Δίκη Μάτι: «Θάψαμε λάθος άνθρωπο και μας είπαν να αλλάξουμε τα πτώματα κρυφά»
Συνεχίζεται η δίκη για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι με νέες συγκλονιστικές μαρτυρίες
«Η ανθρωπιά και το καθήκον δεν ήταν εκεί» είπε η Βασιλική Κούκλα περιγράφοντας την περιπέτεια της δικής της οικογένειας που μέτρησε την απώλεια των γονέων της, τους οποίους βρήκαν απανθρακωμένους στην κουζίνα του σπιτιού τους.
«Εκείνο το βράδυ το καθήκον ξεχάστηκε. Κανένας σεβασμός ούτε για τους ζωντανούς ούτε για τους νεκρούς σε όλη αυτή την τραγωδία» είπε η μάρτυρας και συμπλήρωσε πως μετά την κηδεία τους ενημέρωσαν πως έθαψαν λάθος άνθρωπο.
«Γύρω στις 9 το πρωί ενημερώθηκα ότι η πυροσβεστική πήγε στο σπίτι και βρήκαν τους γονείς μου απανθρακωμένος στην κουζίνα. Μετά την κηδεία πήρα ένα τηλέφωνο και με ενημέρωσαν ότι είχε δοθεί λάθος πτώμα και πως ο άνθρωπος που κηδέψαμε δεν ήταν ο πατέρας μου και με παρακαλεί να έρθει πυροσβεστικό να με πάει εκεί να τα πούμε από κοντά. Το σοκ ήταν μεγάλο και ζήτησα από το γραφείο κηδειών να αναλάβει. Αλλά δυστυχώς φάνηκε ότι δεν υπήρχε διάθεση να δοθεί εισαγγελική οδηγία. Υπήρχε συγκάλυψη για να γίνει αλλαγή πτωμάτων χωρίς να κηδέψουμε τον πατέρα μου» κατήγγειλε η μάρτυρας.
«Το αίτημα δεν έγινε δεκτό από την πλευρά μας για ευνόητους λόγους και η κηδεία έγινε σε στενό οικογενειακό κύκλο. Κανένας δεν μας πήρε να μας πει μια κουβέντα παρηγοριάς όπως και κανείς εκείνο το βράδυ δεν έκανε τίποτα» κατέληξε η μάρτυρας και κατονόμασε τον άνθρωπο που της ζήτησε να κάνουν εκταφή χωρίς εισαγγελική παραγγελία για να μην μαθευτεί το λάθος. Μετά την κατάθεση της παρενέβη ο εισαγγελέας της έδρας σημειώνοντας πως ίσως πρέπει να γίνουν ενέργειες οίκοθεν για αυτό που για πρώτη φορά σήμερα κατήγγειλε δημόσια η μάρτυρας.
Με δάκρυα στα μάτια κατέθεσε η Ελισάβετ Σπυρίδη την προσπάθεια που έκανε με τον σύζυγο της να σώσουν τα δυο τους εγγόνια στη φονική πυρκαγιά στο Μάτι. «Δόξα τω θεώ σώσαμε τα παιδιά αυτό μετράει» είπε με λυγμούς και συμπλήρωσε πως ο σύζυγος της παρέμεινε στην εντατική 145 ημέρες και απεβίωσε.
«Η φωτιά μας αιφνιδίασε στο σπίτι. Ήταν φρίκη, ήταν κόλαση. Πήραμε τα παιδιά και αρχίσαμε να τρέχουμε προς τη θάλασσα. Ο παππούς είχε τον εγγονό και εγώ την Ελισάβετ. Από ένα παιδί, αγκαλιασμένα για να τα προφυλάξουμε. Καήκαμε μέχρι να φτάσουμε στη θάλασσα. Μας πρόλαβε το θερμικό κύμα. Κανείς δεν μας ειδοποίησε. Κατεβήκαμε σκαλιά…ο Θεός να τα κάνει, προς τη θάλασσα. Εκεί ήταν πολλοί. Δεν είχαμε τηλέφωνο, εγώ το έχασα, ο σύζυγος το άφησε στο αμάξι το οποίο κάηκε» ανέφερε και συμπλήρωσε πως παρέμειναν στη θάλασσα τραυματισμένοι μέχρι τις 12 το βράδυ.
«Είχαμε φρικτούς πόνους, αλλά για να σωθούμε προσπαθήσαμε να περπατήσουμε στα βράχια» περιέγραψε η μάρτυρας που μαζί με τον σύζυγο και τα εγγόνια της έφτασαν σε ξενοδοχείο της περιοχής. «Από την φτέρνα μέχρι πάνω κάηκαν τα πόδια μου» σημείωσε η μάρτυρας που έχει κάνει αρκετά χειρουργεία ενώ μέχρι σήμερα δέχεται ψυχιατρική βοήθεια.
Τη σκυτάλη πήρε η κόρη της Κατερίνα Σπυρίδη, που περιέγραψε την αγωνία που έζησε μέχρι να μάθει ότι η οικογένεια της επιβίωσε, αλλά τον πόνο της απώλειας του πατέρα της και παππού των ανιψιών της. «Ήταν μαύρος. Μόνο τα μάτια του ξεχώριζαν. Λίγο πριν μπει στην εντατική είχε σπασμούς και εφιάλτες και συνεχώς αναζητούσε το εγγόνι του. Σηκώθηκε και βγήκαν οι γάζες από την πλάτη και είδα μια πλάτη χωρίς δέρμα. Και έλεγα πως ξαπλώνει για να κοιμηθεί; Ο πατέρας μου είχε πολύ μεγάλη ταλαιπωρία, να φωνάζει για να αντέξει τον πόνο εκείνη την ώρα. Η μητέρα μου ήταν καμένη χέρια πόδια, ήταν ακινητοποιημένη. Μετά από δύο μήνες κατάφερε να κινήσει το χέρι της για να μπορέσει να φάει λίγη κρέμα. Η μαμά μου βρήκε μετά από δυόμισι μήνες από το νοσοκομείο για να μην κινδυνεύσει από τα μικρόβια. Χάσαμε τον πατέρα μου. Στην κηδεία του πατέρα μου όλοι βουβοί με κλάματα και η μάνα μου σε καροτσάκι να θέλουν να τη συλλυπηθούν να της πιάσουν το χέρι και εκείνη να πονά. Η μόνη της παρηγοριά ήταν ότι σώσανε τα παιδιά» περιέγραψε η μάρτυρας.
Φανερά φορτισμένη κατέθεσε και η Μαρία Κωστοπούλου που εξιστόρησε στο δικαστήριο την αγωνία που βίωσε όταν τα παιδιά της της τηλεφώνησαν, ενώ προσπαθούσαν να ξεφύγουν από τη φωτιά με τους παππούδες τους. «Μου είπαν καιγόμαστε. Ώρες αργότερα στο άκουσμα ότι είναι καλά ανακουφίστηκα. Φτάνοντας στον Ευαγγελισμό έπαθα σοκ. Έβλεπα εικόνες που δεν θα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου… Περνούσαν καμένοι άνθρωποι και δεν μπορούσα να καταλάβω πως έγινε αυτό. Μετά έφεραν την πεθερά μου. Με κοίταξε και μου είπε “τα παιδιά είναι εντάξει τα φέραμε”» είπε.
Όπως περιέγραψε, αντίκρισε τα παιδιά της μαυρισμένα και με φουσκάλες παντού. «Είχα ανοίξει τα χέρια μου για να τα πάρω αγκαλιά και φοβόμουν που να ακουμπήσω. Μόλις βγήκαμε τα παιδιά από το νοσοκομείο ζήτησα βοήθεια ψυχιάτρου. Αισθανόμουν ότι κάτι θα συμβεί στα παιδιά. Όλοι μας είχαμε αλλάξει μετά από αυτό. Ο πεθερός μου ακόμα και στη ΜΕΘ όταν μιλούσαμε για τα παιδιά φώτιζαν τα μάτια του» είπε χαρακτηριστικά.