Ονειρεύτηκα μία Ελλάδα από την οποία δεν θα ήθελα να φύγω ποτέ και θα ζούσα εδώ μέχρι τα βαθιά μου γεράματα. Μία Ελλάδα που θα μου πρόσφερε μια θέση στην εκπαίδευση χωρίς να χρειαστεί οι γονείς μου να πληρώσουν μία περιουσία και να στερηθούν πράγματα από τη δική τους ζωή για τη δική μου μόρφωση.
Ονειρεύτηκα μία Ελλάδα που παίρνοντας το πτυχίο μου θα μπορούσα να απασχοληθώ σε μία δουλειά και να ξεκουράσω τους γονείς μου ανταποδίδοντας τις θυσίες που έκαναν για να με μεγαλώσουν. Μία Ελλάδα που θα μπορούσα να υποβάλλω μία αίτηση για δουλειά και να έχει τύχη να τη δουν έστω χωρίς να έχω «μέσο».
Ονειρεύτηκα μία Ελλάδα όπου μετά από πολύ δουλειά και πολύ κόπο θα μπορούσα να έχω μία αξιοπρεπή ζωή. Μία Ελλάδα που τα παιδιά μου θα ζούσαν λίγο καλύτερα από μένα και θα είχαν περισσότερες ευκαιρίες.
Αυτή η χώρα που ζω δεν είναι η Ελλάδα που ονειρεύτηκα. Πλέον η Ελλάδα των παιδικών και νεανικών μου χρόνων φαντάζει ένα «μαγικό» παραμύθι. Εγώ ήμουν που την κατηγορούσα για όλα τα άσχημά της. Εγώ τώρα τη νοσταλγώ σαν μια μακρινή ανάμνηση.
Τι να απαντήσω στα παιδιά μου όταν με ρωτούν γιατί πρέπει να περιορίσουν τα θέλω τους; Τι να τους απαντήσω όταν με δυσκολία τα βγάζει πέρα η οικογένεια; Γιατί πρέπει τα παιδιά μου να ζήσουν μία χειρότερη ζωή από μένα που δεν έζησα πλουσιοπάροχα, έζησα όμως συνετά.
Ονειρεύτηκα μία Ελλάδα όπου οι Έλληνες δεν θα αλληλοσκοτώνονταν. Νόμιζα ότι ο εμφύλιος ήταν παρελθόν. Ένα δυσάρεστο μακρινό παρελθόν που δεν θα ξανάρθει. Όμως μέρα με τη μέρα διαπιστώνω ότι σε αυτή την Ελλάδα που ζω βρίσκομαι υπό κατοχή, οι Έλληνες είναι σε εμφύλιο και τα παιδιά τους δεν απέχουν πολύ από το να είναι δυστυχισμένα. Γιατί τα παιδιά καταλαβαίνουν πολύ περισσότερα από όσα οι μεγάλοι νομίζουν ότι καταλαβαίνουν.
Αυτή δεν είναι η Ελλάδα που ονειρεύτηκα…
Βιβή Μαργαρίτη