Ακολουθώντας τα ίχνη του… Λέοντα και της Δανάης στη θεσσαλική γη, παρέα με την Χριστίνα Αλεξίου 

«Δύο μικρά γατάκια, Ο Λέων και η Δανάη, γεννιούνται σε ένα ορεινό κτήμα της θεσσαλικής γης. Ένα παραδεισένιο μέρος μέσα στη φύση! Οι πρώτοι μήνες της ζωής τους κυλάνε ξένοιαστα, όλο παιχνίδι και σκανταλιές. Σύντομα όμως θα φύγουν από το όμορφο κτήμα και τη γλυκιά μανούλα τους, για το νέο τους σπίτι. Εκεί θα γνωρίσουν καινούριους φίλους και οι περιπέτειες θα συνεχιστούν. Ωστόσο η μεγάλη δοκιμασία θα αρχίσει όταν τα εγγονάκια της ιδιοκτήτριας του σπιτιού που μένουν, θα πάρουν μαζί τους τα δύο γατάκια σε μια εκδρομή ψηλά στο βουνό. Τις ιστορίες τους τις διηγείται ο Λέων, με γλαφυρότητα και χιούμορ στο παιδικό μυθιστόρημα της Τρικαλινής συγγραφέως Χριστίνας Αλεξίου με τίτλο «Λέων και Δανάη».

Της Βιβής Μαργαρίτη

Στο βιβλίο ξετυλίγεται μια διδακτική ιστορία για τους μικρούς φίλους της φύσης και της περιπέτειας. Μια ιστορία που εξυμνεί αξίες όπως η αδελφική αγάπη, η φιλία και η συλλογικότητα, σε ένα διήγημα που μυρίζει Ελλάδα μιας άλλης εποχής!…

«Πρόκειται για παιδικό μυθιστόρημα περιπέτειας, 120 σελίδων, με ασπρόμαυρη, παραστατική εικονογράφηση. Εικονίζονται, μεταξύ άλλων, και πολλά παραδοσιακά αντικείμενα που συναντώνται στα χωριά της ελληνικής υπαίθρου. Γενικά, έγινε προσπάθεια τόσο στο κείμενο, όσο και στην εικονογράφηση, να προβληθεί ο παραδοσιακός τρόπος ζωής, που σε πολλά παιδιά της νέας γενιάς, είναι σχεδόν άγνωστος. Απευθύνεται σε ηλικίες, κυρίως 6+» μου λέει η ίδια η συγγραφέας.

«Το θέμα του βιβλίου αποτελεί έμπνευση των εφηβικών μου χρόνων και ουσιαστικά, αποτυπώνει τα παιδικά μου καλοκαίρια στο όμορφο Βροντερό, που βρίσκεται στα ορεινά του δήμου Πύλης. Τα μέρη υπαρκτά και για κάποιους γνώριμα, μα η υπόθεση, μυθοπλασία της νεανικής μου φαντασίας. Με αγάπη προσφέρω στους μικρούς αναγνώστες, ένα κομμάτι της καρδιάς μου, που φυλάσσει τις παιδικές μου αναμνήσεις από το χωριό, ως πολύτιμο θησαυρό!  Ένα βιβλίο που μοσχοβολάει Ελλάδα και προβάλλει διαχρονικές αξίες, όπως η αδελφική αγάπη, η φιλία και η συλλογικότητα!» εξηγεί.

Το βιβλίο διατίθεται στα Τρίκαλα από το βιβλιοπωλείο της Παπαγιάννη,  Τσιοπελάκος  και Μαγικά Γράμματα

Η συγγραφέας μας συστήνεται

Ονομάζομαι Αλεξίου Χριστίνα και είμαι γεννημένη στις 23 Οκτώβρη του 1984, στα Τρίκαλα, των οποίων είμαι πλέον μόνιμη κάτοικος. Είμαι έγγαμη, μητέρα δύο μικρών αγοριών. Έλαβα το πτυχίο μου στις οικονομικές επιστήμες από το Καποδιστριακό πανεπιστήμιο Αθηνών, το 2008 με τον χαρακτηρισμό «Λίαν καλώς». Μιλώ αγγλικά και ιταλικά και έχω εργαστεί στον ιδιωτικό τομέα τα χρόνια πριν γίνω μητέρα. Πλέον είμαι περισσότερο αφοσιωμένη στην ανατροφή των παιδιών μου και έτσι είχα τον χρόνο να ολοκληρώσω το λογοτεχνικό μου έργο, «Λέων και Δανάη, περιπέτεια στο βουνό», που κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο του 2020, από τις εκδόσεις Σιδέρης. Ακόμη, το διήγημα μου με τίτλο: «Στα στενά του Βαρουσίου» διακρίθηκε σε διαγωνισμό συγγραφής και εκδόθηκε τον Ιούνιο του 2014, μαζί με άλλα, από τις εκδόσεις iwrite.gr σε συνεργασία με τις πρότυπες εκδόσεις Πηγή, στον συλλογικό τόμο: «Ιστορίες της πόλης μας, Τρίκαλα». Τέλος αναφέρω ότι έχω γράψει αρκετά, σύντομα διηγήματα για ενήλικες και παιδιά, που δημοσιεύτηκαν, λαμβάνοντας θετική ανταπόκριση από το αναγνωστικό κοινό, στις διαδικτυακές ιστοσελίδες 52weekswritingchallenge.gr της συγγραφέας Μαρίας Καλύβας και στην pavsilipon.blogspot.com , της καθηγήτριας, θεολόγου εν ενεργεία, Σέβης Κωνσταντινίδου, που ασχολείται και η ίδια με την συγγραφή.

Το μποτινέλο (ενδεικτικό κεφάλαιο από το βιβλίο “Λέων και Δανάη”)

   Το απόγευμα της ίδιας μέρας, η Δανάη έκανε πάλι την παλαβομάρα της. Καθόμασταν έξω στην αυλή όταν άρχισε να ακούγεται ένας πρωτόγνωρος για εμάς ήχος.

« Γκλουπ, γκλαπ! Γκλουπ, γκλαπ!»

Πλησιάσαμε το σπίτι με περιέργεια. Κοντοσταθήκαμε για λίγο μπρος στη μισάνοιχτη πόρτα, ενώ ο παράξενος ήχος συνεχιζόταν. Διστακτικά μπήκαμε στη μισοσκότεινη κάμαρη. Η κυρά Αγγελική στεκόταν πίσω από ένα ψηλό, ξύλινο δοχείο, το οποίο αργότερα μάθαμε πώς λέγεται μποτινέλο*.  Στα χέρια της βαστούσε ένα μακρύ ξύλο* και με διπλωμένα τα μανίκια της ρόμπα της , ψηλά από τους αγκώνες, κοπανούσε ένα υγρό.

«Γκλουπ, γκλαπ!!» Ακουγόταν δυνατότερα, από κοντά, ο ήχος.

Απορροφημένη στη δουλειά της δεν μας πήρε είδηση. Είχαμε πλησιάσει τόσο, που σταγόνες από το υγρό που χτυπιόνταν μας πιτσιλούσαν, δροσίζοντας μας ευχάριστα. Η Δανάη έβγαλε τη γλωσσίτσα της, για να γευτεί το παράδοξο ράντισμα.

–Ω μα είναι γάλα! Διαπίστωσε γουργουρίζοντας με ευχαρίστηση.

Χαρούμενος έβγαλα και εγώ τη δικιά μου γλώσσα, για να δροσιστώ.

Την επίπονη εργασία της κυρά Αγγελικής, διέκοψε το κουδούνισμα του τηλεφώνου. Παρατώντας το κοπανόξυλο, πήγε να το σηκώσει. Η Δανάη βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία και πήδηξε πάνω στο τραπέζι, που βρισκόταν δίπλα από το μποτινέλο. Η γιαγιά είχε στραμμένη την πλάτη της προς εμάς και δεν αντιλήφθηκε το παραμικρό. Μένοντας άναυδος από την παράτολμη κίνησης της, περίμενα να δω ποια θα είναι η επόμενη.

Με τα μικρά της νύχια, γαντζώθηκε στο στόμιο του μποτινέλου, ενώ ταυτόχρονα έσκυψε να δει το περιεχόμενο.

–Μη!!!Πρόλαβα να στριγκλίσω, πριν χαθεί ολόκληρη μέσα στο μεγάλο δοχείο.

Με το «πλατς» που ακούστηκε, από την πτώση της Δανάης,  η γιαγιά γύρισε ξαφνιασμένη. Το απορημένο της βλέμμα καρφώθηκε πάνω μου, αστραπιαία έκλεισε το τηλέφωνο και έτρεξε να δει τί συμβαίνει. Γούρλωσε τα μάτια της όταν αντίκρισε τη Δανάη να παλεύει μες το γάλα.  Πιάνοντας με απελπισία τη μαντίλα στο κεφάλι της, άρχισε να μοιρολογεί. Φοβούμενος την αντίδραση της βγήκα τρέχοντας στην αυλή.

Στάθηκα ξέπνοος σε μια ασφαλή απόσταση, παρακολουθώντας με αγωνία την μαύρη χαραμάδα της πόρτας. Ευτυχώς μετά από λίγο είδα την Δανάη να βγαίνει τρέχοντας ενώ η βαριά, ξύλινη πόρτα πίσω της, έκλεισε με βρόντο. Γρήγορα έτρεξα κοντά της.

Ήταν μουσκίδι από τα γάλατα και το ύφος της ήταν ακριβώς αυτό της «βρεγμένης γάτας». Άρχισα να γελάω γλύφοντας την στο πρόσωπο. Εκείνη μουτρωμένη για το ρεζιλίκι της, αφέθηκε χωρίς αντίρρηση στο καθάρισμα μου.

–Μιαμ, μιαμ νόστιμη είσαι! Την πείραζα ώσπου δεν άντεξε και ξέσπασε κι εκείνη σε γέλια. Σε λιγάκι είχαμε πέσει και οι δυο κάτω από τα χαχανητά, ενώ πίσω από την κλειστή πόρτα ακούγονταν ακόμα οι φωνές της κυρά Αγγελικής.

Το βράδυ ξαπλώσαμε κουρασμένα στη τσιμεντένια αυλή. Χαζεύοντας την αστροφεγγιά, συζητούσαμε για την πρώτη μας μέρα στο χωριό. Η κυρά Αγγελική ήρεμη και γλυκιά, μας έφερε σε ένα πιατάκι λίγο γάλα με ψωμάκι για να φάμε.

 Κάπου το μάτι μου πρόφτασε ένα αστέρι να πέφτει, «μακάρι να μην ξαναλλάξουμε σπίτι!» ευχήθηκα, λίγο πριν σφαλίσουν τα νυσταγμένα βλέφαρα μου.

*μποτινέλο= ξύλινο, στρογγυλό δοχείο στο οποίο χτυπάνε το γάλα για να βγάλουν το βούτυρο και για να φτιάξουν ξινόγαλο.

*φορλέτσι


Ποίημα της Χριστίνας Αλεξίου για το Ληθαίο ποταμό

Ληθαίος

Σαν βρεθείς  απόγιομα στον ποταμό της λήθης,

έχοντας στην ματιά τον πορφυρολουσμένο ήλιο,

οι θύμησες οι παλιές  μαύρα πουλιά θα γίνουν.

Στην θέση τους  χρώματα θα ‘ρθούν,

το γαλάζιο, το κόκκινο, το πορτοκαλί,

το κενό τους να γεμίσουν.

Μέσα σε θέαμα λαμπρό θε να ξεχάσεις και τ’ όνομα σου,

μαζί κι όλες τις πίκρες  και τα βάσανα σου.

Τα ασημόλαμπα νερά,  τα πάντα θα ξεπλύνουν,

όλα τα ανυπέρβλητα, μεμιάς , μικρά θα γίνουν.

Τότε θα σου φανεί εκείνη την ώρα να γεννιέσαι,

χωρίς  πριν,  χωρίς μετά, μόνο για τούτη τη στιγμή, που στον καθρέφτη του νερού κοιτιέσαι.

Από μέσα του η νύμφη, που τον κατοικεί, σοφά θα σου μιλήσει:

« Άνθρωπε ξαπόστασε από τον πολύ σου αγώνα,

Και νιώσε πώς η ζωή είναι γλυκιά ακόμα».


Τα παπούτσια

* Φωτογραφία (Pixabay/Momentmal)

Συγγραφέας: Αλεξίου Χριστίνα
Εβδομάδα: 3

Πελώριος ξεπρόβαλλε, από την ανατολή, ο αφρικάνικος ήλιος. Οι πρώτες ηλιαχτίδες του διασκορπίστηκαν στην ατμόσφαιρα λούζοντας με φως την όμορφη, ορεινή πόλη της Αιθιοπίας. Την πόλη με το κελαηδιστό όνομα «Λαλιμπέλα». Παιχνιδιάρικα εισέβαλλαν κι από το μικρό παράθυρο γλύφοντας το χωμάτινο πάτωμα, αναρριχήθηκαν στα λιγοστά πράγματα, γλίστρησαν στο ξεθωριασμένο λινοσκέπασμα και χάιδεψαν απαλά το μελαμψό πρόσωπο του εξάχρονου Αβραάμ. Το μικρό αγόρι με μισόκλειστα ακόμη μάτια, χαμογέλασε στο ζεστό άγγιγμα του ήλιου. Μια σκέψη, όμως, τα έκανε να ανοίξουν διάπλατα. Πετώντας το παλιό κουβερλί ανασηκώθηκε:

– Μαμά, ήρθε η ώρα για το σχολείο! φώναξε χαρούμενος.

Από την άλλη άκρη του ενός και μοναδικού δωματίου ακούστηκε το γέλιο της μητέρας του.

– Ναι, παιδί μου, ξημέρωσε. Σήκω να νιφτείς και να πιεις το ρόφημα σου!

Πάνω στο μαγκάλι έβραζε το τσάι. Η μυρωδιά του ευωδίασε τον χώρο. Το παιδί πετάχτηκε από τη σανίδα που είχε για κρεβάτι και βγήκε έξω από την πλίνθινη καλυβούλα τους. Με ένα τσίγκινο μπρίκι έριξε στο κεφάλι του λίγο από το πολύτιμο, βρόχινο νερό, που μάζευαν σε ένα μεγάλο, ξύλινο βαρέλι. Σκουπίστηκε με ένα ξεφτισμένο πανί που χρησίμευε ως πετσέτα και μπήκε πάλι στην καλύβα. Πλησίασε τη μητέρα του δίνοντας της ένα φιλί. Εκείνη χάιδεψε στοργικά το σγουρόμαλλο κεφάλι του και του έτεινε την πήλινη κούπα με το τσάι. Ρούφηξε δυο μεγάλες γουλιές, προσέχοντας μην καεί. Η ματιά του έπεσε πάνω στα φτωχικά ρουχαλάκια του, που κρέμονταν καθαροπλυμένα από ένα καρφί στον τοίχο. Σε λιγάκι σηκώθηκε, τα φόρεσε, και όλος χαρά κίνησε να φύγει.

– Στάσου! τον πρόφτασε η μάνα του. Χαμογελαστή τον πλησίασε κρατώντας ένα ζευγάρι παπούτσια. Έσκυψε και τα φόρεσε στα γυμνά του πόδια. Ο μικρός Αβραάμ τα κοίταξε έκπληκτος, σχεδόν πήρε να δακρύσει. Ποτέ άλλοτε δεν είχαν δεχτεί τα ισχνά ποδαράκια του παπούτσια! Τώρα τα καμάρωνε με δύο καφετιά φτιαγμένα από καουτσούκ. Αγκάλιασε με ευγνωμοσύνη τη μητέρα του και εκείνη φιλώντας τον τρυφερά στο μέτωπο, τον ξεπροβόδισε για το σχολείο.

– Άντε στο καλό, μικρό μου!

Τρέχοντας περνούσε από τις καλύβες των φίλων του. Βάζοντας το κεφάλι του στις ανοιχτές, ξύλινες πόρτες, τους καλούσε να πάνε παρέα. Σε λίγο ένα σμήνος από μεγάλα και μικρότερα παιδιά ανηφόριζε την πλαγιά. Η μικρή Λαλιμπέλα αντηχούσε από τις χαρούμενες παιδικές φωνές. Οι φίλοι του Αβραάμ πρόσεξαν τα πόδια του.

– Τί ωραία παπούτσια!

Ο Αβραάμ ασυναίσθητα κοίταξε αυτά των υπολοίπων, ήταν όλοι τους ξυπόλητοι, όπως άλλωστε και αυτός μέχρι χτες. Σφίχτηκε η καρδιά του, σα να ντράπηκε που διέφερε, χαμογέλασε μηχανικά, σκύβοντας το κεφάλι. Στο δρόμο συνάντησαν μερικές από τις έντεκα πανέμορφες εκκλησιές της Λαλιμπέλα. Τις έχτισε ο ομώνυμος παλιός βασιλιάς της περιοχής. Λαξευτές στους κόκκινους βράχους με το ηφαιστειογενές πέτρωμα, τον ρόδινο τόφφο, εντυπωσιάζουν με την καλαίσθητη αρχιτεκτονική τους. Η τελευταία πριν φτάσουν στο σχολειό είναι του Αγίου Γεωργίου, με τον εντυπωσιακό σταυροειδή σχηματισμό και τα απαράμιλλης τέχνης ανάγλυφα σχέδια. Είναι η αγαπημένη του Αβραάμ.

Όταν φτάσανε στο σχολικό κτίριο, μία μεγάλη πέτρινη κατασκευή με ξύλινη σκεπή, βρήκαν και άλλα παιδιά να περιμένουν στον υπαίθριο χώρο. Ο Αβραάμ πρόσεξε ότι τα παιδιά που φορούσαν παπούτσια ήταν μετρημένα στα δάχτυλα. Ένα αγκάθι τρύπησε πάλι την ευαίσθητη καρδούλα του. Την μελαγχολία του διέκοψε η εμφάνιση των δύο νέγρων δασκάλων του σχολείου. Μαζί τους ήταν και ένας ορθόδοξος, μονοφυσίτης ιερέας ως αντιπρόσωπος του επικρατέστερου, θρησκευτικού δόγματος της περιοχής. Φορούσε τον χαρακτηριστικό λευκό μανδύα και ένα ίδιου χρώματος τουρμπάνι στο κεφάλι. Το άσπρο θεωρείται για τους ντόπιους το χρώμα της αγνότητας και του εξαγνισμού. Οι δάσκαλοι καλωσόρισαν τα παιδιά στη νέα σχολική χρονιά. Κατόπιν ακολούθησε ο ιερέας διαβάζοντας τις καθιερωμένες ευχές και ευλογώντας τα ένα, ένα. Στο τέλος τους μίλησε για το θαύμα του Ιησού που κάποτε στην έρημο ευλόγησε πέντε άρτους και δύο ψάρια να πολλαπλασιαστούν, χορταίνοντας το πλήθος λαού που είχε συγκεντρωθεί για να τον ακούσει.

-Κατά αυτόν τον τρόπο, τους είπε καταλήγοντας, εύχομαι να πολλαπλασιαστεί και ο σπόρος της γνώσης που θα φυτεύσουν στο νου και στην καρδιά σας οι δάσκαλοι σας την φετινή χρονιά.

Αυτό ήταν! Ο πρώτος σπόρος είχε ήδη πέσει στο γόνιμο έδαφος της καρδιάς του Αββραάμ. Ένιωσε μέσα του μια θέρμη, ενώ τα μάτια του βούρκωσαν.

Στον γυρισμό τα παιδιά τραγουδούσαν χαρούμενα. Ο Αβραάμ δεν συμμετείχε στο ομαδικό τραγούδι, έδειχνε σκεφτικός.

– Ε, τί έχεις εσύ; του είπε σκουντώντας τον ο φίλος του ο Δαβίδ.

– Τίποτα, μόνο λίγο κουρασμένος είμαι, απάντησε λακωνικά ο Αβραάμ.

Φτάνοντας στην εκκλησία του αγίου Γεωργίου ο Αββραάμ σταμάτησε. Στους απορημένους φίλους του δικαιολογήθηκε ότι ήθελε να προσευχηθεί και τους προέτρεψε να συνεχίσουν τον δρόμο τους, πράγμα που έκαναν. Εκείνος κατευθύνθηκε στο ναό, πριν μπει μέσα έσκυψε και έβγαλε τα παπούτσια του. Κρατώντας τα, πλησίασε με ευλάβεια τη μεγάλη τοιχογραφία του Αγίου. Με παρατεταμένα τα χέρια και συντριβή καρδιάς είπε:

– Σεβαστέ μου άγιε, σου αφήνω τα παπούτσια μου. Σε παρακαλώ δώσε τα στον Ιησού να τα ευλογήσει, όπως τότε με τα ψάρια. Όταν γίνουν τόσα όσα χρειάζονται για να φορέσουν όλα τα παιδιά, τότε θα δεχτώ να ξαναφορέσω και εγώ τα δικά μου.

Σα να του χαμογέλασε ο Άγιος ή του φάνηκε; Βγήκε ανάλαφρος από το ναό και στάθηκε στο ύψωμα του μικρού λόφου. Με θαλπωρή η ματιά του αγκάλιασε όλη τη μικρή πόλη της Λαλιμπέλα. Κοίταξε ένα, ένα τα στρογγυλά πλίνθινα καλυβάκια με τις αχυρένιες σκεπές, τα τουκούλ όπως αποκαλούνται από τους ντόπιους. Μέσα του προσευχήθηκε κάθε παιδί σε κάθε σπίτι να αποκτήσει από ένα ζευγάρι παπούτσια και ότι άλλο είχε ανάγκη. Έπειτα το βλέμμα του πλανήθηκε ελεύθερο στο καταπράσινο οροπέδιο. Σαν αετός ξεκίνησε από το πιο ψηλό σημείο και έφτασε χαμηλά στη μεγάλη κοιλάδα, για να σταματήσει καρφωμένο στα γυαλιστερά νερά του ποταμού Όμο, που αχνοφαινόταν.

Όταν λίγο αργότερα μπήκε στο σπίτι του, η μητέρα του παραξενεύτηκε που δεν είδε τα παπούτσια στα πόδια του. Τον ρώτησε για αυτά και εκείνος της απάντησε ότι τα έδωσε σε ένα άλλο παιδάκι που ήταν ξυπόλητο. Η μητέρα του θύμωσε, γιατί ο πατέρας του με κόπο και θυσία του τα αγόρασε. Ολημερίς δούλευε στις φυτείες τσαγιού για να τους εξασφαλίσει τα βασικά και συχνά πολύ λιγότερα. Πάνω στην ταραχή της του έδωσε και μερικές ξυλιές. Ο Αβραάμ ένιωσε γλυκό τον πόνο από τα σκαμπίλια της μητέρας του, η συνείδηση του ήταν ελαφριά. Το βράδυ στον ύπνο του, είδε τον Άγιο Γεώργιο να σκύβει και να του φοράει ένα ζευγάρι χρυσά παπούτσια.

Σύντομο, παιδικό διήγημα της Χριστίνας Αλεξίου που είχε δημοσιευτεί διαδικτυακά στο 52weekswritingchallenge.gr