8 Μαρτίου 1907. Η ημέρα που δολοφονήθηκε ο φλογερός σοσιαλιστής Μαρίνος Αντύπας, τα τελευταία λόγια του οποίου πριν ξεψυχήσει ήταν « Ελευθερία, Ισότης, Αδελφότης », η πολιτική του παρακαταθήκη προς όλους τους Έλληνες αγρότες. Είχε προηγηθεί ο αγώνας του στα τσιφλίκια της Θεσσαλίας για τα στοιχειώδη δικαιώματα των αγροτών και των κολλήγων απέναντι στους διαδόχους του Οθωμανικού ζυγού, τους τσιφλικάδες, με κεντρικό στόχο που τον διατύπωνε ευθέως, αν και επιστάτης ο ίδιος στην περιουσία του θείου του, να μοιραστεί η γη στους ακτήμονες και στους κολλήγους.
Η επαναστατική «σπορά» του Αντύπα, βρήκε έκφραση στις 6 Μαρτίου 1910, με τον ξεσηκωμό της αγροτιάς στο Κιλελέρ, όπου φούντωσε το απελευθερωτικό κοινωνικό κίνημα των κολλήγων, που το πολιτικό τους πρόγραμμα συμπυκνώνονταν στο αίτημα, που προωθούσε ο Μαρίνος Αντύπας, αυτό της απαλλοτρίωσης και του μοιράσματος της γης.
Η εξέγερση αυτή των αγροτών, που ξεκίνησε από το χωριό Κιλελέρ, κέρδισε τη συμπάθεια του Ελληνικού Λαού, εντείνοντας τις πιέσεις για επίλυση του αγροτικού ζητήματος, που ολοκληρώθηκε ως προς αυτό το σημείο με την αγροτική μεταρρύθμιση του 1917-1920, με τις πρώτες απαλλοτριώσεις από την Κυβέρνηση του Θεσσαλού «μαύρου καβαλάρη» Νικολάου Πλαστήρα.
Έναν αιώνα, όμως και πλέον από αυτή την εξέγερση των αγροτών για την κατάργηση των τσιφλικιών στη Θεσσαλία και στην υπόλοιπη Ελλάδα, η εξέγερση στο Κιλελέρ παραμένει ως ο «συμβολικός φάρος» της αγροτιάς, αφού δυστυχώς βρισκόμαστε σήμερα στο ίδιο μέρος της έναρξης αυτού του κύκλου, αυτό, δηλαδή, της ιδιότυπης «νεοκολλιγοποίησης», που οξύνθηκε κατά την περίοδο του μνημονιακού «οδοστρωτήρα» και επιτεινεται δραματικά σήμερα λόγω της έλλειψης εθνικού σχεδίου για την παραγωγική ανασυγκρότηση της αγροτικής οικονομίας στο πλαίσιο των αυτοχειριαστικών πολιτικών της πράσινης μετάβασης από την ανέλεγκτη ηγεσία της Ε.Ε..
Η πορεία και η κατάληξη του αγροτικού ζητήματος από τη σύσταση του ελληνικού κράτους, 1830 ως σήμερα, αν εξαιρέσει κανείς κάποιες «ανοιξιάτικες λιακάδες» στον σκληρό αγώνα επιβίωσης της αγροτικής τάξης στην Ελλάδα, κυρίως στην δεκαετία του 1980, καταδεικνύει, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, τις έντονες στρεβλώσεις του Ελληνικού περιφερειακού καπιταλιστικού συστήματος, με την απουσία οποιασδήποτε σοβαρής οραματικής εθνικής αγροτικής και την απουσία ενός σοβαρού Κράτους με τις αντίστοιχες δομές, μέσω του οποίου θα καλύπτονταν τουλάχιστον οι διατροφικές ανάγκες του Ελληνικού Λαού. Διαφορετικά δεν θα είχαμε το λεγόμενο «Ελληνικό αγροτικό παράδοξο», όπου μια κατεξοχήν αγροτική Χώρα, όπως η Ελλάδα (ακόμα και σήμερα, έχει την μεγαλύτερη αγροτική σε πληθυσμό τάξη στην Ευρώπη, αγγίζοντας το 18% του ενεργού δυναμικού της), να είναι ελλειμματική στο αγροτικό ισοζύγιο, με ετήσιο έλλειμμα, που αγγίζει τα 7 δις ευρώ.
Το «αγροτικό παράδοξο», που αποτελεί και τον «καθρέπτη» της πλήρους εξάρτησης της Χώρας, όχι μόνο δεν περιορίσθηκε κατά την περίοδο, που εισήλθαμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά αντίθετα γιγαντώθηκε, αφού, αφενός, υπήρξαν περιορισμοί από την ΚΑΠ σε βασικής βαρύτητας προϊόντα (κτηνοτροφικά, γάλα κ.λπ.), και, αφετέρου, καταδείχθηκε το ανεπαρκές του πολιτικού προσωπικού, που κυβερνά όλα αυτά τα χρόνια (ειδικότερα κατά την ύστερη Μεταπολίτευση), που επέτρεψε να χαθεί το μεγαλύτερο μέρος των Ευρωπαϊκών κονδυλίων, τα οποία θα έπρεπε να οδηγηθούν σε αύξηση των ανταγωνιστικών δομών της οικονομίας, με βασική προτεραιότητα την αγροτική ανάπτυξη. Η κατάσταση αυτή συνεχίζει αμείωτη αφού παρά την χρεωκοπία η κυβέρνηση της ΝΔ ροκανίζει τα χρήματα του Ταμείου Ανάκαμψης σε αλλότρια παρασιτικά συμφέροντα και όχι στην αναγκαία παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας.
Ο αγώνας του Μαρίνου Αντύπα και των κολλήγων στο Κιλελέρ θα δικαιωθεί μόνο όταν εφαρμοσθεί από ένα νέο Πολιτικό Υποκείμενο Αλλαγής- Ανατροπής, για τη συγκρότηση του οποίου οφείλει να πρωτοστατήσει η αγροτική τάξηένα συνεκτικό εθνικό στρατηγικό σχέδιο για την γεωργική παραγωγή στην Ελλάδα, με σύγχρονες υποδομές, με προτεραιότητα στα ποιοτικά και βιολογικά προϊόντα, την σύνδεση της παραγωγής και του χωραφιού με την μεταποίηση, μέσω ισχυρών μορφών συλλογικής δράσης, για την μετατροπή της Ελλάδος σε κέντρο γενετικού παραγωγικού υλικού και την αποτροπή της «νεοκολληγοποίησης», μέσω της συλλογικής αξιοποίησης της δημόσιας γης (εκκλησιαστική – μοναστηριακή περιουσία, διακατεχόμενες εκτάσεις και δάση, ερημοποιημένα τμήματα).
Σε αυτή την μεγάλη πρόκληση, η αγροτική τάξη οφείλει, μετά από την χρόνια πολιτική χειραγώγησή της από τα διάφορα κόμματα, που ανήλθαν στην εξουσία, να πρωτοστατήσει, ανακαλύπτοντας, έστω και καθυστερημένα τις επαναστατικές ρίζες της, που ξεκινούν από το Κιλελέρ με «πυξίδα» την αναφορά του Νίκου Καζαντζάκη στην «Ασκητική»: «Να λες εγώ μονάχος θα σώσω τη γη, αν δεν σωθεί εγώ θα φταίω», επαναπροσδιορίζοντας έτσι το καθήκον της απέναντι στον εαυτό της και την Πατρίδα.
Γεώργιος Παπασίμος
Δικηγόρος