Με την ονομασία «Κάνθαρος», το λεπροκομείο δεν ήταν απλώς ένα νοσηλευτικό ίδρυμα, αλλά ένας μικρός κόσμος αποκλεισμένος από τον υπόλοιπη κοινωνία
Υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα της Αττικής και για δεκαετίες λειτούργησε ως χώρος για τη φροντίδα ανθρώπων που έπασχαν από λέπρα σε μία εποχή που η νόσος προκαλούσε φόβο, κοινωνικό αποκλεισμό και βαθύ στίγμα. Το 1906, μετονομάστηκε σε Νοσοκομείο «Ευλογιόντων», λόγω των πολλών ασθενών με ευλογιά που νοσηλευτήκαν εκεί.
Από το 1930, άρχισαν να μεταφέρονται οι πρώτοι λεπροί ασθενείς από την Σπιναλόγκα της Κρήτης, σε ειδικά διαμορφωμένους και σχετικά απομακρυσμένους χώρους του ιδρύματος. Όταν η Σπιναλόγκα έκλεισε οριστικά, δημιουργήθηκαν πέριξ του νοσοκομείου, το Αναρρωτήριο και μερικές κατοικίες για τους ασθενείς.
Το ίδρυμα δημιουργήθηκε με στόχο να φιλοξενήσει και να φροντίσει τους πάσχοντες, προσφέροντας καταφύγιο, στέγη, φροντίδα και ιατρική υποστήριξη, σε μία εποχή που οι επιλογές θεραπείας ήταν ελάχιστες. Με την ονομασία «Κάνθαρος», το λεπροκομείο δεν ήταν απλώς ένα νοσηλευτικό ίδρυμα αλλά ένας μικρός κόσμος αποκλεισμένος από τον υπόλοιπη κοινωνία.
Σήμερα, δεκαετίες αργότερα, οι τοίχοι στέκουν ακόμη μισογκρεμισμένοι. Τα λεπροκομεία λειτούργησαν σε πολλές περιοχές της Ελλάδας και του κόσμου, ιδιαίτερα από τον Μεσαίωνα μέχρι και τον 20ό αιώνα. Οι ασθενείς ζούσαν απομονωμένοι, μακριά από τις οικογένειές τους και την υπόλοιπη κοινωνία. Παρά τις δύσκολες συνθήκες, τα λεπροκομεία προσπαθούσαν να παρείχαν ιατρική φροντίδα, στέγη και τροφή στους ασθενείς.
Για πολλούς αιώνες, οι άνθρωποι που μολύνονταν από τη λέπρα θεωρούνταν επικίνδυνοι και αποκλείονταν από την κοινωνία, όχι μόνο για λόγους υγείας αλλά και εξαιτίας του φόβου και της άγνοιας γύρω από τη νόσο.