσιακές ενδυμασίες, πολυάριθμες ταβέρνες και καφετέριες, μαγαζιά με παραδοσιακά προϊόντα ξυλοτεχνίας και ντόπια υφαντά. Τόπος ζωντανός γεμάτος δράση και δραστηριότητες γεμάτες ένταση, συνθέτουν το τοπίο του Μετσόβου. Μια περιήγηση ξεκινά, όπου μπορεί ο αναγνώστης να νιώσει το άρωμα από τις οξιές και έλατα και να απολαύσει τη φιλοξενία των κατοίκων.

“Μέτσκα” και “όβο”

Το Μέτσοβο μνημονεύεται για πρώτη φορά το 1380 μ.Χ. στο ανώνυμο χρονικό των Ιωαννίνων, όπου ο ιερομόναχος Ησαΐας αναφέρεται ως καθηγούμενος Μετσόβου, ενώ οι κάτοικοι της περιοχής είναι βλάχοι και αποκαλούνται «κουτσόβλαχοι» ή «μπουρτζόβλαχοι».

Η προέλευση του τοπωνυμίου δεν είναι εξακριβωμένη. Υποστηρίζεται ότι μπορεί να είναι σλάβικο και ότι σημαίνει «αρκουδοχώρι» από τις σλάβικες λέξεις «μέτσκα», που σημαίνει αρκούδα, και «όβο», που σημαίνει χωριό. Η παλαιότερη ονομασία του χωριού ίσως ήταν «Μέσο» ή «Μέσο – χώρι», που υποδηλώνει πράγματι και το τοπογραφικό στίγμα της θέσης, στο μέσο της περιοχής.

Οι παλαιότεροι διανοούμενοι του Μετσόβου, ωστόσο, υποστηρίζουν ότι το τοπωνύμιο προέρχεται από το όνομα του ποταμού Μίντσιο, που υπάρχει κοντά στην πόλη Ambruce της Ιταλίας, περιοχή από την οποία έλκουν την καταγωγή τους οι ίδιοι και οι Βλάχοι της Θεσσαλίας.

Το Μέτσοβο στον χρόνο και στον χώρο

Το σύνολο των ιστοριογραφικών πληροφοριών και των αρχαιολογικών ευρημάτων της επαρχίας Μετσόβου ενισχύει την άποψη, ότι πρόκειται για μια περιοχή, που κατοικήθηκε διαρκώς από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι από τον 10ο αιώνα και ως τα τέλη του 18ου αιώνα, το Μέτσοβο τελεί υπό προνομιακό καθεστώς. Το Μέτσοβο, χάρη στα ιδιαίτερα  προνόμια του, σημείωσε σημαντική εμπορική, οικονομική, πνευματική και πολιτιστική πρόοδο. Ακόμη, λόγω της γεωγραφικής του θέσης αποτέλεσε συγκοινωνιακό κόμβο ιδιαίτερης σημασίας και σημείο στάσης απόλυτα αναγκαίας για τον ανεφοδιασμό και την ανάπαυση των καραβανιών και των οδοιπόρων.

Αποφασιστικής σημασίας για τη σύγχρονη οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη του Μετσόβου αποτελεί το Ίδρυμα Βαρόνου Μιχαήλ Τοσίτσα, που δημιουργήθηκε το 1948 από τον ίδιο τον ευεργέτη, με την παρακίνηση και ενθάρρυνση του Ευάγγελου Αβέρωφ Τοσίτσα. Όταν ο Ευάγγελος Αβέρωφ μετά τον πόλεμο είδε το χωριό του να παρακμάζει, αναζήτησε τρόπους να βρεθούν χρήματα. Δέκα χρόνια προσπαθούσε να πείσει τον βαρόνο Μιχαήλ Τοσίτσα –ο οποίος ζούσε στην Ελβετία, ήταν άκληρος και δεν είχε επισκεφτεί ποτέ την Ελλάδα– να αφήσει την περιουσία του στην πατρίδα των προγόνων του και όχι στην Ελβετία, όπως σκόπευε. Τελικά, το 1947, έπειτα από μακροχρόνια αλληλογραφία, πείστηκε να χρηματοδοτήσει τη δημιουργία του Ιδρύματος Βαρώνου Μιχαήλ Τοσίτσα που στόχο είχε την ανάπτυξη του Μετσόβου και της ευρύτερης περιοχής.

Με τις δράσεις και τα χρήματα του Ιδρύματος δημιουργήθηκαν Λαογραφικό Μουσείο, δημοτικό σχολείο, νοσοκομείο, εργοστάσιο ξυλείας, τυροκομική μονάδα, χιονοδρομικό κέντρο ήδη από το 1969, βουστάσιο με αγελάδες που ήρθαν από την Ελβετία. Επίσης, συντηρήθηκαν παραδοσιακά κτίρια, εκκλησίες και μοναστήρια, φτιάχτηκαν βρύσες και καλντερίμια, αποχετευτικό δίκτυο, φωτιστικά στους κεντρικούς δρόμους, φυτεύτηκαν τρία εκατομμύρια δέντρα, ακόμα και φοιτητική εστία στην Αθήνα για 60 Ηπειρώτες φοιτητές ανεγέρθηκε, καθώς και 150 σχολεία σε ολόκληρη την Ήπειρο.

Πινακοθήκη Αβέρωφ: Εστία Πολιτισμού

Η Πινακοθήκη Αβέρωφ, δημιούργημα κι αυτή του Ευάγγελου Αβέρωφ, στέκει σήμερα στο σημείο ακριβώς, όπου πριν από 300 χρόνια βρισκόταν το παλιό σαμαράδικο των πρώτων Αβερωφαίων –οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στο Μέτσοβο γύρω στο 1700, των μακρινών προγόνων του Γεωργίου Αβέρωφ. Στο εσωτερικό φιλοξενούνται οι σημαντικότεροι Έλληνες ζωγράφοι του 19ου και του 20ού αιώνα, καθώς και μια αξιόλογη συλλογή γλυπτών και χαρακτικών αποτελούμενη από 250 έργα του Λύτρα του Γύζη του Βολανάκη και μιας σειράς άλλων γνωστών Ελλήνων καλλιτεχνών.

Λαογραφικό Μουσείο: Κιβωτός Γνώσης

Σε ένα τριώροφο κτίριο με τις αποθήκες, τους στάβλους, τα σαλόνια υποδοχής κλπ. ανοικοδομήθηκε το 1954 στη θέση που ήταν το αρχοντικό της οικογένειας του βαρώνου Μιχαήλ Τοσίτσα. Μια περιπλάνηση – αφήγηση ζωντανή στο χθες της ιστορίας και του πολιτισμού του Μετσόβου και της καθημερινής ζωής των κατοίκων. Μαγεύεσαι από τον πλούτο των εκθεμάτων, ασημικά γιαννιώτικης αργυροχρυσοχοΐας ελβετικά ρολόγια τσέπης, εικόνες της Κρητικής Σχολής (17ος – 19ος αι.), σπάνια βιβλία,νυφιάτικα κοσμήματα, υφαντά, φορεσιές, κ.ά.

Παράδοση στην Τυροκομία και Οινοποιία

Δεν υπάρχει πιο κατάλληλος τόπος για να απολαύσετε ένα ταξίδι οινογνωσίας και γευσιγνωσίας τυριών. Το 1719 κτίστηκε εκεί, από Γάλλους, μια τεράστια αποθήκη, όπου συγκεντρώνονταν τα κτηνοτροφικά προϊόντα που εξάγονταν στη Γαλλία. Οι Μετσοβίτες τυρέμποροι έστελναν τεχνίτες στην Ιταλία, ως επί το πλείστον στη Σαρδηνία, για να μάθουν τα μυστικά της τυροκομίας. Το τυροκομείο του ιδρύματος Τοσίτσα λειτουργεί από το 1955, όταν λειτούργησε ουσιαστικά ως πρακτική σχολή τυροκομίας. Νεαροί Μετσοβίτες από οικογένειες κτηνοτρόφων πήγαν, με έξοδα του ιδρύματος, στην Ιταλία για τυροκομικές σπουδές και, επιστρέφοντας, πάντρεψαν τον τρόπο παρασκευής ορισμένων ιταλικών τυριών με τον αντίστοιχο ελληνικό. Επίσης από το 1732 η ετήσια παραγωγή κρασιού ξεπερνούσε τις 500.000 μπουκάλες. Μετά από πολλά χρόνια αγρανάπαυσης τ’ αμπέλια του Μετσόβου ζωντάνεψαν ξανά, χάρη στην ιδέα του Ευάγγελου Αβέρωφ Τοσίτσα να δημιουργήσει το οινοποιείο «Κατώγι».

Άλλες ασχολίες των κατοίκων του Μετσόβου είναι η κτηνοτροφία, η τυροκομία, η οινοποιία, η δασοπονία, η λαϊκή τέχνη, η υφαντουργία, καθώς επίσης και η κατασκευή κυψελών και βαρελιών και ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια ο τουρισμός.

Χιονοδρομικές πίστες

Και όταν ο χειμώνας έρχεται στο Μέτσοβο, οι πίστες σας περιμένουν.

  1. Οι Πολιτσιές (Προφήτης Ηλίας Υψόμετρο 1360 – 1620 μ), βρίσκονται 4 χλμ από το Μέτσοβο, έχει εύκολες πίστες και με μικρό μήκος. Διαθέτει σαλέ με εστιατόριο και καφέ, σχολές σκι, καταστήματα ενοικίασης σκι και snow truck (ένα όχημα σαν λεωφορείο, που αποτελείται από 2 βαγόνια και κάνει βόλτες τους επιβάτες στα χιόνια).
  2. Το Καρακόλι (Υψόμετρο 1340 – 1520 μ), βρίσκεται 1.5 χλμ από το Μέτσοβο. Διαθέτει ένα μονοθέσιο αναβατήρα μήκους 800 μέτρων που εξυπηρετεί 2 πίστες, η μία έχει μήκος 900 μέτρα (εύκολη) και η άλλη 1.100 μέτρα (πολύ εύκολη).
  3. Ο Ζυγός – Ανήλιο (Υψόμετρα 1680 – 1850 μ), διαθέτει ένα εναέριο διθέσιο αναβατήρα 700 μέτρων, δύο συρόμενα και 2 baby lifts. Η πίστα δρόμου αντοχής είναι 5 έως 10 χλμ μήκους.


Πωγώνι:

Τόπος μαγικός και ανόθευτος

Το Πωγώνι βρίσκεται στη βορειοδυτική πλευρά του Νομού Ιωαννίνων. Δυτικά και βορειοδυτι­κά συνορεύει με την Αλβανία, βορειοανατολικά με τα χωριά του λεκανοπεδίου της Κόνιτσας και με το Ζαγόρι, και νότια με το Νομό Θεσπρωτίας. Ο φυσικός γεωγραφικός χοίρος του Πωγωνίου περικλείεται από τα βουνά Νεμέρτσικα (2.209 μ) στα βόρεια, Τσαμαντά (1.826 μ) στα νότια, Κασιδιάρη (1.329 μ) στα ανατολικά και Μακρΰκαμπο (1.672 μ) στα δυτικά. Ένα τμήμα του (περιοχή Μολυβδοσκέπαστης) υπάγεται στην Κόνιτσα ενώ ένα άλλο (Πολυτσιάνη, Σωπική) στην Αλβανία.

Σήμερα το Πωγώνι προήλθε από την συνένωση των Καποδιστριακών Δήμων Άνω Πωγωνίου, Δελβινακίου, Καλπακίου, Ανω Καλαμά και των κοινοτήτων Πωγωνιανής και Λάβδανης. Έδρα του δήμου Άνω Καλαμά είναι ο οικισμός Παρακάλαμος, έχει πληθυσμό 3.286 κατοίκους, έκταση 86.500 στρέμματα, αποτελείται από 11 δημοτικά διαμερίσματα και έχει πυκνότητα 38 κατοίκους ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο. Ο Δήμος Πωγωνίου περιλαμβάνει 51 χωριά, που συνολικά κατα­λαμβάνουν έκταση 701 τετραγωνικών χιλιομέτρων και έχουν πληθυσμό 11092 κατοίκους (απογραφή 2001).

Αναλυτικότερα τα χωριά είναι: η Αγία Μαρίνα, ο Άγιος Κοσμάς, τα Ανω Ραβένια, το Αργυροχώρι, η Αρετή, το Βασιλικό με τον οικισμό του Πωγωνίσκου, η Βήσσανη, η Βροντισμένη, ο Γεροπλάτανος,το Δελβινάκι, η Δημόκορη, το Δολό, τα Δολιανά, το Δολό, οι Δρυμάδες, η Ιερομνήμη, ο Κακόλακκος, το Καλπάκι, η Καστάννιαννη, ο Καταρράκτης, η Κάτω Μερόπη, τα Κάτω Ραβένια, το Κεράσοβο, το Κεφαλόβρυσο, οι Κουκλιοί, το Κρυονέρι, τα Κτίσματα με τον οικισμό του Νεοχωρίου, η Λάβδανη, η Λίμνη, το Μαζαράκι, το Μαυρόπουλο με τους οικισμούς του Ζάβροχου και της Χρυσόδουλης, η Μερόπη, οι Νεγράδες, το Ορεινό Ξηρόβαλτο, ο Παλαιόπυργος, ο Παρακάλαμος, το Περιστέρι, οι Ποντικάτες,η Πωγωνιανή, η Ρεπετίστη, η Ρουψιά, η Σιταριά, το Σταυροσκιάδι, η Στρατίνιστα, το Τεριάχι με τον οικισμό του Σταυροδρομίου, το Φαράγγι, η Χρυσόρραχη,η Χαραυγή, και το Ωραιόκαστρο.

Τρεις μεγάλες φυσικές ενότητες διαμορφώνονται στον γεωγραφικό χώρο του Πωγωνίου: πρώτη του ποταμού Γορμού στα βόρεια, δεύτερη του Γυφτοπόταμου γνωστή και ως λάκκα Μουχτάρη στα νότια, και τρίτη του ποταμού Δρίνου στα δυτικά.

Γεωμορφολογία

Το σύνολο του εδάφους της περιοχής Πωγωνίου συγκροτείται από ορεινά συμπλέγματα, στενές κοιλάδες και χαράδρες, κι από μικρές λιβαδικές εκτάσεις και βοσκότοπους. Η επανάληψη αυτών των γεωμορφολογικών σχηματισμών προσδίδει στην περιοχή τη γεωγραφική μορφή ενός ομοιογε­νούς χώρου, που έχει και σαφή φυσικά όρια.

Η υδρογραφία του Πωγωνίου ακολουθεί τα γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά της περιοχής. Ο ποταμός Γορμός πηγάζει στο ύψος του Ωραιόκαστρου, διαρρέει το Βόρειο τμήμα του και χύνεται στον ποταμό Καλαμά, στο ύψος της λίμνης Ζαραβίνας. Τα όμβρια και πηγαία νερά της λάκκας Μουχτάρη συλλέγονται από τον Γυφτοπόταμο, που χύνεται στον ποταμό Δρίνο. Το δυτικό τμήμα του Πωγωνίου διαρρέεται από τον Δρίνο, ο οποίος πηγάζει από την περιοχή του Δολού και της Πωγωνιανής, περνάει δυτικά από το Δελβινάκι και, μετά τα σύνορα, ρέει στο Αλβανικό έδαφος.

Το κλίμα της περιοχής συνδυάζει τα χαρακτηριστικά της Κεντρικής Ευρώπης και εκείνα της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου. Οχειμώνας είναι παρατεταμένος, ψυχρός, με άφθονες βροχές και χιόνια, αλλά ηπιότερος από τις γειτονικές γεωγραφικές ενότητες του Ζαγορίου και της Κόνιτσας. Το καλοκαίρι είναι σύντομο και ζεστό αλλά έχει και αρκετές τοπικές βροχές και καται­γίδες. Οι ενδιάμεσες εποχές της άνοιξης και του φθινοπώρου είναι πολύ σύντομες και το πέρασμα από το καλοκαίρι στο χειμώνα (και αντίστροφα) γίνεται σχεδόν ανεπαίσθητα.

Οι ορεινές μάζες της περιοχής κατατάσσονται στα μεσαία βουνά, όπου τα χιόνια δεν διατη­ρούνται κατά την διάρκεια του καλοκαιριού. Τα χαμηλά υψόμετρα αυτών των βουνών και των κοι­λάδων μετριάζουν κατά πολύ τον βαρύ ηπειρωτικό χειμώνα. Αξίζει να αναφερθεί ότι στα νοτιότε­ρα κοιλώματα του Γυφτοπόταμου, προς τη λεκάνη απορροής των υδάτων του ποταμού Καλαμά, αναπτύσσεται και η ελιά, πράγμα που επιβεβαιώνει τον ήπιο τύπο του κλίματος αυτής της κοιλάδας.

Ιστορία

Η πυκνή βλάστηση, απαραίτητη για τη βοσκή και το κυνήγι, τα ομαλά κλιμακωτά άνδηρα, κατάλ­ληλα για την ανάπτυξη της γεωργίας, το νερό, ο ποταμός Γορμός και οι πηγές του, προσφέρουν πολύ νωρίς, ήδη από την Υστερη Νεολιθική εποχή, τις αναγκαίες και ικανές προϋποθέσεις για την εγκατάσταση του ανθρώπου στην κοιλάδα του Γορμού. Ο χώρος αυτός χρησιμοποιείται και σήμε­ρα ακριβώς κατά τον ίδιο τρόπο, και μάλιστα κυνηγοί και βοσκοί είναι αυτοί που πρώτοι εντόπισαν αρχαίους τάφους και τους υπέδειξαν στους αρχαιολόγους.

Στις υπώρειες της Μερόπης και του βουνού Κουτσόκρανο, βρίσκεται ο εκτεταμένος αρχαιολο­γικός χώρος της κοιλάδας του ποταμού Γορμού. Δυσπρόσιτος κατά ένα μεγάλο μέρος του στον σημερινό επισκέπτη, είναι ο δεύτερος σε σπουδαιότητα για την προϊστορική εποχή, μετά από αυτόν του λεκανοπεδίου των Ιωαννίνων. Πλήθος θέσεων με επιφανειακά λείψανα μαρτυρούν τη συνεχή χρήση του χώρου από την προϊστορική εποχή και τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους. Συστάδες τύμβων (στη θέση Παλιούρια Παλαιόπυργου) μιλούν για μια συνήθεια ταφής των νεκρών που έχει τη ρίζα της στη Ρωσική στέπα. Τα ίχνη ενός κεραμικού κλίβανου στην Γκλάβα Κάτω Μερόπης χρονολογούνται από τον 11ο αιώνα π.Χ.

Από εδώ περνούν φίλοι και εχθροί, καθώς η κοιλάδα του Γορμού αποτελεί φυσικό πέρασμα από την κοιλάδα του Δρίνου στην πεδιάδα του Καλπακίου και από εκεί στο Λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων, ενώνοντας το Βορρά με το Νότο, τα δυτικά παράλια” με την ενδοχώρα και την Ανατολή. Πολύπαθο αλλά και πολυμήχανο, το Πωγώνι θα μοιραστεί τα πάθη και τις δόξες της “ευάνδρου” Ηπείρου.

Κατ’ αρχάς, στους προϊστορικούς και στους πρώτους ιστορικούς χρόνους η περιοχή δεν ονομαζόταν “Πωγώνι”. Το όνομα αυτό πιθανόν να το απόκτησε πολύ αργότερα, κατά τους βυζαντινούς χρόνους, γύρω στον 7ο αιώνα μ.Χ.  Στην αρχαία εποχή, φαίνεται ότι αποτελούσε, κατά ένα μέρος του τουλάχιστον, τμήμα της χώρας των Μολοσσών, του ηπειρωτικού φύλου που συνέδεε την καταγωγή του με τον ομηρικό Αχιλλέα και τους γενναίους Μυρμηδόνες του, και που χάρισε στην ανερχόμενη μακεδονική δύναμη τη βασίλισσα Ολυμπιάδα, μητέρα του Μεγάλου Αλέξανδρου (4ος αιώνας π.Χ.).

Η δίψα για επέκταση, για κατάκτηση, ασφαλώς γέννημα της ανάγκης σ’ έναν στερημένο τόπο, όπου οι πιέσεις των μακρινών και κοντινών γειτόνων είναι καθημερινό ψωμί, θα γεννήσει περιό­δους εξάπλωσης και ακμής, σύντομες σχετικά, τις οποίες θα ακολουθήσουν περίοδοι αναταραχών, βασιλιάς της Ηπείρου Πυρρός επεκτείνει τα όρια του βασιλείου του ως τη Μακεδονία, αλλά αποβιβάζεται και στην Ιταλία και απειλεί τη Ρώμη. Εξάλλου προελαύνει και προς την Σπάρτη, την οποία μάταια επιχειρεί να καταλάβει. Στην επεκτατική δράση του θα θέσει τέρμα ένα μοιραίο κεραμίδι που θα του πετάξει στο κεφάλι από έναν εξώστη μια αγανακτισμένη γυναίκα στο Άργος. Θα ακολουθήσει περίοδος παρακμής, όπου τα ηπειρωτικά φύλα θα καλέσουν για βοηθούς στις μεταξύ τους συγκρούσεις τους Ρωμαίους. Είναι μια πάγια τακτική που θα συνεχιστεί και στους επό­μενους αιώνες, έως και τους νεότερους χρόνους.

Η Ρωμαϊκή κατάκτηση (167 π.Χ.), που θα περάσει από την οδό Κακαβιά – Καλπάκι, θα παρα­δώσει 70 πόλεις των Μολοσσών στα στρατεύματα του νικητή προς λεηλασία. Η χώρα ερημώνει. Ωστόσο η ιστορία θα μας παραδώσει ένα πολύτιμο στοιχείο για την οικονομική κατάσταση της περιοχής: το κέρδος κάθε στρατιώτη από τη λεηλασία δεν ξεπερνάει τις 10 δρχ! Όταν ο Οκταβιανός Αύγουστος, μετά την ναυμαχία στο Άκτιο (31 π.Χ.), θα χτίσει την Νικόπολη (κοντά στη σημερινή Πρέβεζα) και θα συγκεντρώσει εκεί όσο πληθυσμό μπορεί, θα θέσει χωρίς να το φαντάζεται τα θεμέλια ενός σημαντικού κέντρου του χριστιανισμού, που οι διάδοχοι του Ρωμαίοι αυτοκράτορες με πείσμα θα πολεμήσουν.

Οι πρώτοι χριστιανικοί χρόνοι θα βρουν λοιπόν την υπόλοιπη Ήπειρο αραιοκατοικημένη. Ωστόσο ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου, Κωνσταντίνος ο Πωγωνάτος, επιστρέφοντας από στρα­τιωτικές επιχειρήσεις στην ιταλική χερσόνησο, θα περάσει -από που αλλού;- από το Πωγώνι, και εκεί, κοντά στην σημερινή συνοριακή γραμμή που χωρίζει το ελληνικό από το αλβανικό Πωγώνι, θα ανοικοδομήσει εκ βάθρων συνδρομή και δαπάνη” αυτού τη μονή της Μολυβδοσκεπάστου και θα θεμελιώσει την Πωγωνιανή. Βρισκόμαστε στον 7ο αιώνα μ.Χ.

Τίποτε όμως δεν μπορεί να σταματήσει τους ειδών ειδών επιδρομείς και κατακτητές. Το βυζα­ντινό θέμα της Παλαιάς και Νέας Ηπείρου υποφέρει. Οι νορμανδικές επιδρομές, από τον 11ο μ.Χ. αιώνα, διαδέχονται η μία την άλλη, οι εισβολείς περνούν και πάλι από το Πωγώνι. Την ταραγμένη περίοδο ακολουθούν 2 περίπου αιώνες ακμής χάρη στην ίδρυση του Δεσποτάτου της Ηπείρου, που κάποια στιγμή περιλαμβάνει ακόμα και την Πελοπόννησο και τη Μακεδονία. Χτίζονται κάστρα, εκκλησίες, μοναστήρια, και στο Πωγώνι καθιερώνεται, στις αρχές του 14ου αιώνα, η ετήσια εμπο­ροπανήγυρη της Διπολίτσας που διαρκεί 1 μήνα, γύρω στον 15αύγουστο, και που θα μεταφερθεί στα τέλη του 18ου αιώνα από τον Αλή Πασά στα Γιάννενα, για να συνεχιστεί ως τις μέρες μας (κατά τις πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη). Εβδομαδιαίες αγορές γίνονται έως τα τέλη του 19ου αιώνα στην Πολίτσιανη, στην Καστάνιανη, στο Δελβινάκι.

Ήδη όμως από τα μέσα του 14ου αιώνα και τη συντριβή της δύναμης των Σέρβων στο Κοσσυφοπέδιο, στο βυζαντινό έδαφος περιπλέκεται η ιστορία ποικίλων κρατών και εθνικοτήτων: ελληνικής, αλβανικής, σερβικής, γαλλικής και ιταλικής. Οι κάτοικοι του Πωγωνίου αρχίζουν να μεταναστεύουν, κυρίως ο ανδρικός πληθυσμός, ο οποίος διαπρέπει, ακόμα και μετά την Οθωμανική κατάκτηση (15ος αιώνας), στις παραδουνάβιες περιοχές, τόσο στο εμπόριο όσο και στα γράμ­ματα. Πολύ νωρίς, από τον 15ο αιώνα, χτίζει μονές και συγκροτήματα εργαστηρίων και ξενώνων στη Ρουμανία, και με τα εισοδήματα από αυτά εξασφαλίζει την επιβίωση ανθρώπων και μοναστηριών στο Πωγώνι. Οι γυναίκες, που έχουν μείνει πίσω, δεν κρατούν μόνο το σπιτικό, το λαχανόκη­πο και τα οικόσιτα ζώα, αναλαμβάνουν και το ρόλο του απουσιάζοντος συζύγου, πατέρα ή γιου. Η σκληρή εργασία αλλοιώνει την κατά γενική ομολογία απαράμιλλη ομορφιά τους. “Βησανιώτισσα, με φίλησες κι αρρώστησα…” παραπονιέται γοητευμένος ο λαϊκός βάρδος ενώ κάποιος θυμόσοφος συμβουλεύει “Κοπέλλα από το Γκουβέρι (το σημερινό Φαράγγι) και νερό από το Κόκκινο Λιθάρι (πηγή Β.Δ. του Δελβινακίου)”.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της Οθωμανικής κατάκτησης η Ήπειρος δεν ησυχάζει στιγμή. Στάσεις και επαναστάσεις οδηγούν στην αφαίρεση των προνομίων από τους κατοίκους πολλών περιοχών της, προνομίων που το Πωγώνι ποτέ δεν απήλαυσε. Ωστόσο η “αυτοκρατορία του Αλή Πασά”, στα τέλη του 18ου αιώνα, που αυτή τη φορά φτάνει ως το Ταίναρο και περιλαμβάνει όλη την Στερεά Ελλάδα, δημιουργεί κατάλληλες συνθήκες για την ανάπτυξη του εμπορίου. Μετά την πτώση του, αλβανικά στίφη θα απογυμνώσουν το Πωγώνι, το Ζαγόρι την Κόνιτσα. Πολύ αργότερα, ως συνέπεια της πνευματικής ακμής του, το Πωγώνι με τα τόσα σχολεία και παρθεναγωγεία θα δώσει στον Χριστιανισμό έναν Οικουμενικό πατριάρχη, τον Αθηναγόρα (1948 – 1972). Με χαρά οι φιλόξενοι κάτοικοι θα σας δείξουν το πατρικό του σπίτι στο Βασιλικό (πρώην Τσαραπλανά). Κι αν οι κήποι των ξεχασμένων αυτών χωριών σας εκπλήσσουν, μην απορείτε: επί αιώνες οι Πωγωνήσιοι κηπουροί έστηναν τους θρυλικούς μπαξέδες της Κωνσταντινούπολης.

Φυσικό Περιβάλλον

Το υγρό κλίμα και τα γεωλογικά κοιλώματα, η πλούσια βλάστηση και τα κατακάθαρα νερά των ποταμών συνθέτουν ένα τοπίο ιδιαίτερης ομορφιάς. Σε κάθε γωνιά, υπάρχουν δείγματα μιας ζωντανής και όμορφης φύσης, όπως είναι συστάδες των δρυών που γεμίζουν με μανιτάρια και σπάνια ή εντυπωσιακά λουλούδια το φθινόπωρο και την άνοιξη. Τέτοιες ομορφιές βρίσκονται πολύ κοντά σε οικισμούς ή σε δρόμους, και περιμένουν το φυσιολάτρη να τις (ξανά) ανακαλύψει.

Η περιοχή του Ωραιόκαστρου, της λίμνης του Δελβινακίου (Ζαραβίνα), το δάσος της Μερόπης – Παλαιόπυργου, το δάσος της “Μπούνας”, η κοιλάδα του Γορμού, το όρος Νεμέρτσικα και το φαράγγι του Κουβαρά δημιουργούν ένα πλήθος οικοσυστημάτων. Αποτελούν ενδιαιτήματα εκατοντάδων ειδών φυτών και ζώων, αρκετά από τα οποία είναι σπάνια ή απειλούμενα, και συνθέτουν ένα πολύτιμο δίκτυο περιοχών που πρέπει να προστατευτούν.Η ασφάκα, η λαδανιά, οι φτέρες, η βελανιδιά, ο πρίνος, η κουμαριά, η κρανιά, η ιτιά, ο πλάτα­νος είναι ορισμένα από τα είδη που συνθέτουν τη χλωρίδα της περιοχής.

Στις βραχώδεις πλαγιές του όρους Νεμέρτσικα φωλιάζουν πολλά είδη αρπακτικών πουλιών. Μεγάλα θηλαστικά, όπως ο λύκος (Canis lupus) και το αγριογούρουνο (Sus scrofa) αναζητούν τροφή και καταφύγιο στα πυκνά αειθαλή και φυλλοβόλα δάση της περιοχής, ενώ στο φαράγγι του Κουβαρά έχουν παρατηρηθεί μεμονωμένες αρκούδες (Ursus arctos) και αγριόγιδα (Capella rupi-carpa). Στα νερά των ποταμών και της λίμνης της Ζαραβίνας ζει η βίδρα (Lutra lutra), σπάνιο υδρό­βιο θηλαστικό που απαιτεί πεντακάθαρα νερά και πλούσια παρόχθια βλάστηση. Άλλα θηλαστικά που διαβιούν στην περιοχή είναι η αλεπού (Vulpes vulpes), ο ασβός (Meles meles), το κουνάβι (Martes foina), η νυφίτσα (Mustella nivalis), ο δασοπόντικας (Apodemus sylvaticus), ο λαγός (Lepus europacus), ο σκίουρος (Sciurus vulgaris) και άλλα. Τέλος, στα καθαρά νερά των ποταμών, συχνή είναι και η παρουσία της πέστροφας.

Μοναστήρια

Γύρω από το χώρο της συνεκτικής δόμησης των χωριών του Πωγωνίου υπάρχει μια πληθώρα εκκλησιαστικών μνημείων. Εικονίσματα, ξωκλήσια και αρκετές φορές μοναστήρια, πολλά από τα οποία έχουν ιδρυθεί κατά τα Βυζαντινά και Μεταβυζαντινά χρόνια, βρίσκονται διάσπαρτα και συμπληρώνουν το ανθρωπογενές τοπίο του αγροτικού χώρου. Τα σπουδαιότερα μοναστήρια είναι η μονή Μακρυαλέξη (1585) στην Κάτω Λάβδανη, η μονή Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου (1614) στην Κάτω Μερόπη, η μονή Άβελ (1770) και η μονή Γενεσίου της Θεοτόκου Γιούρχαν (1736) στη Βήσσανη, η μονή Εισοδίων της Θεοτόκου (1678) στο Περιστέρι, η μονή Αγίας Παρασκευής στο Κρυονέρι και η μονή Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου (1677) στο Σταυροδρόμι.

Κάθε χωριό έχει μεγάλο αριθμό εικονισμάτων ή ξωκλησιών. Τέσσερα απ’ αυτά είναι πάντα χτισμένα στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, σηματοδοτώντας και οριοθετώντας τον οικισμό. Συνήθως τα ξωκλήσια ή τα εικονίσματα αυτά ήταν αφιερωμένα σε αγίους που προστάτευαν τον οικισμό: “έζωναν τον τόπο και τον φύλασσαν από το κακό”, καθαγιάζοντας έτσι τις κοινοτικές εκτάσεις. Εκτός από τα εικονίσματα, τα ξωκλήσια και τα μοναστήρια που βρίσκονται περιμετρικά των οικισμών, μέσα στο κάθε χωριό, και συνήθως στο κέντρο του, υπάρχει η κεντρική εκκλησία. Ο κεντρικός Ιερός Ναός αποτελεί το πρωταρχικό κύτταρο γύρω από το οποίο αναπτύσσεται η συνεκτική δόμηση του οικισμού. Σε πολλές περιπτώσεις η θεμελίωση και το χτίσιμο του κεντρικού ναού ταυτίζονται με την ίδρυση του οικισμού.

Αρκετοί ναοί έχουν χτιστεί κατά τα Βυζαντινά και Μεταβυζαντινά χρόνια, και έχουν αξιόλογες αγιογραφίες, ενώ σε πολλούς από αυτούς το ξυλό­γλυπτο τέμπλο είναι μοναδικής τέχνης. Αξιόλογους ναούς συναντάμε σχεδόν σε κάθε χωριό του Πωγωνίου με σημαντικότερους του Αγίου Δημητρίου (με το ξυλόγλυπτο τέμπλο αφιέρωμα της οικογένειας του Μάρκου Μπότσαρη) στον Κακόλακκο, της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (1413) και του Αγίου Αθανασίου (1585) στην Κάτω Μερόπη, της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (1862) στον Παλαιόπυργο, των Εισοδίων της Θεοτόκου στη Ρουψιά με αξιόλογο ξυλόγλυπτο τέμπλο, του Αγίου Νικολάου (1791) στη Βήσσανη, της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (1620), του Αγίου Αθανασίου (1790), των Αγίων Θεοδώρων, του Αγίου Ιωάννη και των Ταξιαρχών στο Δελβινάκι, της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στα Κτίσματα, και τέλος του Αγίου Νικολάου (1873) στην Πωγωνιανή. Ένα άλλο εκκλησιαστικό μνημείο, με την ευρύτερη όμως έννοια, το οποίο μπορεί ο επισκέπτης να συναντήσει στην περιοχή του Πωγωνίου, είναι το Ασκηταριό Αγιοί, χτισμένο πάνω σε βράχο κοντά στην ομώνυμη γέφυρα του ποταμού Γορμού (περιοχή Λίμνης Ζαραβίνας).

Νεώτερα Μνημεία

Στην περιοχή του Πωγωνίου αναπτύχθηκε ένα σύστημα διάσπαρτων οικισμών και οικιστικών ενοτήτων. Για να δημιουργήσει αυτό το οικιστικό σύστημα, ο άνθρωπος εκμεταλλεύτηκε με τον καλύτερο και αποδοτικότερο τρόπο τις παραγωγικές δυνατότητες του φυσικού χώρου. Η δομή του κάθε οικισμού, όσο μικρός και αν είναι, ακολουθεί το γενικό πρότυπο που κυριαρχεί στην Ήπειρο. Δηλαδή τα χωριά του Πωγωνίου συγκροτούνται γύρω από έναν ανοικτό κοινοτικό χώρο, που είναι η κεντρική πλατεία. Αυτή συγκεντρώνει όλη τη δραστηριότητα του χωριού και ταυτίζεται με την κοι­νωνική, θρησκευτική, οικονομική και πολιτισμική οντότητα της τοπικής κοινωνίας. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι όλες οι υποδομές συγκεντρώνονται γύρω από την πλατεία και σχεδόν όλες οι δραστη­ριότητες της μικρής κοινωνίας του χωριού εκεί πραγματοποιούνται.

Με κέντρο λοιπόν την πλατεία, ο επισκέπτης μπορεί να ξεκινήσει την περιήγηση του στο χώρο. Η εκκλησία, το σχολείο, το παρθεναγωγείο, το αρρεναγωγείο, οι βρύσες, οι στέρνες, τα καλντερί­μια, είναι τα πρώτα δείγματα της λαϊκής αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, που μπορεί να τη συναντή­σει κανείς σε πολλά από τα χωριά του Πωγωνίου. Σε λίγο μεγαλύτερη απόσταση και περιμετρικά του οικισμού συναντούμε ξωκλήσια, εικονίσματα και μοναστήρια, αλλά και μεμονωμένες κατα­σκευές, που τονίζουν τον αγροτικό χαρακτήρα της περιοχής. Ακόμη και το μάτι του μη έμπειρου περιηγητή μπορεί να διακρίνει εύκολα ένα πλήθος κατασκευών όπως είναι τα αλώνια, οι καλύβες, οι αναλημματικοί τοίχοι, οι νερόμυλοι, οι βρύσες και τα γεφύρια, όλα φτιαγμένα από ξερολιθιά. Είναι η ανθρωπογενής προέκταση του φυσικού χώρου, αφού προσαρμόζονται οργανικά, λειτουρ­γικά και αισθητικά στα ιδιαίτερα γεωμορφολογικά δεδομένα της περιοχής.

Κατά τη διάρκεια της περιήγησης μας, με στόχο την ανακάλυψη των ξερολιθικών αυτών κτι­σμάτων στο Πωγώνι, μπορούμε να συναντήσουμε νερόμυλους στον Άγιο Κοσμά, στο Ωραιόκαστρο, στον Παλαιόπυργο, στην Κάτω Μερόπη και στη Μερόπη. Κοντά στον ανακαινισμένο νερόμυλο του Ωραιόκαστρου, υπάρχει σε καλή κατάσταση ένα αλώνι και, συνεχίζοντας το μονοπάτι που ανοίγε­ται μπροστά μας, συναντούμε το πέτρινο γεφύρι στον ποταμό Γορμό, το οποίο αναστηλώθηκε το 1994. Στον Παλαιόπυργο, λίγο έξω από τον οικισμό, υπάρχουν δύο νερόμυλοι στη θέση Γκρέτση. Ο ένας έχει πρόσφατα αναστηλωθεί. Η πρόσβαση σ’ αυτούς τους νερόμυλους γίνεται από χωματόδρομο που ξεκινάει από το χωριό. Ο χωματόδρομος καταλήγει σε πέτρινο γεφύρι, από όπου ξεκι­νάει μονοπάτι. Ακολουθώντας το μονοπάτι, συναντούμε σε διάφορες θέσεις μικρά αλώνια. Οι δύο νερόμυλοι, το πέτρινο γεφύρι και το μονοπάτι στη θέση “Γκρέτση” Παλαιοπύργου, έχουν χαρακτη­ριστεί ιστορικά διατηρητέα μνημεία. Στο Δολό συναντούμε άλλον ένα νερόμυλο, το “Νερόμυλο της Νονούλως”, στον οποίο έχουν γίνει κάποιες εργασίες αποκατάστασης, ενώ στο Σταυροσκιάδι και στους Δρυμάδες συναντούμε νερόμυλους, που είναι σε ερειπιώδη κατάσταση.

Εκτός από τους νερόμυλους, ενδιαφέροντα μνημεία της προβιομηχανικής εποχής είναι τα αλώ­νια, τα οποία έχουν και πέτρινα βοηθητικά κτίσματα, τις “καλύβες”. Τέτοια αλώνια υπάρχουν στην Κάτω Μερόπη, στο Σταυροσκιάδι, στους Δρυμάδες και στο Δολό.

Τα παλαιότερα χρόνια η ύδρευση εξασφαλιζόταν από τις πηγές και από τα πηγάδια, που βρί­σκονταν κοντά σε κάθε οικισμό. Σήμερα βρίσκονται χαρακτηριστικά σύνολα πέτρινων πηγαδιών, που διατηρούνται σε καλή κατάσταση, στη Βήσσανη και στη Λίμνη. Στην πλατεία ή σε κομβικά σημεία των χωριών υπάρχουν βρύσες στεγασμένες ή όχι που παλαιότερα εξασφάλιζαν τη διανομή του νερού στα νοικοκυριά. Σήμερα ο επισκέπτης μπορεί να ξεκουραστεί εκεί και να ξεδιψάσει.

Πολλά είναι τα νεότερα δημόσια κτίρια που συμπλήρωναν τις υποδομές κάθε οικισμού, ανάλο­γα με την ευημερία που γνώρισε κάποτε. Εντυπωσιακά και επιβλητικά κτίρια είναι τα παρθεναγωγεία και το αρρεναγωγεία στη Βήσσανη και στο Δελβινάκι. Κάθε οικισμός διέθετε το δικό του πέτρινο σχολείο. Στους μεγαλύτερους οικισμούς υπήρχαν επιπλέον και τεχνικές σχολές, όπου οι σπουδαστές μάθαιναν κάποια από τις παραδοσιακές τέχνες, όπως η υφαντουργία ή η ταπητουργία. Αξιόλογα τέτοια κτίρια είναι τα παλαιά δημοτικά σχολεία στη Λίμνη και στην Κάτω Μερόπη (όπου σήμερα στεγάζεται η λαογραφική συλλογή) και η Ταπητουργική Σχολή στο Δελβινάκι.

Τέλος ελάχιστα είναι τα κτίρια που ανάγονται στην εποχή της τουρκοκρατίας. Πληροφορίες λένε, ότι στην περιοχή του Πωγωνίου υπήρχαν χάνια και άλλα κτίσματα, που εξυπηρετούσαν τις μετακινήσεις και τις καθημερινές δραστηριότητες των κατοίκων της περιοχής. Σήμερα μόνο ερεί­πια ή κτίρια που έχουν αφεθεί στη φθορά του χρόνου μπορεί να συναντήσει ο επισκέπτης, όπως το σαράι του μπέη στην Πωγωνιανή.

Ακολουθώντας τα παλιά μονοπάτια που ένωναν τους οικισμούς, ο επισκέπτης μπορεί να συνα­ντήσει πολλές πέτρινες βρύσες και μια πληθώρα από μικρά και μεγάλα πέτρινα γεφύρια. Αξιόλογα είναι τα πέτρινα γεφύρια στο Ωραιόκαστρο, στον Παλαιόπυργο, στη Δάβδανη, ενώ μοναδικής τεχνικής είναι το “δίδυμο” πέτρινο γεφύρι που βρίσκεται στην Κάτω Δάβδανη.

Όλοι οι οικισμοί του Πωγωνίου παρουσιάζουν ενδιαφέρον και έχουν να επιδείξουν δείγματα λαϊκής αρχιτεκτονικής. Γενικό γνώρισμα όλων των οικισμών είναι η χρήση της πέτρας που χρησιμοποιήθηκε άφθονα στις οικοδομές, στις στέγες, στα δάπεδα, στο στρώσιμο των δρόμων, στις αυλές και στις αυλόπορτες. Εντυπωσιακά δείγματα τέτοιων οικισμών αποτελούν το Δολό και το Τεριάχι, που έχουν χαρακτηριστεί παραδοσιακοί οικισμοί. Τα περισσότερα σπίτια είναι πέτρινα, διώροφα με τετράρριχτες στέγες, και διατηρούν το παραδοσιακό σχήμα της αγροτικής αρχιτεκτονικής.


Το Γεφύρι της Άρτας:

«Ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν»

Παράδοση και μαστοριά αποτελούν το κράμα για το Γεφύρι της Άρτας, που ενώνει τις δύο πλευρές του Άραχθου ποταμού. Από τις λαϊκές ιστορίες του παρελθόντος ακούγοντας αφηγήσεις των παλιότερων κατοίκων και από τους στίχους του ηπειρώτικου τραγουδιού, που αναφέρεται στην κατασκευή του γεφυριού, μεταφέρεται ο νους σε διαφορετική εποχή γεμάτη από  θρύλους και ιστορίες άλλης πραγματικότητας. Σήμερα στη επίσκεψη στο Γεφύρι τηςΆρτας ως επισκέπτης γνωρίζεις δείγμα της ηπειρώτικης αρχιτεκτονικής, λιτής και αυστηρής, χαρακτηριστικό δείγμα κατασκευής χωρίς την χρήση σκυροδέματος.

Το Γεφύρι και η κατασκευή του

Τα βάθρα του γεφυριού  είναι κτισμένα σε μεγάλους κανονικούς λίθους, σχηματισμός βασισμένος σε ισοδομικό σύστημα, με τρόπο παρόμοιο με την τοιχοποιία ελληνιστικών μεγάρων. Οι επιστημονικές απόψεις τεκμηριώνουν, ότι τα βάθρα δημιουργήθηκαν στη διάρκεια των ελληνιστικών χρόνων υπό τον Πύρρο τον 3ο αιώνα π.Χ. στην περίοδο του Δεσποτάτου της Ηπείρου.

Από την μία πλευρά υπάρχουν απόψεις από ορισμένους μελετητές, ότι οι τέσσερις καμάρες και τα οκτώ μικρά τοξωτά ανοίγματα, που διοχετεύονταν τα νερά σε περίπτωση πλημμύρας, κατασκευάστηκαν την πρώτη μεταβυζαντινή περίοδο. Από την άλλη κατά την διάρκεια του Δεσποτάτου της Ηπείρου η περιοχή άκμασε σημαντικά ειδικά στην πρώτη περίοδο, που η Άρτα αποτελούσε σημαντικό πολιτιστικό κέντρο που βρίσκονταν ιδιαίτερης αξίας αρχαιολογικοί χώροι. Σήμερα στην ευρύτερη περιοχή συναντάνε οι ταξιδιώτες ανεκτίμητης αξίας πολιτιστικούς, αρχαιολογικούς και ιστορικούς χώρους απομεινάρι παλιότερων χρόνων.

Η μεγαλύτερη καμάρα ξαναχτίστηκε στην τουρκοκρατία, που η διαδικασία της ανακατασκευής της δημιούργησε τους θρύλους και τα τραγούδια, εξαιτίας της δυσκολίας κατασκευής. «Ολιμερίς το χτίζανε το βράδυ γκρεμιζόταν». Υπάρχουν πολλές πτυχές στο πέρασμα των αιώνων που προκαλέσανε την στιχομυθία του γνωστού ηπειρώτικου τραγουδιού. Κατά την περίοδο κυριαρχίας της οθωμανικής αυτοκρατορίας η ευρύτερη περιοχή ήταν πολιτισμική, λόγω ότι οι κάτοικοι αποτελούνταν από Οθωμανούς, Έλληνες, Λατίνους, Φράγκους, Βενετσιάνους, Εβραίους, Αιθίοπες με αποτέλεσμα ο Αλή Πασάς, εξαιτίας των εμπορικών σχέσεων στη Δύση προσπάθησε την δημιουργία του γεφυριού, που ένωνε τις δύο πλευρές του Άραχθου ποταμού για την επικοινωνία κυρίως από την Βενετσιάνικη στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Σύμφωνα με σωσμένες γραπτές μαρτυρίες η κατασκευή αυτή έγινε το 1612, οι εργασίες κράτησαν τρία χρόνια και η νέα καμάρα έγινε ακόμη ψηλότερη, για μεγαλύτερη ευστάθεια. Μάλιστα υπάρχει και σχετική παράδοση σύμφωνα με την οποία, τους άριστους τεχνίτες, που έφτιαξαν τη γέφυρα, χρηματοδότησε ο Αρτινός παντοπώλης Γιάννης Θειακογιάννης, που έγινε ξαφνικά πλούσιος, όταν αγόρασε από πειρατές καπάσες με λάδι, στις οποίες όμως αντί για λάδι βρέθηκε κρυμμένο χρυσάφι.

Το γεφύρι πήρε την τελική του μορφή το 1612, που έγινε η τελευταία προσθήκη: Ανυψώθηκε δηλαδή το οδόστρωμα, κυρίως στις χαμηλές καμπυλώσεις μεταξύ των καμάρων, για να γίνεται πιο εύκολα η διέλευση ιδιαίτερα της ψηλής καμάρας, και το γεφύρι πήρε τη σημερινή του όψη. Αυτή η τελευταία προσθήκη είναι πολύ ευδιάκριτη πάνω στην τοιχοποιία.

Στη σύγχρονη εποχή η φράση «ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν» χρησιμοποιείται για κάθε έργο, που συναντά δυσκολίες και αδυνατεί να ολοκληρωθεί. Η μεγάλη δυσκολία κατασκευής του ενέπνευσε την παράδοση, τον μύθο, την ποίηση, τη ζωγραφική και τη μουσική, για να εξυμνηθεί ο δύσκολος αγώνας του ανθρώπου να πραγματοποιήσει μεγαλόπνοα σχέδια.

Παράδοση και Τραγούδι

Το γνωστό δημοτικό τραγούδι «της Άρτας το γεφύρι», που υπήρξε πρότυπο για παραλλαγές σε όλη τη Βαλκανική χερσόνησο, αναφέρει σχετικά σε στίχο του: «Αν δε στοιχειώσετε άνθρωπο, γεφύρι δεν στεριώνει». Έτσι ο πρωτομάστορας αποφάσισε να παραπλανήσει τη γυναίκα του προφασιζόμενος, ότι έχασε την βέρα του στα θεμέλια. Εκείνη προθυμοποιήθηκε να ψάξει και τότε ο πρωτομάστορας προχώρησε στο μακάβριο σχέδιο της ανθρωποθυσίας. Όταν η τραγική γυναίκα κατάλαβε, ότι οι μάστορες και κυρίως ο Πρωτομάστορας άντρας της την ξεγέλασαν, έριξε βαριά κατάρα για όσους διαβούν το γεφύρι: «Αν τρέμουν τ’ άγρια βουνά, να τρέμει το γιοφύρι κι αν πέφτουν τ’ άγρια πουλιά, να πέφτουν οι διαβάτες». «Ως τρέμει το καρυόφυλλο, να τρέμει το γιοφύρι κι ως πέφτουν τα δεντρόφυλλα, να πέφτουν οι διαβάτες».

Με το χτίσιμο της γυναίκας του Πρωτομάστορα στα θεμέλια πραγματοποιήθηκε η θυσία, που απαιτούσαν τα στοιχειά του ποταμού προκειμένου να επιτρέψουν στους ανθρώπους, να γεφυρώσουν τις δύο όχθες του ορμητικού Άραχθου. Μέχρι και σήμερα, όταν οι Αρτινοί διασχίζουν το γεφύρι της Άρτας, λέγεται πως χαμηλώνουν τη φωνή και τα μάτια αποδίδοντας φόρο τιμής στην Πρωτομαστόρισσα, που με τη θυσία της αλλά και την αλλαγή της κατάρας της σε ευχές προσέφερε στους ντόπιους ένα μνημείο -σύμβολο στο πέρασμα του χρόνου. Ο θρύλος του Γεφυριού της Άρτας έκανε το πέτρινο πέρασμα γνωστό με την βοήθεια του δημοτικού τραγουδιού. Η εικόνα του Γεφυριού έχει κοσμήσει πίνακες, κεντήματα, χαλκογραφίες, νομίσματα και ξυλόγλυπτα κάνοντάς το διαχρονικό και προσφέροντάς του μια θέση ανάμεσα στα υπόλοιπα θρυλικά ελληνικά μνημεία.

Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες
γιοφύρι εθεμέλιωναν στης Άρτας το ποτάμι.
Ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν.
Μοιριολογούν οι μάστοροι και κλαιν οι μαθητάδες:
“Αλοίμονο στούς κόπους μας, κρίμα στις δούλεψές μας,
ολημερίς να χτίζουμε το βράδυ να γκρεμιέται.”

Ο συγκινησιακός φόρτος του ποιήματος με τα ανάμικτα συναισθήματα της υποταγής, αλλά και της ελπίδας της ανεξαρτησίας όχι μόνο είχε ξεπεράσει τον ελλαδικό χώρο, αλλά ακριβώς μέσα από τα μεγάλα «έργα» της εποχής πέρναγε και ως μήνυμα. Έτσι παραλλαγές του πέρασαν και σε άλλους βαλκανικούς λαούς ακόμη και σε ποντιακή διάλεκτο σε ανάλογες παραδόσεις. Την ελληνικότητα όμως του ποιήματος απέδειξε ο Κάρολος Ντίντεριχ (ή Ντίντρηχ) από τα στοιχεία, που παρέχει αυτό το ίδιο το ποίημα.

Αξιοπρόσεκτα ακόμη λαογραφικά σημεία στο δημοτικό αυτό τραγούδι είναι η αξία του δακτυλιδιού, της βέρας, ως πετυχημένο εύρημα του ποιητή, που εκτός από τα στέφανα του γάμου, δίπλα στα εικονίσματα, κανένα άλλο σύμβολο δεν θα μπορούσε να σημειώσει μεγαλύτερη επιρροή στη τότε εποχή. Επίσης το στοιχείο της πιστής συζυγικής αγάπης, αλλά και η σημασία του ξενιτεμένου και μονάκριβου αδελφού, που αποτελεί πανηγυρική επανάληψη της βεβαίωσης του Ευριπίδη “Στύλοι δε οίκων παίδες άρσενες” ή όπως η αρχαία Αντιγόνη ομολογεί «Άνδρα μπορεί να πάρω οποιονδήποτε, όμως αδελφό δεν μπορώ να ξανάβρω».


Πέτα Άρτας:

Φυσική ομορφιά και ιστορία

Το Πέτα Άρτας έχει έκταση 105.571 στρέμματα, με την συντριπτική πλειοψηφία των εδαφών να αποτελείται από ημιορεινές εκτάσεις. Εκτείνεται στο βόρειο τμήμα του Δήμου και εκεί βρίσκεται η έδρα του Δήμου, το ιστορικό Πέτα, το οποίο απέχει μόλις 7 χλμ από την πόλη της Άρτας. Κατά την απογραφή του 2011 ο πληθυσμός (δημότες) της Δημοτικής Ενότητας Πέτα ήταν 4.943 κάτοικοι και ο μόνιμος 4.781 κάτοικοι.

Η Δημοτική Ενότητα Πέτα αποτελείται από:

  1. τη Δημοτική Κοινότητα Πέτα, που περιλαμβάνει τους οικισμούς Πέτα, Αγίου Δημητρίου, Αμφιθέας, Άνω Άγιων Ανάργυρων, Κλειστού, Νεοχωρακίου και Πουρναρίου,
  2. την Τοπική Κοινότητα Μαρκινιάδας, που περιλαμβάνει τους οικισμούς Μαρκινάδας, Διασέλλας, Ζυγού, Μέγκλας και Μελατών,
  3. την Τοπική Κοινότητα Μεγάρχης, που περιλαμβάνει τον οικισμό της Μεχάρχης.

Η Δημοτική Ενότητα Πέτα υπάγεται Διοικητικά στην Περιφέρεια Ηπείρου, Δικαστικά στα Δικαστήρια της Άρτας, Οικονομικά στη Δ.Ο.Υ. Άρτας και Αρχαιολογικά στις αρμόδιες υπηρεσίες του Νομού Άρτας. Η έκταση της Δημοτικής Ενότητας Πέτα ανέρχεται σε 105,571 km2. Η έκταση αυτή αντιπροσωπεύει το 45,52% του Δήμου, το 6,5% του Νομού Άρτας (1.612 km2) και το 1,15% της Περιφέρειας Ηπείρου (9.223 km2). Μορφολογικά η περιοχή χαρακτηρίζεται ημιορεινή αποτελούμενη κυρίως από ημιορεινές εκτάσεις.

Το κλίμα της περιοχής έχει βασικά τα στοιχεία του μεσογειακού κλίματος, χαρακτηρίζεται ως εύκρατο, με ήπιους, βροχερούς χειμώνες και ξηρά καλοκαίρια. Σύνηθες φαινόμενο αποτελούν οι παγετοί κατά τους χειμερινούς μήνες προκαλώντας ζημιές στην δενδροκομική παραγωγή της περιοχής. Η μέση ετήσια θερμοκρασία κυμαίνεται στους 17 – 19°C, οι πιο θερμοί μήνες χαρακτηρίζονται ο Ιούλιος και ο Αύγουστος, ενώ ο πιο ψυχρός μήνας είναι ο Ιανουάριος. Το μεγαλύτερο ποσοστό των κατοίκων της περιοχής ασχολούνται με την γεωργία με κυριότερες καλλιέργειες τα ελαιόδεντρα και τα εσπεριδοειδή.

Η τεχνητή λίμνη Πουρναρίου αποτελεί σημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημα της περιοχής, που πρέπει να αξιοποιηθεί μέσω της ανάπτυξης εναλλακτικών μορφών τουρισμού, καθώς και της ανάδειξης του πλούσιου φυσικού περιβάλλοντος.

Το Λαογραφικό Μουσείο

Ιδρύθηκε το 1980 με ιδιωτική πρωτοβουλία του Θεόδωρου Φώτη. Για αρκετά χρόνια στεγάστηκε σε διαμορφωμένο χώρο δίπλα από το μνημείο των Φιλελλήνων. Σήμερα στεγάζεται στο κέντρο του Πέτα, σε ένα παραδοσιακό, πετρόκτιστο κτήριο, το οποίο έχει παραχωρηθεί από τον πρώην Δήμο Πέτα στο Μορφωτικό Πολιτιστικό Σύλλογο Πέτα.

Στα εκθέματα που φιλοξενεί, πολλά από τα οποία χρονολογούνται από τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα, συμπεριλαμβάνονται γεωργικά εργαλεία, αντικείμενα οικιακής χρήσης, ολοκληρωμένες συλλογές επαγγελματικών εργαλείων και πλούσιο φωτογραφικό υλικό προερχόμενο από ιδιωτικές συλλογές πετανίτικων οικογενειών, όπου αναβιώνουν στιγμιότυπα από την καθημερινή οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική ζωή των ανθρώπων μιας άλλης εποχής.

Σκοπός της ίδρυσης του Λαογραφικού Μουσείου Πέτα είναι η γνωριμία και η εξοικείωση των ανθρώπων και ειδικά της νέας γενιάς με τον παραδοσιακό πολιτισμό του πρόσφατου παρελθόντος μας, η ευαισθητοποίηση του κόσμου για τα υλικά και άυλα μνημεία της νεότερης πολιτιστικής κληρονομιάς, η κατανόηση και η ερμηνεία του χτες και η οργανική του σύνδεση με το σήμερα. Σημαντικό ρόλο τόσο στη δημιουργία όσο και στη συντήρηση και εμπλουτισμό του μουσείου παίζει η ιδιωτική πρωτοβουλία, καθώς και η στήριξη του Μορφωτικού Πολιτιστικού Συλλόγου Πέτα και του Δήμου Πέτα.

Το Μνημείο Πεσόντων στη μάχη του Πέτα

Στην κορυφή του Πέτα υψώνεται το Μνημείο στην μνήμη των Φιλελλήνων, από επτά (7) διαφορετικές εθνότητες, που έπεσαν στην μάχη του Πέτα στις4 Ιουλίου 1822. Στο χώρο, που προσφέρει μοναδική θέα, τελείται κάθε χρόνο στις εκδηλώσεις εορτασμού των «Φιλελληνίων», τρισάγιο και κατάθεση στεφάνων στη μνήμη των αγωνισθέντων και ηρωικώς πεσόντων Ελλήνων και Φιλελλήνων. Κατάθεση στεφάνων επίσης γίνεται και στις Εθνικές Εορτές.

Ο ναός Αγίου Γεωργίου

Είναι μεγάλη πλακοσκέπαστη τρίκλιτη θολωτή βασιλική χωρίς τρούλλο, με κιονοστήρικτη τοξωτή στοά (υπόστεγο) στις τρεις πλευρές του και ωραιότατο ξεχωριστό κωδωνοστάσιο. Ιδρύθηκε πριν το 1765, αλλά επειδή πυρπολήθηκε το 1822 ανακαινίστηκε το 1850. Εσωτερικά έχει δύο σειρές μεταγενέστερων τοιχογραφιών στις μακρές πλευρές του. Απ’ τα κειμήλια αξιολογότατα είναι, ένας μεταξοκέντητος επιτάφιος του 1647 -εφάμιλλος εκείνου του Θεοτοκίου- και Ευαγγέλιο έκδοσης Βενετίας του 1765. Λειτουργεί ως ενοριακός ναός.

Η μάχη του Πέτα

Την Τρίτη 4 Ιουλίου 1822, ο Ρεσίτ Πασάς Κιουταχής με περίπου 8.000 Οθωμανούς στρατιώτες βγήκε από την Άρτα. Το Πέτα βρίσκεται σε μια κορυφογραμμή από βορρά προς νότο με απότομες πλαγιές που βλέπουν προς την Άρτα. Στα αριστερά τοποθετήθηκαν οι Φιλέλληνες, πιο δεξιά το πυροβολικό τους, στη συνέχεια το σώμα των Επτανησίων με τον Σπ. Πανά, και στο δεξιό άκρο πάνω σε ένα λόφο ο Γώγος Μπακόλας με τους πολεμιστές του. Σε άλλη κορυφογραμμή πιο πίσω τοποθετήθηκαν οι Μπότσαρης, Βλαχόπουλος κ.ά.

Η μάχη άρχισε από τα χαράματα και κράτησε έως το απόγευμα. Η πορεία της μάχης ευνοούσε την ελληνική πλευρά, όμως στο ύψωμα, που κατείχε ο Μπακόλας, φάνηκαν ξαφνικά περίπου 80 Τούρκοι σημαιοφόροι. Οι Έλληνες ερμήνευσαν αυτό το περιστατικό ως προδοσία του Μπακόλα και οπισθοχώρησαν, και καθώς άργησε η διαταγή της οπισθοχώρησης οι Φιλέλληνες, που έμειναν στην μάχη, περικυκλώθηκαν από τους εχθρούς.

Οι περίπου 15 Πολωνοί Φιλέλληνες, με αρχηγό τους τον Μιρζεύσκι, οχυρώθηκαν στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στο κέντρο του Πέτα όπου βρήκαν τραγικό θάνατο. Από το Σώμα των Φιλελλήνων (Ιταλοί, Γερμανοί, Γάλλοι, Ελβετοί, Βέλγοι, Ολλανδοί, Δανοί, Σουηδοί, Πολωνοί) 68 σκοτώθηκαν, ανάμεσά τους και ο διοικητής του τακτικού στρατεύματος συνταγματάρχης Πιέτρο Ταρέλλα. Ο βαριά πληγωμένος στρατηγός Νόρμαν είπε στον Μαυροκορδάτο: «Πρίγκηπα, όλα τα χάσαμε, εκτός από την τιμή». Το δικαστήριο που έγινε αμέσως μετά αθώωσε τον Μπακόλα από την κατηγορία της προδοσίας.

Κινήσεις πριν τη μάχη

Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, που ήταν πρόεδρος του Εκτελεστικού, «ήρχισε τον ανταγωνισμό προς τον Δ. Υψηλάντη, τον οποίον ήθελε να υπερτερήση και ως στρατιωτικόν». Στις 22 Ιουνίου, ο Μαυροκορδάτος έφτασε στο Κομπότι με 3.000 άνδρες, ανάμεσά τους και το τάγμα του τακτικού στρατού με 560 άνδρες, οι 93 από αυτούς Φιλέλληνες.

Στις 23 Ιουνίου, οι Τούρκοι βγήκαν από την Άρτα, αλλά η ελληνική πλευρά τους αναχαίτισε έως το Κομπότι. Ξεχώρισε για την ανδρεία του ο Γερμανός στρατηγός Νόρμαν. Ο στρατάρχης Μαυροκορδάτος έστειλε τον Μπότσαρη με 1.200 άνδρες προς βοήθεια των Σουλιωτών. Οι υπόλοιποι 1.500, χωρίς τον Μαυροκορδάτο, προχώρησαν προς την Άρτα, καταλαμβάνοντας το Πέτα. Ο Ομέρ Βρυώνης συνάντησε το ολιγάριθμο στράτευμα του Μπότσαρη στην Πλάκα, στις 29 Ιουνίου, όπου δόθηκε η Μάχη της Πλάκας. Οι Οθωμανοί υπερίσχυσαν και ο Μπότσαρης οπισθοχώρησε στο Πέτα έχοντας χάσει 100 άνδρες.

Ένα άλλο λάθος που έκρινε την τύχη της μάχης, ήταν η στάση των Ευρωπαίων απέναντι στον τρόπο πολέμου με τους Τούρκους. Οι Έλληνες οπλαρχηγοί συμβούλεψαν τους Φιλέλληνες να κάνουν ταμπούρια (οχυρώματα) και αυτοί απάντησαν πως «έχουν τα στήθη τους για ταμπούρια και πως ξέρουν και αυτοί να πολεμούν». Έτσι πολλοί οπλαρχηγοί αποχώρησαν από το Πέτα.

Απόηχος

Οι απώλειες της ελληνικής πλευράς στο Πέτα ήταν πολύ βαρύτερες σε σχέση με κάθε άλλη μάχη κατά τα τρία πρώτα χρόνια της επανάστασης. Οι Φιλέλληνες αξιωματικοί θέλησαν να αποδώσουν την ήττα τους στην φυγή των άτακτων ελληνικών ομάδων από το πεδίο της μάχης, κάτι που επέτρεψε στην Τουρκική πλευρά να περικυκλώσει το Τάγμα των Φιλελλήνων και το Σύνταγμα Ταρέλα, τις δύο τακτικές μονάδες, που είχαν παραμείνει παρατεταγμένες στις θέσεις τους. Το κύριο όμως αίτιο της ήττας ήταν ο συνδυασμός δύο τακτικά ασυμβίβαστων στρατευμάτων σε μια ενιαία διάταξη μάχης, δηλαδή οι άτακτες ελληνικές μονάδες από τη μια και το Τάγμα των Φιλελλήνων και το Σύνταγμα Ταρέλα από την άλλη.

Μετά τη μάχη ο Μπότσαρης, με τα απομεινάρια του εκστρατευτικού σώματος, υποχώρησε στο Μεσολόγγι μαζί με τον Μαυροκορδάτο, εγκαταλείποντας τους Σουλιώτες. Ο Μπακόλας, όταν πληροφορήθηκε τις κατηγορίες εναντίον του, συναντήθηκε με τον Μαυροκορδάτο, ο οποίος τον θεώρησε αθώο. Ο Μπακόλας όμως, αδυνατώντας να υποστεί την περιφρόνηση από τον κύκλο του, απομονώθηκε για ένα διάστημα και τελικά έλαβε την απόφαση να συμβιβαστεί με τους Τούρκους και να τους υπηρετήσει ως το τέλος της ζωής του. Αυτή του η ενέργεια ενίσχυσε την εντύπωση, που είχε δημιουργηθεί την ημέρα της μάχης.

Απίστευτες ιστορίες Φιλελλήνων στο Πέτα

Οι φιλέλληνες κατά την Επανάσταση του ’21, είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο. Αναφέρουμε εδώ, μερικές ιστορίες φιλελλήνων από τη μάχη του Πέτα, που θα συγκλονίσουν.

Ιταλός, επικεφαλής των φιλελλήνων. Πολέμησε γενναία ως το τέλος. Είκοσι Τόσκηδες τον ανέτρεψαν από το άλογό του και τον αποκεφάλισαν. Τελευταίες του λέξεις: «Νίκη ή θάνατος φιλέλληνες».

Πολωνός, έμπειρος και ικανός στρατιωτικός. Σκοτώθηκε. Την ίδια τύχη είχαν και 11 συμπατριώτες του, που κατέφυγαν στη στέγη του ναού του χωριού και πολέμησαν γενναία μέχρι το τέλος.

Γάλλος. Δεινός ξιφομάχος. Τραυματισμένος στην κνήμη, στηρίχτηκε στον κορμό μιας ελιάς και σκότωσε με το σπαθί του 12 Αλβανούς πριν πέσει κι ο ίδιος νεκρός.

Γερμανός υπολοχαγός, σημαιοφόρος. Δεν ήθελε ν’ αφήσει την κουρελιασμένη σημαία του. Πολέμησε ηρωικά και στο τέλος έπεσε πάνω στους νεκρούς συμπολεμιστές του. (Σύμφωνα με την Εγκυκλοπαίδεια “ΠΑΠΥΡΟΣ – ΛΑΡΟΥΣ – ΜΠΡΙΤΑΝΙΚΑ”, σημαιοφόρος των φιλελλήνων στο Πέτα ήταν ο Βέλγος Βοτ).

Επίσης, μεταξύ άλλων, στο Πέτα σκοτώθηκαν οι εξής:

  1. Σοβασέν: Γάλλος φιλέλληνας, σωματοφύλακας στην πατρίδα του
  2. Σεβαλιέ: Ελβετός αξιωματικός του πυροβολικού
  3. Τσεκίνο: Ιταλός φιλέλληνας. Αποκεφαλίστηκε από τους Τούρκους
  4. Νταμπρουνόβσκι: Πολωνός
  5. Ντεμπισί: Γάλλος, που ανήκε στη φρουρά του Ναπολέοντα
  6. Ντε Ντιζέσλκι: Πρώσος, υπολοχαγός του ιππικού στην πατρίδα του
  7. Ταρέλα: Ιταλός φιλέλληνας, ικανός και ανδρείος

Φιλελλήνια

Κάθε χρόνο διοργανώνονται στο Πέτα, στις αρχές του Ιουλίου τα «Φιλελλήνια», που αποτελούν τριήμερες πολιτιστικές εκδηλώσεις στη μνήμη των ηρωικώς πεσόντων Ελλήνων και Φιλελλήνων στη μάχη του Πέτα, της 4η Ιουλίου 1822.

Οι εκδηλώσεις, που γίνονται υπό την αιγίδα του Δήμου και του Μορφωτικού Πολιτιστικού Συλλόγου Πέτα, περιλαμβάνουν αθλητικούς αγώνες, χορευτικές παραστάσεις, μουσική δημοτική βραδιά, συναυλία, παράσταση καραγκιόζη κλπ, και κορυφώνονται με επίσημη δοξολογία στον Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου Πέτα και Τρισάγιο στο Μνημείο Πεσόντων Πέτα.


Tα χωριά του Ξεροβουνίου:

Iστορία, πέτρα και νερό

Στενά περάσματα, κλειστές χαράδρες, διάσελα σε καίρια σημεία και σημαντικούς δρόμους διαμόρφωσαν τις λειτουργίες στα χωριά του Ξεροβουνίου νότια του Νομού Ιωαννίνων. Στην θέση των παλιών χάνιων σιγά σιγά βρίσκονται σύγχρονα ξενοδοχεία για κατάλυση των ταξιδιωτών, οχυρωμένες θέσεις για έλεγχο, εμπόριο με βάση την ανάγκη διέλευσης των ανθρώπων από εκεί, που ήταν τα χαρακτηριστικά της περιοχής τα περασμένα χρόνια.

Μικροί λόφοι χωρίζουν την περιοχή σε δύο εδαφολογικές λεκάνες: του Άνω Λούρου και του Δ. Ξεροβουνίου, που περιλαμβάνουν τα χωριά Θεριακήσι, Κοπάνη, Βαργιάδες, Πεντόλακκος, Μελιά, Βουλιάστα, Μουσιωτίτσα, Κουκλέσι και Πέρδικα, Μυροδάφνη, Πεστά, Αγία Τριάδα, Σκλίβανη, Τέροβο, Βαρλαάμ αντίστοιχα. Γεωγραφικά ορίζεται από τον Τόμαρο (1.974 μ) και τη Νότια προέκταση του στα Δυτικά και το Ξεροβούνι (1.607 μ) και τη Βόρεια προέκτασή του στα Ανατολικά. Ακολουθεί γνωριμία με μερικά από τα χωριά του Ξεροβουνίου του Δήμου Δωδώνης Ιωαννίνων.

Το Μουσείο Εκκλησιαστικής Τέχνης στην Σκλίβανη

Μετά από μια προσπάθεια 18 ολόκληρων χρόνων της πρώην Κοινότητας Σκλίβανης, του νυν Δήμου Δωδώνης, της 8ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων και της Περιφέρειας Ηπείρου, δημιουργήθηκε ένα μοναδικό για την περιοχή μουσείο με σκοπό, όχι μόνο τη διάσωση του θρησκευτικού πλούτου, αλλά και τη διάχυση της γνώσης για τη μεταβυζαντινή κληρονομιά της περιοχής.

Το Μουσείο Εκκλησιαστικής Τέχνης  περιλαμβάνει ένα σημαντικό αριθμό φορητών εικόνων. Αρκετές από αυτές είναι έργα τοπικών ζωγράφων, αλλά και καλλιτεχνών από την ευρύτερη περιοχή των Τζουμέρκων. Επίσης εκτίθενται και ιερατικά άμφια του 19ου αιώνα, με χρυσοκέντητο διάκοσμο, καθώς και ποικίλα εκκλησιαστικά σκεύη, τα περισσότερα έργα αργυροχοϊκών εργαστηρίων της πόλης των Ιωαννίνων. Εξίσου σημαντική είναι και η συλλογή των εκκλησιαστικών βιβλίων.

Υπαίθριο Μουσείο βιωματικής Τέχνης στην Πέρδικα

Στην Πέρδικα του Δήμου Δωδώνης, οι πέτρινες κατασκευές του υπαίθριου μουσείου βιωματικής μάθησης, αλλά και το σχολείο, που σήμερα φιλοξενεί το λαογραφικό τμήμα με τα εργαλεία λαϊκού πολιτισμού, προσελκύουν δεκάδες παιδιά των σχολείων, όπου μπορούν να δουν να πιάσουν, να δημιουργήσουν, να αναπτύξουν δραστηριότητες, που εξυπηρετούν βασικές ανάγκες ζωής και να ερμηνεύσουν μόνοι τους τη χρηστικότητα των εργαλείων. Το υπαίθριο μουσείο ποιμενικής ζωής, αποτελείται από πέτρινα κτίσματα χαρακτηριστικά υποτυπώδους ποιμενικού οικισμού της περιοχής Ολύτσικας και Ξηροβουνίου. Το πρώτο οίκημα, το καλύβι του τσοπάνη είναι κτισμένο με λαϊκό τρόπο λιθοδομής και περιλαμβάνει ένα χώρο, που ο τσοπάνης με την οικογένειά του κοιμόταν, αλλά και είχε την αυτονομία για τη διατροφή τους και τα εξαρτήματα για την παρασκευή του γάλακτος για τις βασικές ανάγκες της ζωής. Το δεύτερο κτίσμα είναι ένα κτίσμα του αμπελουργού, που φιλοξενεί τη συσκευή παραγωγής τσίπουρου (άμβυκας, αποστακτήριο), το πατητήρι των σταφυλιών και όλα τα σχετικά σύνεργα, καθώς και τις αναγκαίες πληροφορίες, για τον αμπελουργό και το αμπέλι. Το τρίτο κτίσμα είναι το κτίσμα, που περιλαμβάνει τον κύκλο παραγωγής του ψωμιού. Το κτίσμα αυτό έχει χαρακτηριστικά θερινής αγροικίας (σπιτοκάλυβο) και φιλοξενεί το εργαστήριο παραγωγής ψωμιού. Το τέταρτο κτίσμα είναι το κτίσμα των λατόμων (νταμαρτζίδες), είναι το κτίσμα που φιλοξενεί την ιστορία και τα εργαλεία των νταμαρτζίδων των κατοίκων της Πέρδικας στη δεκαετία του 1950, που η αποκλειστική τους απασχόληση ήταν η εξόρυξη πέτρας, για όλη την περιοχή αλλά και για την πόλη των Ιωαννίνων.

Ο καινούργιος χώρος, που πραγματοποιήθηκε η ανακαίνιση του σχολείου, φιλοξενεί τα εργαλεία, που χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι για την επιβίωσή τους κατά την περίοδο της προβιομηχανικής εποχής, χρηστικά εργαλεία, που τα παιδιά μπορούν να τα πιάσουν ακόμη και να παρασκευάσουν αλεύρι με το χερόμυλο και να ερμηνεύσουν μόνοι τους τη χρηστικότητα των εργαλείων.

Στον ίδιο χώρο φιλοξενούνται εικόνες, φωτογραφίες και απομεινάρια από τον πρώτο και Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ τα παιδιά μπορούν να ξεφυλλίσουν και να διαβάσουν από τις 150, επανατυπωμένες εφημερίδες από τον Πόλεμο (1940–1943) -όπως ακριβώς ήταν ο τύπος της εποχής και έδινε τα γεγονότα- για επαγγέλματα που χάθηκαν και να δουν πλούσιο φωτογραφικό υλικό.

Η μαρτυρική Μουσιωτίστα

Χτισμένη στη βορειοδυτική Ελλάδα, 30 χλμ μόλις πριν από την πόλη των Ιωαννίνων, βρίσκεται η Μουσιωτίτσα, που συνέδεσε τη σύγχρονη ιστορία της με την “μαύρη” ημέρα της 25ης Ιουλίου 1943, όταν οι δυνάμεις των κατακτητών εκτέλεσαν στο χωριό 152 ανθρώπους. Τραγική, μαρτυρική αλλά ακόμη χωρίς ηθική και νομική δικαίωση η Μουσιωτίτσα αποδίδει κάθε χρόνο ένα ελάχιστο φόρο τιμής στα θύματα της ναζιστικής θηριωδίας. Το χωριό θεωρείται, ότι άνηκε στην ομάδα των χωριών, που αποτελούσαν το Σούλι.

Η μάχη των Πεστών

Το ιστορικό χωριό Πεστά, βρίσκεται σε απόσταση 25 χλμ από την Πόλη των Ιωαννίνων, στις πλαγιές του Μακρυβουνίου. Σκληρή η μάχη στα Πεστά, έμεινε στην ιστορία ως “η μάχη των Πεστών”, και χαράχτηκε ως μια από τις ένδοξες σελίδες της ιστορίας του ελληνικού στρατού. Σε πιστοποίηση αυτού, το όνομα “Πεστά”, που είναι χαραγμένο στην πάνω αριστερή μετώπη του μνημείου του “Άγνωστου Στρατιώτη”, στην πλατεία Συντάγματος της πρωτεύουσας.

Η Βουλιάστα με τις πηγές του Λούρου

Στην Εθνική Οδό από τα Ιωάννινα προς Αθήνα πριν το Χωριό Βουλιάστα δεξιά, αναβλύζει η κύρια πηγή του ποταμού Λούρου. Πρόκειται για μία μικρή στρογγυλή λιμνούλα, στην οποία καθρεφτίζονται οι καταπράσινες πλαγιές των λόφων γύρω της. Τα νερά της έχουν ένα μοναδικό γαλαζοπράσινο χρώμα, ενώ η έντονη και σπάνια διαύγεια αυτών προσφέρει ένα μοναδικό θέαμα, που αξίζει να δείτε κάνοντας τον περιμετρικό περίπατο.

Η κοιλάδα του ποταμού Λούρου

Η Κοιλάδα του Λούρου είναι κλειστή στο πάνω τμήμα της. Τα στενά περάσματα του ποταμού βρίσκονται στο μέσον της διαδρομής του από το Χωριό Βουλιάστα έως και το Χωριό Κουκλέσι.

Στην περιοχή αυτή κυριαρχούν υδρόμυλοι, νεροτριβές, παλιά υδραγωγεία, καθώς και τα περίφημα “Χάνια”, που υπήρξαν σημαντικά στοιχεία οργάνωσης του χώρου κατά το παρελθόν και τα ίχνη τους είναι ακόμη αρκετά ορατά. Τα “Χάνια” βρίσκονται πάνω στο οδικό δίκτυο σε αντίθεση με τα χωριά που βρίσκονται ψηλά. Tο Τέροβο με το συνοικισμό του, Ραψαίους, καταλαμβάνει το νοτιότερο τμήμα του Δήμου ως τα όρια των Νομών Ιωαννίνων – Πρέβεζας. Μάλιστα, στην έκταση των Ραψαίων είναι το Ιστορικό Φρούριο Πέντε Πηγαδιών, καθώς και τα ερείπια του παλιού ομώνυμου Χανίου. Απ’ εδώ περνούσε το δερβένι του Αλή πασά. Στα χρόνια της σκλαβιάς το Τέροβο και οι Ραψαίοι ανήκαν στην περιοχή Κατσιαουνοχωρίων και Τσαρκοβίστας. Μετά τον Αλή πασά τα κατείχαν μπέηδες και αγάδες (Γεώργιο Ιμίν και Μαλιόκ).

Κουκλέσι, σπίτια και μαχαλάδες

Το Κουκλέσι βρίσκεται νότια της πόλης των Ιωαννίνων και στα όρια των νομών Ιωαννίνων και Πρέβεζας. Το χωριό αποτελείται από τον παλιό οικισμό Κουκλέσι και το νεότερο Κάτω Κουκλέσι ή Ποταμιά (ή Κιλί, κατά τους γεροντότερους). Τα σπίτια και οι μαχαλάδες, σκόρπια χτισμένα, σε μικρά ισιώματα, ριζοτόπια, προσήλια, ομαλές κατωφέρειες, σε σταγονοτόπια, σχεδόν κυκλώνουν τον Άγιο Νικόλαο (παλιά μοναστήρι), καθώς και το γούπατο, με τα πηγάδια και το ξερολάγκαδο. Μαχαλάς υπήρχε, όπου το σημερινό μεσοχώρι και στο δυτικομεσημβρινό γέρμα του.

Τέροβο: Γραφικό χωριό

Το Τέροβο του νομού Ιωαννίνων μαζί με τον συνοικισμό του, τους Ραψαίους, αποτελούν το νοτιότερο χωριό του Νομού Ιωαννίνων, στα σύνορα με την Πρέβεζα. Στα χρόνια της σκλαβιάς το Τέροβο και οι Ραψαίοι ανήκαν στην περιοχή Κατσιαουνοχωρίων και Τσαρκοβίστας και μετά τον Αλή πασά τα κατείχαν μπέηδες και αγάδες. Αποτελείται από τους οικισμούς Ραψαίοι, Τέροβον και Χάνι Τερόβου. Αξιοθέατο του χωριού και τόπος ιδιαίτερου φυσικού κάλλους είναι η παραποτάμια περιοχή με τα αιωνόβια πλατάνια στις όχθες του Λούρου, γνωστού και για τις περίφημες πέστροφές του.

Το Στρατιωτικό Μουσείο Στρατηγείου Πολέμου

Το Στρατιωτικό Μουσείο Στρατηγείου Πολέμου στεγάζεται στο Χάνι Εμίν – Αγά. Βρίσκεται στο 29ο χλμ της Εθνικής Οδού Ιωαννίνων – Αθηνών, στην Δημοτική Ενότητα Αγίου Δημητρίου, σε απόσταση ενός χιλιομέτρου από την Εθνική Οδό. Στη γύρω περιοχή υπάρχει μεγάλος αριθμός ιστορικών Μνημείων και Ηρώων από τον πόλεμο του 1912-  1913.

Χρησιμοποιήθηκε ως Στρατηγείο του Ελληνικού Στρατού κατά τις επιχειρήσεις για την απελευθέρωση της Ηπείρου στον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο. Πρόκειται για κτίριο του 19ου αιώνα, που χρησιμοποιούνταν ως χάνι και το οποίο ανακατασκευάστηκε το 1950, διατηρώντας όλα τα αρχιτεκτονικά στοιχεία του. Επίσης εκτίθενται φωτογραφίες από τις πολεμικές επιχειρήσεις, στολές και διάφορα στρατιωτικά κειμήλια. Σε ξεχωριστό χώρο του μουσείου αναπαριστάται το γραφείο του Αρχιστράτηγου Κωνσταντίνου με προσωπικά του είδη και η Αίθουσα Συσκέψεων του Στρατηγείου. Επιπλέον, στο μουσείο εκτίθενται βιογραφικά σημειώματα Μπιζανιομάχων, μακέτα της μάχης του Μπιζανίου. Ο επισκέπτης έχει τη δυνατότητα, να παρακολουθήσει τη μάχη του Μπιζανίου με το υπάρχον οπτικοακουστικό σύστημα, που πρόσφατα εκσυγχρονίστηκε.


Παραδοσιακοί οικισμοί στον μυρωμένο αέρα της ορεινής Πίνδου

Γκίνι βίνιτου οάσπιτς αμέι (καλώς ορίσατε επισκέπτες μου) στα βλαχοχώρια των Γρεβενών, στα ορεινά περάσματα της Πίνδου, όπου δύσκολα μπορείς να περιγράψεις την ομορφιά των βουνών, όμως μπορείς να θαυμάσεις τα μοναδικά πέτρινα γεφύρια, να ξεκουραστείς κάτω από οξιές, από σφενδάμια, φλαμουριές, μαυρόπευκα, βελανιδιές και ρόμπολα, να δεις ζαρκάδια, πέρδικες και γεράκια, αλλά και αρκούδες και λύκους. Ένα τοπίο ονειρεμένο, μαγευτικό με χρώματα και αρώματα, ένας αέρας μυρωμένος, τόπος αυθεντικός, ανάμεσα στις βουνοκορφές τις Πίνδου. Γνωριμία με μια άλλη Ελλάδα, οι πέντε Παραδοσιακοί οικισμοί των Βλάχων στην περιοχή των Γρεβενών, το Περιβόλι, η Σμίξη, η Αβδέλλα, η Κρανιά και η Σαμαρίνα. Κτισμένα στις πλαγιές της Πίνδου, αγκαλιά με τον Σμόλικα, τη Βασιλίτσα, τον Όρλιακα, τον Λύγκο και τον Ζυγό, μια αγκαλιά βουνά, περιτριγυρισμένα τα βλαχοχώρια των Γρεβενών από ποτάμια και πυκνά δάση, μια περιοχή που ξεχωρίζει για τη φυσική της ομορφιά, την αρχιτεκτονική της παράδοση, για τα μοναστήρια και τις εκκλησίες, αλλά και για τα τοπικά παραδοσιακά προϊόντα.

ΠΕΡΙΒΟΛΙ: Το ορμητήριο της Βάλια Κάλντα

Βρίσκεται 45 χλμ δυτικά της πόλης των Γρεβενών. Είναι χτισμένο στις πλαγιές της οροσειράς της Βόρειας Πίνδου, πιο συγκεκριμένα στο όρος Λύγκος με υψηλότερη κορυφή του το Αυγό, στα όρια Μακεδονίας – Ηπείρου σε υψόμετρο 1.260 – 1.370 μ. Η περιοχή του Περιβολιού χαρακτηρίζεται από πλούσια βιοποικιλότητα και μεγάλα ύψη χιονιού το χειμώνα, ενώ και το καλοκαίρι οι βροχές είναι συχνές με την θερμοκρασία ακόμη και την περίοδο Ιουλίου – Αυγούστου να μην ξεπερνάει τους 26 – 27 κελσίου.

«Περί την κοιλάδα» σημαίνει το λατινικό perivale, που έδωσε το όνομα στο περιβόλι. Από το Περιβόλι κατάγονταν ο Ρήγας Φεραίος, του οποίου ο παππούς Κωνσταντίνος Κυριαζής ή Κυρατζής μετεγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στο Βελεστίνο, που είχε μεταβληθεί σε περιβολιώτικη παροικία. Οι κάτοικοι ασχολούνται κατά κύριο λόγο με την κτηνοτροφία και την υλοτομία. Από το αιγοπρόβειο γάλα παράγονται παραδοσιακά τυροκομικά προϊόντα φέτα, κεφαλοτύρι, βούτυρο, μυζήθρα. Εξαιρετικής ποιότητας είναι και η ξυλεία της περιοχής. Τα τελευταία χρόνια αναπτύσσεται στην περιοχή ο οικοτουρισμός. Από τα μέσα Μαΐου ως τα μέσα Οκτωβρίου επιστρέφει για τις θερινές διακοπές η περιβολιώτικη διασπορά και το χωριό μετατρέπεται σε μικρή πολιτεία (μέχρι και 5.000 παραθεριστές τον Αύγουστο).

Όποιος βρεθεί στο Περιβόλι αξίζει να προσκυνήσει στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου (1770), που βρίσκεται στην πλατεία του χωριού, με παλιές αγιογραφίες και ένα Ευαγγέλιο του 1500, και τη νεώτερη του Προφήτη Ηλία, όπου θα απολαύσετε την εκπληκτική πανοραμική θέα του χωριού.

ΣΜΙΞΗ: Στην κορυφή της Βασιλίτσας

H Σμίξη πήρε το όνομά της από το «σμίξιμο» των οικισμών Μπίγκας και Πινακάδων. Είναι χτισμένη σε υψόμετρο 1.220 μ στην πλαγιά του όρους Βασιλίτσα, του συμπλέγματος Πίνδος και αποτελεί έναν από τους πιο ορεινούς οικισμούς της Ελλάδας. Είναι το πιο τουριστικό από τα χωριά, καθώς είναι και το κοντινότερο στην κορυφή Βασιλίτσα, της οποίας το χιονοδρομικό κέντρο διαθέτει συρόμενους και εναέριους αναβατήρες, καταφύγιο και τουριστικό ξενώνα.

Μέχρι τον 17ο αιώνα ήταν οικισμός γεωργών, υλοτόμων και βιοτεχνών, ενώ στις αρχές του 18ου αιώνα οι κάτοικοι του χωριού άρχισαν να ασχολούνται με το επάγγελμα του αγωγιάτη. Σήμερα οι περισσότεροι κάτοικοι της Σμίξης είναι μετακινούμενοι κτηνοτρόφοι, ενώ οι υπόλοιποι ασχολούνται με τον χειμερινό τουρισμό.

Στη Σμίξη εντυπωσιάζουν τα παραδοσιακά πέτρινα σπίτια ηλικίας 100 – 150 ετών των Έξαρχου, Φασέγκα, Νασίκα, Μπουκουβάλα. Ιδιαίτερη αίσθηση κάνουν οι τριακοσίων ετών πέτρινες βρύσες, που υπάρχουν διάσπαρτες σε όλο το χωριό: «Ματσάλι», «Μηλίκη», «Σιόπουτλου Ντιντζιά» και «Σακελλάρη». Επίσης, το παλαιό πέτρινο Σχολείο του 1933 στην πλατεία του χωριού, που σήμερα έχει μετατραπεί σε ξενώνα. Αξιόλογες είναι και οι εκκλησίες του Αγίου Αθανασίου (1760), που είναι η πρώτη που κτίστηκε, του Αγίου Νικολάου (1750) και του Αγίου Γεωργίου (1870). Στην πέτρινη βρύση «Βαρύ» στη θέση Πανόραμα, λέγεται ότι το νερό της είναι βαρύ (εξ ου και το όνομα) και όσοι το πίνουν βαριακούν.

ΑΒΔΕΛΛΑ: Το χωριό των πρώτων κινηματογραφιστών

Πίσω από τη ράχη της Βασιλίτσας βρίσκεται η Αβδέλλα (είναι λέξη βλάχικη από την ελληνική “βδέλλα” με το προσθετικό -α στην αρομουνική), που οι Τούρκοι ονόμαζαν “Λάρα”. Κτισμένη παλαιότερα στο πλάτωμα «μπουμπουάνεα» με ωραία θέα, μετακινήθηκε λόγω του μεγάλου υψομέτρου (1.400 μ) και των ανέμων, που την ταλαιπωρούσαν. Φημισμένοι αγωγιάτες κατάγονταν από την Αβδέλλα, ενώ η βιοτεχνία ξύλου της παρήκμασε, όταν οι κάτοικοι μετανάστευσαν στη Βέροια εξαιτίας του Αλή Πασά. Από την Αβδέλλα κατάγονταν και οι Γιαννάκης και Μιλτιάδης Μανάκιας, οι πρώτοι κινηματογραφιστές των Βαλκανίων, των οποίων οι προτομές δεσπόζουν στην κεντρική πλατεία του χωριού. Οι αδελφοί Μανάκια άφησαν χιλιάδες φωτογραφίες και 70 κινηματογραφικές ταινίες – ντοκιμαντέρ ιστορικών γεγονότων, καθώς και της καθημερινής ζωής στα Βλαχοχώρια, τη Θεσσαλονίκη και το Μοναστήρι. Μάλιστα, αναφορά στους αδελφούς Μανάκια γίνεται στην ταινία του Θ. Αγγελόπουλου, «Το βλέμμα του Οδυσσέα». Στο Πολιτιστικό Κέντρο του χωριού κάθε καλοκαίρι πραγματοποιούνται σειρές εκδηλώσεων, αφού τότε γίνεται και η επιστροφή των κοπαδιών και το χωριό σφύζει ξανά από ζωή.

KPANIA: Το χάνι της Τούργιας

Την ίδρυση της Κρανιάς, που βρίσκεται στις ανατολικές πλαγιές του Ζυγού στα 960 μ, ανάγει ο Πουκεβίλ στα 1507. H παράδοση μιλά για την προ-ύπαρξη οικισμού σε απόσταση 2 χλμ, που λεγόταν Ντούργια ή Μπαλιοχώρι. Ήταν κτισμένη κοντά στο δέλτα των παραποτάμων του Βενέτικου. Οι πολλές οχιές και οι επιδρομές των ληστών έκαναν τους κατοίκους της να μετακομίσουν στην «Κοιλάδα με τα Κράνια». Άλλοι υποστηρίζουν, ότι η Τούργια -που σημαίνει “είσοδος” στα βλάχικα- γεννήθηκε από το πρώτο χάνι, που συναντούσε ο ταξιδιώτης της διαδρομής Ιωαννίνων – Γρεβενών και άλλαξε από Τούργια σε Κρανιά, χάρη σε μια Κρανιά, που βρισκόταν κοντά στο Χάνι. Είναι το μοναδικό Βλαχοχώρι μόνιμης κατοίκησης, με περίπου 300 κατοίκους.

Μοναδικής ομορφιάς, τα γεφύρια Σπανού και Σταυροποτάμου στα μισά του δρόμου από Γρεβενά προς Κρανιά, λίγο πριν από το χωριό Κηπουριό. Το πεντάτοξο γεφύρι Σπανού είναι το μεγαλύτερο σωζόμενο πέτρινο γεφύρι της Μακεδονίας και ανακατασκευάστηκε το 1846, ενώ το τετράτοξο γεφύρι Σταυροποτάμου κτίστηκε γύρω στα 1900. Λίγο πιο κάτω, στον Σταυροπόταμο, το τρίτοξο γεφύρι του Αζίζ Αγά κτίστηκε το 1727 και είναι από τα ομορφότερα γεφύρια των Γρεβενών. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε άνοιγμα και ύψος τόξου και είχε ένα μικρό κουδούνι στο ψηλότερο σημείο του τόξου του, για να προειδοποιεί τους διαβάτες για τον κίνδυνο ανατροπής των υποζυγίων σε περίπτωση δυνατού ανέμου.

Τα πέτρινα γεφύρια του Ματσαγκάνη στον δρόμο Γρεβενών – Κρανιάς και του Σταμπέκη στο ένα χιλιόμετρο από την Κρανιά προς Μηλιά. Κτίστηκαν γύρω στα 1850 κοντά στις πηγές του Βενέτικου, για να περνούν τα καραβάνια των εμπόρων.

*Για ακόμη περισσότερα άρθρα με θέμα την Ήπειρο και τις περιοχές της επισκεφτείτε:

https://www.maxmag.gr/category/agnosti-ellada/agnosti-hpeiros/


Πηγές:

Μαστοροχώρια: Μια υπέροχη γωνιά της Ηπείρου

Το Γεφύρι της Άρτας: «Ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν»

Κόνιτσα: Μαγευτική και ανεξερεύνητη (Μέρος Α’)

Κόνιτσα: Μαγευτική και ανεξερεύνητη (Μέρος Β’)

Λιγκιάδες Ιωαννίνων: Ιστορικό κάδρο μοναδικής θέας

Το νησάκι Ιωαννίνων από τον Αλή Πασά στο Σήμερα

Μέτσοβο: Παραδοσιακός οικισμός καμωμένος από όνειρο

Πέτα Άρτας: Φυσική ομορφιά και ιστορία

Πωγώνι: Τόπος μαγικός και ανόθευτος

Tα χωριά του Ξεροβουνίου: Iστορία, πέτρα και νερό

Παραδοσιακοί οικισμοί στο μυρωμένο αέρα της ορεινής Πίνδου

Σύνταξη κειμένων: Μίλτος Γήτας, Ευθύμιος – Σπυρίδων Γεωργίου

Επιμέλεια κειμένων: Ελευθερία Σακελλαρίου

πηγή :https://www.maxmag.gr/agnosti-ellada/afieroma-stin-ipiro/