Έχω γυρίσει σχεδόν όλο τον κόσμο. Έχω περπατήσει σε δρόμους πολύβουους, σε λεωφόρους που δεν κοιμούνται ποτέ. Έχω χαθεί σε αγορές, σε εξωτικά νησιά, σε μεγαλουπόλεις που σε ζαλίζουν με τα φώτα τους. Μα τίποτα –απολύτως τίποτα– δεν συγκρίνεται με εκείνο το μονοπάτι που οδηγεί πίσω… στο χωριό.
Εκεί όπου σε περιμένουν οι γονείς στην πόρτα. Με βλέμμα λαμπερό, με τα χέρια έτοιμα για μια μεγάλη αγκαλιά. Εκεί που ξαναγίνεσαι παιδί. Όσο κι αν έχεις μεγαλώσει. Όσες ευθύνες κι αν κουβαλάς. Για εκείνους, είσαι πάντα το μικρό τους παιδί. Αυτό που θέλουν να φροντίσουν. Να του δώσουν φαγητό, να του φωνάξουν:
«Ζακέτα να πάρεις!»
Κλασική η ατάκα, αλλά κάθε φορά την περιμένεις σχεδόν με συγκίνηση.
Κι έπειτα… στο τραπέζι εμφανίζεται εκείνη η πίτα της μανούλας. Που δεν είναι απλώς φαγητό. Είναι μνήμη. Είναι ζεστασιά. Είναι όλη η αγάπη της μαμάς τυλιγμένη σε φύλλο και φέτα και χορταρικά. Είναι το “σ’ αγαπώ” της, χωρίς λόγια. Είναι η γεύση που, όσο κι αν μεγαλώσεις, θα σε συγκινεί μέχρι δακρύων.
Και πίσω απ’ την κουζίνα, στέκουν δύο άνθρωποι που ίσως πονάνε, ίσως έχουν κουραστεί από τα χρόνια και τις δυσκολίες. Μα είναι εκεί. Όρθιοι. Δυνατοί. Με χαμόγελο. Με στοργή. Με όλη τους την ψυχή δοσμένη σε σένα.
Όμως δεν είναι μόνο οι γεύσεις. Είναι και οι εικόνες.
Ο ήλιος που λούζει τις κεραμοσκεπές.
Το καλντερίμι που σε ανεβάζει αργά, με το σώμα να βαραίνει από συγκίνηση.
Το δέντρο που ανθίζει στην άκρη του δρόμου, σαν σύμβολο ελπίδας.
Η μυρωδιά του ξύλου, του χώματος, του ψωμιού στον φούρνο.
Κι όταν έρχεται η ώρα της αναχώρησης… εκείνοι είναι πάλι εκεί. Στην πόρτα. Με μάτια υγρά.
“Να μας πάρεις ένα τηλέφωνο όταν φτάσεις…”
Κι εσύ να κρύβεις τον κόμπο στο λαιμό και να τους χαμογελάς.
Κι όταν επιστρέφεις στο δικό σου σπίτι και ανοίγεις τις τσάντες –παρόλο που είπες “Μην μου δώσετε τίποτα”– βρίσκεις μέσα μικρούς θησαυρούς: λίγο τυρί, λίγα αυγά, και… τη λαχταριστή εκείνη πίτα. Και το σπίτι μοσχοβολάει νοσταλγία. Μυρίζει αγάπη. Μυρίζει… μανούλα.
Άχ, μανούλα… Σε ευχαριστώ.
Κι εσύ, μπαμπά, που δεν λες πολλά… αλλά όλα τα δείχνεις με μια ματιά κι ένα πιάτο έτοιμο στο τραπέζι.
Αυτό το Πάσχα, ας είναι αφιέρωμα σε όλους τους γονείς που ζουν μακριά απ’ τα παιδιά τους και περιμένουν το επόμενο «Καλημέρα» να το πουν από κοντά.
Ας είναι επιστροφή όχι μόνο στον τόπο μας, αλλά και στις ρίζες μας.
Στους ανθρώπους μας.
Στο φως.
Αφιερωμένο στους δικούς μου γονείς που είναι πάντα εκεί στην πόρτα και με περιμένουν με αγάπη και στοργή.