Η ΡΙΖΑ ΜΟΥ ΚΙ ΕΓΩ

Καλό μήνα με ένα αφιέρωμα στον τόπο μου και στους νέους του 21ου αιώνα που φεύγουν στα ξένα

Του Βάιου Φασούλα

Η  ΡΙΖΑ  ΜΟΥ  ΚΙ  ΕΓΩ  

          (Αφιέρωση στον τόπο μου)

 

Τον πόνο στη ζωή μου τον ένιωσα μικρός

Όταν το αποφάσισα να πάω σε τόπο ξένο

Έτσι ακουγόταν παλιά και λέγαν δυνατά

Αν πας στα ξένα, νέε μου, θα φτιάξεις καταντιά

 

Από τους πρώτους κιόλας πήρα των οφθαλμών μου

Κι αμούστακος τις ρίζες μου εγκατέλειψα και πόνεσα πολύ

Παιδί και νιόπαντρο με δύναμη, με ανθό

Σ’ ένα σακούλι έδεσα πατρίδα και καημό

 

Στα βάθη της ψυχής μου έμεινε η Ελλάδα

Λίγο ακόμα πιο βαθιά έμεινε η γειτονιά

Στα φυλλοκάρδια μου η μάνα κι η καλύβα

Κι η νέα η γυναίκα μου που μου ’δωνε φτερά

 

Καιρό χρειάστηκα για την προσαρμογή

Πονάγανε τα κόκαλα μέχρι και η ψυχή

Η νοσταλγία κι ο καημός φάρος στητός

Στης ξενιτιάς σκοτάδια σκορπίζανε το φως

 

Τα γερατειά τα ένιωθα να έρχονται γοργά

Κι όλοι μου οι ορίζοντες να χάνονται αργά

Όλα τα φώτα της ψυχής δεχότανε συχνά

Πολλά βραχυκυκλώματα που δρούσαν σαν στοιχειά

 

Παγίδες και στενάγματα στην ημερήσια ζωή

Και δυο θεοί, ο ένας από δω κι ο άλλος απ’ εκεί

Σε σύγκρουση ερχόταν ποιος θα ’χει την ισχύ

Ο ένας να με δέσει κι ο άλλος να με λύσει

 

Μα να, που το κατάλαβα κι όχι πολύ αργά

Με μια μόνο βολή λάβωσα δυο πουλιά

Μα ανάπηρα ήταν και τα δυο και διαφορετικά

Έκατσαν στο μυαλό μου κι έφτιαξαν φωλιά

 

Αγώνα αυτά που ήταν πουλιά, αγώνα κι εγώ

Μέσα απ’ το στίβο ποιος βγαίνει ο δυνατός

Από τη μια η ξενιτιά που έταζε πολλά

Αφού έτσι τη στόλισαν να ’χει χρυσή ποδιά

 

Από την άλλη η μακρινή πατρίδα μου

Πλεγμένη και πνιγμένη στις αραχνοκλωστές

Λόγια παχιά ως μαγικά τη βάζαν να μας πει

Φτιάχνοντας τη σοφία της μια σάπια συνταγή

 

Γιατί το έλεγαν πολλοί από πολύ παλιά

Σαλιάριζαν ανύποπτα στα αθώα τους παιδιά

Όπου πατείς στη γης αυτή είναι και πατρίς

Πως όμως θα ’φταναν πικρές στιγμές, μας τα ’κρυψαν

 

Παπούτσι πολυμπάλωτο, πάλιωσα τώρα πια

Λίγα λεφτά, αχά, να πούμε και γι’ αυτά

Όμως να πούμε πρώτα πως δεν πληρώθηκα

Ούτε ποτέ θα πληρωθώ για ό, τι πρόσφερα

 

Όσο για την πικρές στιγμές, άγνωστες και σκληρές

Είναι ότι απόχτησα ακόμα μια …τιμή

Κι αν φαίνεται παράδοξο είναι αληθινό

Κάμποσοι συμπολίτες μου, ξένε, φωνάζουν, Γερμανέ

 

Στον ύπνο και στον ξύπνο μου τα ακούω σαν σφυριά

Λόγια που είναι σαν καρφιά μου μπήγουν στην καρδιά

Κανείς ποτέ δε ρώτησε, τι φτιάχνουμε εκεί πέρα

Τα ράκη μας θα φέρουμε στον τόπο μας μια αυγή

 

Και ο πικρός καημός μου τρανώνει σαν θεριό

Και σαν χλωμό πρωί που χάνεται απ’ τον ήλιο

Χάνω κι εγώ τα λογικά, ξεχύνεται ο πόνος

Απ’ την χαραγματιά που άφησε η βραδιά

 

Κάτι μου λείπει, σκέφτομαι, σαν κάτι να γυρεύω

Κι όλα τα όνειρά μου θέλω να τα γλιτώσω

Κι αυτά απ’ εδώ που έζησα κι αυτά που είχα φέρει

Κρυφή η ζωή, δε δείχνεται, ποιος ξέρει πόσο μένει

 

Στη ράχη να τα φορτωθώ αυτά τα ιδανικά

Κι όπως ο Μάης έρχεται με κέφι με χαρά

Έτσι κι εγώ κι ας είμαι κλίμα γέρικο

Για σ’ ένα ρίζα μου πάλι θα καρπίσω να σε χρυσοστολίσω

 

Ωχού! Κι όσο σκέφτομαι με πιάνει ταραχή

Χίλιες οι σκέψεις μου κι η τρίχα μου ορθή

Βλέπω τη μάνα μου, το γέρο μου πατέρα

Κάτω απ’ τα εικονίσματα ευχές να λεν για μένα

 

Πρώτα για προκοπή μέχρι να ορθοποδήσω

Κοντά θα πρέπει να νοιαστώ για το δικό μου τόπο

Γι’ αυτών τα γηρατειά πρώτα με το καλό

Αν όλα πήγαιναν καλά, θα είχαμε καιρό

 

Αγράμματοι ήτανε κι οι δυο δεν ξέραν το σχολειό

Και μου ’δωσαν τροφή να βάλω στο μυαλό

Κι όμως τα λίγα φώτα τους σκορπίζανε τα σκότη

Φανοί μικροί, φάροι ψηλοί για μένα στη ζωή

 

Για την πατρίδα μας δεν έλεγαν πολλά

Μα πρόδιναν την αγάπη τους με δάκρυα καυτά

Κι όπως έτρεχε σαν άλογο ο καιρός

Το πεπρωμένο τους το δέχονταν ωμό

 

Συχνά κατέβαινα, ερχόμουν στην πατρίδα

Τους γέρους μου να δω και ρίζα μου εσένα

Και όπως περνούσε ο καιρός, οι εποχές, τα χρόνια

Φέρανε χίλιες αλλαγές πνιγμένες στην οδύνη

 

Φύγανε οι γέροι μου, μπαρμπάδες μου και θειες

Παππούδες και γιαγιούλες και φίλοι καρδιακοί

Έγινε ο τόπος έρημος, φτωχός κι ορφανεμένος

Άδειος και ξεχασμένος και σαν εξορκισμένος

 

Άγνωστοι πέσανε πολλοί με χούγια αλαργινά

Περίεργοι, παράξενοι με μάτια ανοιχτά

Τα αφτιά τους έχουν όρθια, τα στόματα κλειστά

Κοιτούνε μόνο πώς θα παραβγούν μέσα στη γειτονιά

 

Δε μου ’μεινε τίποτ’ άλλο κι έχασα πολλά

Ορφάνια στην καρδιά, σ’ όλη τη γειτονιά

Μα, μου ’μεινες ρίζα μου εσύ, μ’ όλα σου τα δεινά

Και άνθρωπος και οδηγός, μόνη μου συντροφιά

 

Ό, τι από βάρη σήκωσε στην ξενιτιά κορμί

Κι ό, τι τραγούδι και ευχή, μιλιά ή και σιωπή

Ό, τι από δάκρυ έχυσα για σένα μακρινή

Ρίζα μου και πατρίδα, σε πόνεσα πολύ

 

Να σηκωθεί λίγες στιγμές κι εμένα η κορφή

Και η αγκούσα ανάπνα μου να γίνει σιγανή

Και τα παράπονά μου πολλά σαν τη βροχή

Κύμα που σπάζει και βουνά, έγινε η ψυχή

 

Με δάκρυα που απόμειναν, ρίζα θα σε ποτίσω

Κι ένα τι, απ’ τον πόνο μου να πάρεις καρτερώ

Πάρ’ τον ταξίδι μακρινό πέρα ως τη σιγή

Κι άσε με να γείρω, έστω για μια στιγμή

 

Και αφουγκράσου βογκητά που τα’ χω μαζεμένα

Πιότερο κι απ’ τη μάνα μου σ’ ανοίγω την καρδιά

Γέψου εσύ κι ας είσαι ρίζα μου ξερή

Τα βάσανα της ξενιτιάς σ’ άδειασαν τη ζωή

 

Σ’ εσένα θε να πω, που λεν πως είσαι ρίζα

Αυτή που ’σαι στον τόπο σου ποτέ σου δε γερνάς

Χώνεσαι μες στο χώμα μας και γίνεσαι ένα σώμα

Μ’ όλα σου τα κλωνιά και μ’ όλα σου τα φύλλα

 

Μαζί σου να βρεθώ για να σε προσκυνήσω

Στα ψιθυρίσματά σου παράπονα ν’ ακούσω

Τις σκόνες απ’ τα πόδια σου εγώ θε να ξεπλύνω

Και σαν μια αχτίνα πύρινη τη θέρμη να σου δώσω

 

Να σκύψω, ω ναι, σα να ’μαι μια κορφάδα

Κι από τα μάτια μου δροσιά με μιας θε να χυθεί

Κι η μαύρη μολυβιά που έχεις στο κορμί

Μ’ ένα μας τράνταγμα θα σβήσει, θα χαθεί

 

Κι όπως αργά, αργά ξεκίνησα να μιλώ

Την ιστορία μου σ’  εσένανε να πω

Άκουσα τη βραχνάδα σου να έρχεται συρτή

Σαν το σεισμό π’ αγκομαχά και βράζει μες στη γη

 

Κι άρχισες πρώτη να μιλάς με παραμιλητά

Μα εγώ δε σε κατάλαβα, μου φάνηκαν για ξένα

Και πέφτω κάτω, ρίζα μου, ακόμα πιο πολύ

Κι αγκάλιασα το χώμα σου, την καφετιά σου γη

 

Ήταν καταμεσήμερο, καψάλιζε τον τόπο

Κι ήρθα εδώ στου Άι-λια τις όμορφες πλαγιές

Εδώ που έπαιζα παιδί με ρίζες και κλαριά

Και με πουλιά, ω ναι, ένας Άι-λιας, χαρά

 

Από παιδί ακόμη είχα δεθεί στις ρίζες

Κι έπαιζα μ’ αυτές όλες τις εποχές

Με τα μικρά ζωάκια, τα ήρεμα πουλιά

Κι άλλα πολλά παιδιά που έφυγαν μακριά

 

Ησυχία! Μόνο το θρόισμα τ’ αγέρα απαλό

Και σε κοιτώ ρίζα πως πίνεις το νερό

Αυτό που απ’ την ίδια μου ζωή πιστά στο φύλαξα

Κι αν ήμουν, ρίζα, μακριά, σ’ είχα μες στην καρδιά

 

Πέρα απλώνεται ο κάμπος γυμνός σαν ληστεμένος

Μαύρα πουλιά αφήνουν κρωξίματα στριγκά

Ο ουρανός απ’ τη κάψα και ζάλη ξεπλυμένος

Και ο Ληθαίος να κυλά αργά με στοχασμό

 

Πάνω στο κάστρο στέκονται κάμποσοι πελαργοί

Σκεφτικοί, μελαγχολικοί και πολύ μοναχοί

Κοράκια κράζουν και πετούν κοιτώντας εξεταστικά

Κι όλα τα καλντερίμια ζουν μες στη μοναξιά

 

Σκιές εναλλασσόμενες βγαίνουν δειλά, δειλά

Μέσα απ’ τις χαραγματιές που έχει η γειτονιά

Πότε μετεωρίζονται ρίχνοντας ένα πέπλο

Που χάνεται αργά σαν το ουράνιο τόξο

 

Απ’ ένα αλύχτημα ξεχύνεται μια λύσσα

Όταν το σήμαντρο του ρολογιού χτυπά

Κατάρες μεσημεριανές άφησε στη στιγμή

Κι ένα κοκόρι αδύνατο φώναζε με οργή

 

Κι όπως γυρνά ο νους μου μέσα στα καλντερίμια

Άδεια από γέλια και χαρές που γίνονταν παλιά

Κι απ’ τα καμώματα που ’καναν τα παιδιά

Με το γαϊδούρι του κυρ-Μηνά του γαλατά

 

Τρέχει η ψυχή μου άστατη εδώθε κι εκείθε

Χτυπά πόρτες, παράθυρα ν’ ακούσει μια φωνή

Κι άφησε μόνο το κορμί μέσα στο μεσημέρι

Να πάλλεται κι αυτό στη ρίζα με οδύνη

 

Μες στη σιγή ακούγονταν το θρόισμα απ’ τα φύλλα

Μα εγώ ενόμισα πως μίλαγαν με εμένα

Αμέσως κι ο άνεμος γνωστός από παλιά

Νοσταλγικά μ’ αγγίζει στα γκρίζα μου μαλλιά

 

Κοντά γυρνά η ψυχή μου και έχει ταραχή

Η γειτονιά, μου λέει, έγινε πληκτική

Το μόνο που είδα ερημιά και αδιαφορία

Και είναι ακόμα πιο τρανή κι από της Γερμανίας

 

Μόνο γυρνούν ψυχές, σαν ζωντανές σκιές

Μοιάζουν σαν φύλακες, ακούγονται φωνές

Σηκώνουν τα χέρια τους ψηλά, κοιτούν,

Το πέσιμο του ήλιου να’ ναι αργό ζητούν

 

Αυτά μου είπε η ψυχή και πήγε πιο βαθιά

Από την ίδια ρίζα της, ζητάει σιγουριά

Κι από τον πόνο το διπλό που έζησα εδώ

Μεράκια και στενάγματα στη ρίζα θε να πω

 

Αργά ο ήλιος έγειρε φέρνοντας δειλινό

Κι εγώ ξεκίνησα τα λόγια μου να πω

Μα, να, ακούω τη φωνή να έρχεται αργά

Κι ένα της αναστέναγμα της ξέφυγε κρυφά

 

Κλαριά του πεύκου μ’ άγγιξαν απάνω στα μαλλιά

Και τ’ αεράκι τ’ Άι-λια μου φέρνει μια δροσιά

Γύρα μου τα καμπαναριά χτυπάνε με σειρά

Κάτω στη γειτονιά μου, πέφτει βαριά σκιά:

 

«Κράτα τον ήλιο όσο μπορείς στη δύση να μη φτάσει

Κι αγκάλιασε τον τόπο σου που έχει πια γεράσει

Στρίψε τα μάτια σου κι αλλού πάψε ν’ ακούς

Ας την καρδιά σου λεύτερη να ζήσει με ρυθμούς

 

Και άκουσέ με , κοίτα με, στον τόπο μου ζω χήρα

Αλλάξανε πολλά, δεν είναι όπως παλιά

Μα, μια και μου λες για ξενιτιά, θε να σου πω αυτό

Μέσα στον τόπο μου πικρά την έζησα κι εγώ

 

Κατάρα έπεσε βαριά φύγαν πολλά παιδιά

Τα μάτια πήραν αδειανά για εγχώρια προσφυγιά

Και βόγκαγε το σώμα τους, ψυχή τους και η καρδιά

Κι άλλα νιάτα πολλά πήραν την ξενιτιά

 

Εχάθη πια η νιότη μας κι όλη η λεβεντιά

Μείνανε γέροι και γριές και κάμποσα παράσιτα

Όπως κι άρρωστοι πολλοί, ξεδοντιασμένοι

Και σβήσανε από καημό σαν απομείναν μόνοι

 

Κι όπως στην πολιτική αλλάζει ο χαβάς

Έτσι με τον καιρό άλλαξε και σ’ εμάς

Κι ό, τι υπήρχε παλιακό, έθιμο κι αγαθό

Το έφαγε ο υλισμός και ο μοντερνισμός

 

Χάθηκαν οι βετεράνοι μας με μάτια ζεστασιάς

Που όταν θωρούσαν έλιωνε κι ο ίδιος ο χιονιάς

Και άνοιγε η άνοιξη γιομάτη ξεγνοιασιά

Κι έφερνε το θέρος με την πολύ σοδιά

 

Όλα αυτά πια χάθηκαν, έγιναν παρελθόν

Κι αν είναι κάμποσοι μ’ αλλιώτικο μυαλό

Μες στο κεφάλι τρύπωσε αρτηριοσκλήρωση

Το κούφιο μέλλον μας να μην τους συγκινεί

 

Ρίζες πολλές που είμαστε μείναμε μόνο μια

Σε τούτο το δασάκι βρίσκουμε γιατρειά

Κι όλες οι σκιές της γειτονιάς φτάνουν κάθε βραδιά

Εδώ κοντά μας έρχονται, μας κάνουν συντροφιά

 

Μαζί τα κουβεντιάζουμε όπως οι αδερφάδες

Κι όλες μαζί τραγουδιστά λέμε μύριες ευχές

Η νοσταλγία, ο καημός μόνιμος πυρετός

Μαργαριτάρι γίνεται ο πόνος ο φριχτός

 

Συχνά τις νύχτες όπως ο άνεμος φυσά

Από πολύ μακριά φέρνει φωνές πολλές

Η αγωνία μας σκιρτά κι ανοίγει η ψυχή

Σίγουρα από μακριά θα έρθει μια ζωή

 

Και να που ως τώρα δε γελάστηκα ποτέ

Φτάνεις, ω ναι, έφτασες εσύ προσκυνητή

Ό, τι μας μένει λιγοστό, χιλιάκριβο αγαθό

Πάρε της ρίζας σου μαγιά και κάντο φυλαχτό

 

Πολέμησε μ’ αυτό σκληρά και φώναξε γερά

Και βάλε σα θα χρειαστείς γερή τρικλοποδιά

Βάλε μπροστά τα όπλα σου, χτύπα γερά, ωμά

Διέλυσε τον υλισμό με της ψυχής πυρά

 

Ίσως αυτό το αιώνιο που κληρονόμησα

Ίσως μπορέσω να σ’ αφήσω έστω και μαγιά

Λάβαρο να τα κάνετε μέσα στη γειτονιά

Για να μπορέσουμε κι εμείς να πάμε πιο βαθιά!»

 

Ω, ρίζα μου εσύ, είσαι από μάνα πιο πολύ

Και όπως η Παναγιά, πόνεσες στη ζωή

Τα πάθη σου, τα βάσανα, ασήκωτα βαριά,

Έφτασες το σταυρό πέρα απ’ το Γολγοθά

 

Σκύβω εγώ μ’ ευλάβεια, θερμά σε προσκυνώ

Κι όση ζωή απόμεινε τη βάζω στο στρατί

Όσους γνωρίζω κι αγρικώ θα τρέξω να τους κράξω

Ρίζα μου, μείνε εκεί κι όλους θα τους προστάξω!

 

Σαν εκκλησιά φάνηκε γύρα μου ο τόπος

Τα δένδρα δέσποζαν με τρόπο γελαστό

Κι όλες οι κορφές προσκύναγαν γυρτές

Και ένα χλωμό φεγγάρι έβαφε πέρα τις παρυφές

 

Στιγμές που ήταν ιερές φλόγισαν τη σιγή

Κι ένα ρίγος άγνωστο άδραξε το κορμί

Δέος απλώθηκε απαλά έφτασε ως τη ψυχή

Κι ο ίδρος απ’ το πρόσωπο έπεφτε κατά γη

 

Φύσηξε ξανά τ’ αγέρι με δρόσισε απαλά

Μέσα στα στήθια ένιωσα σφιξίματα πολλά

Κοιτώ από δω, κοιτώ από κει και τι να δω;

Όλες οι σκιές της γειτονιάς ήταν εδώ!

 ΑΠΟΛΛΩΝ  06.05.1995  Β.Φ.

(Ποιητική Συλλογή: «Ψάχνοντας στ’ αχνάρια σου ζωή».