Τέλος, κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και συγκεκριμένα το 1943 o Πλάτανος πυρπολήθηκε από τους Ιταλούς. Έκτοτε άρχισε η σταδιακή εγκατάλειψή του που ολοκληρώθηκε το 1962.
Σήμερα ο επισκέπτης του οικισμού αντικρίζει μόνο επιβλητικά ερείπια, μέσα από τα οποία αντανακλάται το μεγαλείο ενός ένδοξου παρελθόντος. Ορισμένα μεγάλα δημόσια κτίρια και πολλά σπίτια συνθέτουν έναν εκτεταμένο ερειπιώνα στον οποίον προεξάρχουσα θέση κατέχουν οι εκκλησίες του Αγίου Αθανασίου και του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου.
Ο ναός του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου εντυπωσιάζει με τον όγκο του και την επιμέλεια της κατασκευής του. Ανήκει στον τύπο της τρίκλιτης βασιλικής με υπερυψωμένο μεσαίο κλίτος.
Το μήκος του ναού, χωρίς την κόγχη του ιερού, είναι 24,50 μ. το δε πλάτος του 13 μ. Εντός του ορθογωνίου της κάτοψης χωροθετείται το ιερό βήμα και ο κυρίως ναός. Δεν υπάρχει νάρθηκας αλλά η ύπαρξη κτιστού χωνευτηρίου στη βορειοδυτική γωνία, προσδίδει στο δυτικό τμήμα του ναού ανάλογη χρήση.
Το ιερό βήμα είναι κατά τρεις βαθμίδες υπερυψωμένο σε σχέση με τον κυρίως ναό. Είναι ευρύχωρο με τρεις εξέχουσες ημικυκλικές εσωτερικά και εξωτερικά κόγχες. Από τα σωζόμενα υπολείμματα της αγίας τράπεζας συνάγεται ότι αποτελούνταν από κτιστή βάση και λίθινη ορθογώνια καλυπτήρια πλάκα.
Το δάπεδο είναι επιστρωμένο με μεγάλες σχιστολιθικές πλάκες.
Ο κυρίως ναός διαιρείται μέσω δύο πεσσοστοιχιών σε τρία κλίτη, ένα αρκετά ευρύ κεντρικό, πλάτους 4,35 μ. και δύο πλάγια, βόρειο και νότιο, πλάτους 2,70μ. Κάθε πεσσοστοιχία αποτελείται από έξι πεσσούς, τετράγωνης διατομής, διαστάσεων 0,70 Χ 0,70 μ., τοποθετημένους με ενδιάμεση απόσταση 3,20μ. Οι πεσσοστοιχίες γεφυρώνονται με τόξα που βρίσκονται σε ύψος 6,07 μ. από το δάπεδο.
Πάνω σε κάθε τοξοστοιχία υψώνονται οι τοίχοι του υπερυψωμένου κεντρικού κλίτους, μέσα στο οποίο εγγράφεται η οροφή, η οποία ήταν ημικυλινδρική καμάρα από μπαγδατί. Το δυτικό τμήμα της διατηρούνταν μέχρι το 1985. Το περίγραμμά της είναι σήμερα εμφανές στο δυτικό τοίχο του κεντρικού κλίτους, ενώ υπολείμματα από το μπαγδατί σώζονται στο νότιο τοίχο. Τα πλάγια κλίτη είχαν οριζόντιο ξύλινο ταβάνι από μπαγδατί, σε ύψος 6,60μ., το οποίο διατηρείται υπό κατάρρευση στο βόρειο κλίτος.
Η στέγη ήταν ξύλινη κεραμοσκεπής, δίρριχτη στο κεντρικό κλίτος, με αετωματική απόληξη στη δυτική πλευρά και απότμηση στην ανατολική, και μονόρριχτη στα πλάγια κλίτη. Έφερε επικάλυψη από κεραμίδια βυζαντινού τύπου, όπως φαίνεται σε φωτογραφία του 1971.
Η πρόσβαση στο ναό γίνεται μέσω τριών εισόδων. Η κύρια είσοδος βρίσκεται στη νότια πλευρά και τονίζεται από αβαθή τοξωτή κόγχη. Στο ανατολικό άκρο της ίδιας πλευράς ανοίγεται δεύτερη, ελαφρώς τοξωτή, είσοδος, η οποία οδηγεί απευθείας στο ιερό βήμα. Τρίτη είσοδος, στενότερη και χαμηλότερη από την κύρια αλλά εξίσου επιμελημένη, ανοίγεται στο μέσο της δυτικής πλευράς. Ιδιαίτερα εντυπωσιακό είναι το κτιστό τέμπλο του ναού. Βρίσκεται μπροστά ακριβώς από το ανατολικό ζεύγος των πεσσών, στο οποίο στηρίζεται με την παρεμβολή τοιχίων.
Είναι επιχρισμένο με γυψοκονίαμα και εμπλουτισμένο με γύψινα διακοσμητικά στοιχεία. Εκτείνεται σε όλο το πλάτος του ναού. Οι τέσσερις διαφορετικές χρονολογίες που αναγράφονται σε πλάκες ενσωματωμένες στην εξωτερική λιθοδομή ,σε συνδυασμό με τις συρραφές και διαφοροποιήσεις που παρατηρούνται στην τοιχοποιία, καθιστούν σαφές ότι η σημερινή μορφή του ναού αποτελεί προϊόν ανακατασκευής παλαιότερου.
Το κωδωνοστάσιο είναι λιθόκτιστο εξάπλευρο και υψώνεται σε μικρή απόσταση ανατολικά του ναού. Η στέγασή του είναι κωνική επικαλυμμένη με σχιστολιθικές πλάκες. Αποτελείται από ισόγειο και δύο ορόφους. Φέρει επάλληλα τοξωτά ανοίγματα, ένα σε κάθε πλευρά. Η είσοδος ανοίγεται στη δυτική πλευρά.
Στο βίντεο, ο αρχιτέκτονας Δημήτριος Καραγκούνης, Επίτιμος Προϊστάμενος του Τμήματος Αρχαιολογικών Έργων και Μελετών της ΕΦΑΛΑΡ σχολιάζει την σημερινή κατάσταση του μνημείου και του ευρύτερου περιβάλλοντος χώρου…