Βασίλης Παλαιοκώστας: ένας από τους πιο περιβόητους κακοποιούς στην Ευρώπη-Η περιπετειώδης ζωή του κι ο μύθος του «Ρομπέν των φτωχών»

Στους περισσότερο καταζητούμενους φυγάδες της Europol βρίσκεται ο Τρικαλινός «φαντομάς» Βασίλης Παλαιοκώστας. Στη λίστα αυτή προστέθηκε μόλις στα τέλη Μαΐου του 2017, καθώς φαίνεται πως η Ελληνική Αστυνομία αγννοούσε την ύπαρξη της εφαρμογής www.eumostwanted.eu, που ξεκίνησε να λειτουργεί τον Ιανουάριο του 2016.Το γεγονός ότι αποτελεί έναν από τους πιο περιβόητους κακοποιούς στην Ευρώπη φαίνεται τόσο από το ποσό με το οποίο είναι επικηρυγμένος -ένα εκατομμύριο ευρώ- όσο και από τη λίστα των εγκλημάτων για τα οποία διώκεται: ανθρωποκτονία, απόπειρα ανθρωποκτονίας, πλαστογραφία, απαγωγή, παράνομη κατακράτηση, πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης, ένοπλη ληστεία, διακεκριμένη κλοπή, εκβιασμός, συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση.

«Επί χρόνια παραβίαζε το νόμο. Απέδρασε δύο φορές από τη φυλακή με ελικόπτερο. Χάρισε εκατομμύρια στους φτωχούς. Αυτή είναι η ιστορία του μεγαλύτερου Έλληνα καταζητούμενου που κατάφερε να γίνει ένας λαϊκός ήρωας», γράφει το ΒΒC σε ένα άρθρο-αφιέρωμα για τη ζωή και τη δράση του.

Η νέα ανακοίνωση

Εφαρμόζοντας σχετική εντολή του Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης, η Αστυνομία πριν λίγες μέρες έδωσε εκ νέου στη δημοσιότητα τα πλήρη στοιχεία ταυτότητας του φυγόποινου και φυγόδικου καταζητούμενου Βασίλη Παλαιοκώστα.

Επιπλέον, τα πλήρη στοιχεία του και φωτογραφία του έχουν αναρτηθεί στην ιστοσελίδα www.eumostwanted.eu., η οποία λειτουργεί υπό την αιγίδα της ΕUROPOL. O Παλαιοκώστας έχει επικηρυχθεί για 1 εκατ. ευρώ, ενώ τον Σεπτέμβριο του 2017 απόρρητη πληροφορία που διαβιβάστηκε στις ειδικές υπηρεσίες της ΕΛ.ΑΣ. ανέφερε ότι ενδεχομένως ο Έλληνας «φαντομάς» έχει υποβληθεί σε καινούργια πλαστική επέμβαση, καθώς ίσως κατάλαβε ότι έχει αποκαλυφθεί η προηγούμενη εμφάνιση του.

Σε βάρος του εκκρεμούν δικαστικές αποφάσεις και έχουν εκδοθεί ένταλμα προσωρινής κράτησης, εντάλματα σύλληψης και συγκεκριμένα, όπως αναφέρει η ανακοίνωση της ΕΛΑΣ:

«Η υπ’ αριθ. 897/2004 συγχωνευτική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης Α’ Βαθμού, με την οποία καθορίστηκε σε βάρος του συνολική εκτιτέα ποινή (25) ετών και φυλάκιση (7) μηνών αθροιστικά για απόδραση και συνολική χρηματική ποινή (8.283,5) ευρώ, με βάση τις ποινές που επιβλήθηκαν με (33) αποφάσεις ελληνικών δικαστηρίων για τα αδικήματα της αρπαγής, εκβίασης, απόπειρας ανθρωποκτονίας, ληστείας από κοινού, σύστασης συμμορίας, κλοπής κατά συρροή, παράνομης οπλοφορίας, παράνομης κατοχής όπλου και υπεξαγωγής εγγράφων, με υπόλοιπο ποινής (18) έτη, (3) μήνες και μία ημέρα, και για την οποία εκδόθηκε το από 10-4-2009 Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης του Εισαγγελέως Εφετών Θεσσαλονίκης.

Η συγκεκριμένη δημοσιοποίηση χρονικής διάρκειας μέχρι την 12:00’ μ.μ. ώρα της 3ης Απριλίου 2020, σύμφωνα με τη σχετική Εισαγγελική Διάταξη, αποσκοπεί στην προστασία του κοινωνικού συνόλου από την εξαιρετικά επικίνδυνη εγκληματική του δράση και την αξίωση της Πολιτείας για τον ποινικό κολασμό των προαναφερθέντων αδικημάτων.

Στο πλαίσιο αυτό, παρακαλούνται οι πολίτες που γνωρίζουν οτιδήποτε σχετικά με το παραπάνω πρόσωπο, να επικοινωνούν στους τηλεφωνικούς αριθμούς 2310 – 388451 και 388452 της Διεύθυνσης Ασφάλειας Θεσσαλονίκης και στον τηλεφωνικό αριθμό 210 – 6411111 της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής.

Σημειώνεται ότι διασφαλίζεται η ανωνυμία και το απόρρητο της επικοινωνίας.»

Το φτωχόπαιδο της ελληνικής επαρχίας

Ο Βασίλης, ένας μικροκαμωμένος άνδρας ύψους μόλις ενός μέτρου και 65 εκατοστών, γεννιέται στις 17 Μαΐου του 1966, στο Μοσχόφυτο, ένα απομακρυσμένο και ορεινό χωριό των Τρικάλων. Μεγαλώνει στη σκληρή και φτωχή καθημερινότητα της ελληνικής επαρχίας, βοηθώντας τον βοσκό πατέρα του και έχοντας ως πρότυπο τον μεγάλο του αδερφό, τον Νίκο.

Το 1979, η οικογένεια Παλαιοκώστα μετακομίζει στα Τρίκαλα. Ο πρωτότοκος Νίκος, 19 ετών, μπαρκάρει για τα καράβια και ο Βασίλης, μόλις 13, πιάνει δουλειά σε ένα εργοστάσιο παραγωγής τυροκομικών προϊόντων. Παρά το νεαρό της ηλικίας τους, τα δύο αδέρφια πρέπει να βγουν στο μεροκάματο για να ενισχύσουν το πενιχρό οικογενειακό εισόδημα.

Ο Βασίλης είναι αρκετά εσωστρεφής στην εφηβεία του. Είναι το παιδί που κάνει αυτό που πρέπει, χωρίς πολλές κουβέντες. Αυτό έκανε και στο εργοστάσιο για δύο χρόνια. Ωστόσο, ένα απόγευμα φεύγει από τη δουλειά και δεν γυρίζει ποτέ. Θεωρεί ότι το να εργάζεται ως μισθωτός αποτελεί καπιταλιστική εκμετάλλευση εκ μέρους των αφεντικών. Πιστεύει ότι η δουλειά στο εργοστάσιο ισούται με σκλαβιά για ένα ένα κομμάτι ψωμί.

Ένας «Ρομπέν των φτωχών»

Η παραπάνω αντίληψη πρόκειται να καθορίσει τη ζωή του Βασίλη Παλαιοκώστα. Θα καλλιεργήσει -και ίσως τελικά ασπαστεί και ο ίδιος- τον μύθο «ενός κλέφτη που δεν είναι εγκληματίας», ενός ληστή που παίρνει από τους έχοντες για να δώσει σε όσους ζουν στην ένδεια.

Ο Παλαιοκώστας βλέπει τον εαυτό του -και θέλει κι οι άλλοι να τον βλέπουν- ως κάποιον που αποσπά εκατομμύρια από πλούσιους επιχειρηματίες και τράπεζες που εκμεταλλεύονται τους ανθρώπους του μόχθου. Όπως έγραψε ο ίδιος σε μία ανοιχτή επιστολή του προς τα ΜΜΕ, «δεν το έχω στρέψει [το λιανοντούφεκο] ποτέ σε κορμί ανθρώπου, πόσο μάλλον στο μυαλό του».

Ο Παλαιοκώστας μοίραζε μέρος της λείας του στους βιοπαλαιστές, στους αγρότες και στους άστεγους. Ο πατέρας του υποστήριξε κάποτε δημόσια ότι ο Βασίλης «έδωσε 100 χιλιάδες δραχμές σε μερικά ορφανά κορίτσια που τα χρειάζονταν για να παντρευτούν». Για κάποιους, ήταν ο Έλληνας Ρομπέν των Δασών. Γι’ αυτό, όπως είπε ο ίδιος, «δεν βρέθηκε ένας καταδότης να με παραδώσει στα χέρια των διωκτών μου […] και συνάντησα ανθρώπους με μπέσα, λεβεντιά και αξιοπρέπεια. Ανθρώπους που μου άνοιξαν την πόρτα τους, μου παρείχαν κάλυψη και βοήθεια, χωρίς συχνά να λογαριάζουν το ρίσκο που και οι ίδιοι έπαιρναν. Ανθρώπους που με βοήθησαν σε δύσκολες στιγμές για μένα (όπως είναι οι αποδράσεις) με κίνδυνο τη ζωή τους, που απέδειξαν ότι σε αυτήν τη χώρα δεν υπάρχουν μονο υποταγμένοι, προσκυνημένοι, αλλά και πολλοί (τόσο πολλοί που έχω εκπλαγεί) που σέβονται τις παραδόσεις της τιμής και της αλληλεγγύης για τον κυνηγημένο. Ανθρώπους περήφανους που απεχθάνονται τον καταδοτισμό, τη δουλοπρέπεια και τον χωροφύλακα».

Η γάτα και το ποντίκι

Ο μύθος του υπερασπιστή των φτωχών αρχίζει να πλάθεται στα τέλη της δεκαετίας του ’70, όταν ο Παλαιοκώστας αναπτύσσει την εγκληματική του δράση. Από το 1979 έως το 1986, αυτός και ο αδελφός του φέρονται να διαπράττουν 27 κλοπές και διαρρήξεις. Παρά την έντονη εγκληματική δραστηριότητα, το γεγονός ότι πολλοί προσφέρουν στέγη και προστασία στον Παλαιοκώστα έχει ως αποτέλεσμα στο να ξεκινήσει μεταξύ αυτού και της ΕΛ.ΑΣ. το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι. Ένα ποντίκι που απέδειξε ότι δύσκολα πέφτει στη φάκα.

Η πορεία του Παλαιοκώστα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με εκείνη του αδελφού του. Τον Ιανουάριο του 1988, ο Nίκος συλλαμβάνεται και οδηγείται στις φυλακές Τρικάλων. Η απόδρασή του γίνεται προσωπική υπόθεση του Βασίλη και πράγματι δεν περνά πολύς καιρός μέχρι την ημέρα που ο Νίκος αποδρά με τη βοήθεια του μικρότερου αδερφού του. Ο Βασίλης τού πετάει ένα σχοινί, με το οποίο αυτός σκαρφαλώνει στον τοίχο της φυλακής και βγαίνει έξω χωρίς να γίνει αντιληπτός.

Τον Φεβρουάριο του 1990, ο Νίκος συλλαμβάνεται για δεύτερη φορά. Ο Βασίλης καταστρώνει νέο σχέδιο απόδρασης. Ωστόσο, δεν προλαβαίνει να το υλοποιήσει, καθώς συλλαμβάνεται. Σύμφωνα με την Αστυνομία, το σχέδιο προέβλεπε έφοδο στις φυλακές με αυτοκίνητο με αυτοσχέδια θωράκιση. Τελικά, ο Nίκος Παλαιοκώστας μεταφέρεται στον Kορυδαλλό, απ’ όπου θα δραπετεύσει λίγους μήνες αργότερα, στη διάρκεια εξέγερσης των κρατουμένων. Mε τον αδελφό του θα συναντηθεί ξανά τον Iανουάριο του 1991, όταν ο τελευταίος θα καταφέρει να αποδράσει από τις φυλακές Xαλκίδας, χρησιμοποιώντας σεντόνια για να σκαρφαλώσει στον τοίχο της φυλακής.

Γρήγορα οι αδελφοί Παλαιοκώστα δείχνουν ότι έχουν μία μοναδική ικανότητα να διαφεύγουν από τις Αρχές, καθώς και να δραπετεύουν τις λίγες φορές που πέφτουν στα χέρια τους. Τα επόμενα χρόνια, η ΕΛ.ΑΣ. εντοπίζει τους δύο εγκληματίες σε διάφορα μέρη της ελληνικής επικράτειας -την Kέρκυρα, τα Iωάννινα, την Kαρδίτσα, την Πάτρα, όμως εκείνοι καταφέρνουν πάντα να διαφύγουν.

Το ανελέητο μεν, αποτυχημένο δε, ανθρωποκυνηγητό της Αστυνομίας είχε ως αποτέλεσμα να αναπτυχθούν διάφορες φήμες σχετικά με τη διαφυγή των αδερφών Παλαιοκώστα στο εξωτερικό. Δύο πληροφορίες ελέγχθηκαν ως περισσότερο αξιόπιστες: η πρώτη τούς ήθελε να έχουν διαφύγει στην Oλλανδία, η οποία ωστόσο ποτέ δεν επαληθεύθηκε. H δεύτερη έκανε λόγο για επένδυση των χρημάτων που είχαν αποκομίσει από την εγκληματική τους δράση σε τυροκομείο στη Bουλγαρία. Oύτε αυτή επιβεβαιώθηκε, αν και ελέγχθηκε εξονυχιστικά από κλιμάκιο αστυνομικών που μετέβη στη γειτονική χώρα. Θεωρείται βέβαιο ότι κάποια στιγμή αναζήτησαν την τύχη τους στο εξωτερικό, όμως δεν κατάφεραν να ενταχθούν στην εκεί παρανομία. 

«Μου φέρθηκαν ανθρώπινα»

Στα μέσα της δεκαετίας του ’90, ο Βασίλης Παλαιοκώστας σχεδιάζει μία από τις πιο καλά οργανωμένες απαγωγές στα ποινικά χρονικά. Το πρωί της της 15ης Δεκεμβρίου 1995, λίγο μετά τις οκτώ, ο Αλέξανδρος Χαΐτογλου, ένας από τους σημαντικότερος επιχειρηματίες της βόρειας Ελλάδας και παραγωγός του «Μακεδονικού Χαλβά», βγαίνει από την πολυτελή βίλα του στο Ωραιόκαστρο της Θεσσαλονίκης. Κατά τη μετάβαση στο γραφείο του, οι αδελφοί Παλαιοκώστα τον ακινητοποιούν και τον αναγκάζουν να μπει στο τζιπ τους. Τον απαγάγουν και ζητούν από την οικογένειά του πάνω από 260 εκατομμύρια δραχμές (σχεδόν 765 χιλιάδες ευρώ)για να τον ελευθερώσουν. Η ομηρία κρατά 80 ώρες, κατά τις οποίες ο επιχειρηματίας παραμένει σε ένα αυτοκίνητο που βρίσκεται σε συνεχή κίνηση, για να μην εντοπιστεί ποτέ από τις Αρχές. Τελικά, ο Αλέξανδρος Χαΐτογλου αφήνεται ελεύθερος στα ΚΤΕΛ της Καρδίτσας, αφού ο αδελφός του θύματος, Κώστας Χαΐτογλου, άφησε σε ερημική τοποθεσία της Φθιώτιδας τα λύτρα. Ο ίδιος ο επιχειρηματίας ανέφερε μετά την απελευθέρωσή του:

«Ήταν μία απαγωγή που είχαν σκεφτεί αρκετά. Μπορώ να πω ότι μου φέρθηκαν ανθρώπινα πάνω απ’ όλα και είχα την ευκαιρία να συζητήσω μαζί τους ώρες ατελείωτες και να καταλάβω ότι πρόκειται για ανθρώπους ενήμερους για όλη την κατάσταση που επικρατεί εδώ στην Ελλάδα και μάλιστα θα έλεγα ότι είχαν και κάποιο επίπεδο σαν άνθρωποι γενικά».

Το μέγεθος της απαγωγής Χαΐτογλου ήταν τέτοιο που η ΕΛ.ΑΣ. επικήρυξε τον Βασίλη Παλαιοκώστα με το υπέρογκο χρηματικό ποσό των 250 εκατομμυρίων δραχμών, χαρακτηρίζοντας αυτόν και τον αδερφό του «αδίστακτους επαγγελματίες, που διαπράττουν οργανωμένα εγκλήματα με τρόπο ανεπανάληπτο στη χώρα». Παρά το υψηλό προσφερόμενο χρηματικό ποσό, ο Βασίλης Παλαιοκώστας δεν συλλαμβάνεται για πάνω από τρία χρόνια.

Η κινηματογραφική απόδραση Vol 1

Όλο αυτό το διάστημα ο Παλαιοκώστας ζει ως καταζητούμενος. Αυτό που καμιά φορά του κάνει κέφι είναι να πηγαίνει βόλτες με κλεμμένα αυτοκίνητα. Μία από αυτές τις βόλτες ήταν μοιραία. Το Δεκέμβριο του 1999, βρισκόμενος υπό την επήρεια ουσιών, ο Παλαιοκώστας έχει ένα τροχαίο ατύχημα, με αποτέλεσμα την εκτροπή του αυτοκινήτου σε αρδευτικό κανάλι και τον τραυματισμό του. Ο ίδιος φέρεται να είπε στους περαστικούς: «Μην τους πείτε ποιος είμαι, είμαι ο Βασίλης Παλαιοκώστας». Επιχείρησε να διαφύγει μετά το ατύχημα με το όχημα διερχόμενου οδηγού που σταμάτησε να δει τι συμβαίνει, χωρίς όμως να τα καταφέρει. Στο αυτοκίνητό του βρέθηκαν δύο πιστόλια, δύο χειροβομβίδες, ένα καλάσνικοφ, ένα οπλοπολυβόλο, δύο ασύρματοι και χρήματα.

Ο Παλαιοκώστας καταδικάζεται σε ποινή φυλάκισης 25 ετών για την απαγωγή Xαΐτογλου και εγκαθίσταται στις φυλακές Κέρκυρας, όπου οι Αρχές σύντομα ανακαλύπτουν στα προσωπικά του αντικείμενα ένα λεπτομερές σχέδιο απόδρασης. Έτσι μεταφέρεται στις φυλακές υψηλής ασφαλείας του Κορυδαλλού. Εκεί γνωρίζει τον Aλβανό κακοποιοό Alket Rizai και μαζί του, μέσα σε 20 μέρες, οργανώνουν σχέδιο απόδρασης, το οποίο ωστόσο αποκαλύπτεται.

Όμως, οι Παλαιοκώστας και Rizai δεν έχουν πει ακόμα την τελευταία τους λέξη.

H μεγάλη μέρα για τους δύο κακοποιούς είναι η 4η Ιουνίου του 2006. Λίγο μετά τις έξι το απόγευμα, ο Βασίλης Καρίκης -που δεν έχει καμία σχέση με τον Παλαιοκώστα- απογειώνει το ελικόπτερό του πάνω από την Αθήνα. Ο πρώην πιλότος της πολεμικής αεροπορίας κάνει συχνά πτήσεις πάνω από την πόλη, προσφέροντας ένα σύντομο ταξίδι αναψυχής σε όσους θέλουν να δουν την πρωτεύουσα από ψηλά. Ωστόσο, εκείνη την ημέρα, οι πελάτες τού έδωσαν να καταλάβει ότι δεν τους ενδιέφερε πώς δείχνει η πόλη από ψηλά.

Πέντε λεπτά μετά την απογείωση, ένας από τους δύο επιβάτες βάζει ένα όπλο στο λαιμό του Καρίκη. Λέει ότι το όνομά του είναι Νίκος Παλαιοκώστας και πως θέλει να σώσει τον αδελφό του, που παραμένει εδώ και 2.358 ημέρες στη φυλακή.

Μέσα σε δέκα λεπτά, το ελικόπτερο βρίσκεται πάνω από τις φυλακές Κορυδαλλού. Επιβραδύνει και σιγά-σιγά ακουμπά στο έδαφος, σηκώνοντας γύρω του ένα σύννεφο σκόνης.

«Έχουν χειροβομβίδες, έχουν εκρηκτικά!», λέει ο πιλότος και ένας φύλακας φωνάζει: «Απόδραση, απόδραση!».

Όμως, είναι πια αργά. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, οι Παλαιοκώστας και Rizai έχουν ανέβει στο ελικόπτερο που αμέσως απογειώνεται. Οι αστυνομικοί δεν πυροβολούν, αφού το τελευταίο πράγμα που θέλουν είναι η πτώση ενός ελικοπτέρου στις φυλακές ή τον πυκνοκατοικημένο Κορυδαλλό. Μετά από λίγα λεπτά, οι τρεις παλιοί σύντροφοι προσγειώνονται σε ένα ήσυχο νεκροταφείο στο Σχιστό.

«Τα καταφέραμε», φωνάζει ο Βασίλης στον αδερφό του. Έδωσε στον πιλότο ένα κομπολόι για να καλμάρει τα τεταμένα νεύρα του και γύρισε τη μίζα της κλεμμένης μηχανής του.

Ήταν ελεύθερος ξανά.

«Πάχυνες»

Ο Alket Rizai και ο Νίκος Παλαιοκώστας σύντομα συλλαμβάνονται και πάλι. Όμως, ο Βασίλης παραμένει ασύλληπτος και σύντομα σχεδιάζει το νέο του μεγάλο χτύπημα. Τα μεσάνυχτα της 9ης Ιουνίου του 2008, απαγάγεται στη Θεσσαλονίκη ο Πρόεδρος του Συνδέσμου Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος, Γιώργος Μυλωνάς. Το ποσό των ζητούμενων λύτρων ξεκινά από τα 30 εκατομμύρια ευρώ, για να καταλήξει στα 12. Αργότερα, το θύμα θα πει ότι «ήταν ευγενικοί μαζί μου και μου συμπεριφέρθηκαν καλά». Κάθε πρωί, οι απαγωγείς τού έφερναν να διαβάσει εφημερίδα.

Παλαιοκώστας και Μυλωνάς συναντήθηκαν στην Ασφάλεια, μετά τη σύλληψη του πρώτου ως αρχιτέκτονα της απαγωγής. «Μη μου κρατάς κακία, εγώ τη δουλειά μου έκανα», είπε ο Παλαιοκώστας όταν είδε τον επιχειρηματία, προσθέτοντας, «πάχυνες». Ο Γιώργος Μυλωνάς περιέγραψε στην ΕΛ.ΑΣ. τον Παλαιοκώστα ως έναν πολύ έξυπνο άνθρωπο, με οργανωτικό μυαλό. «Έχει υπερβολική εμπιστοσύνη στον εαυτό του και είναι μάλλον άνω του μετρίου επιπέδου». Όταν ρωτήθηκε αν θα τον έπαιρνε ως εργαζόμενο στη βιομηχανία του, την ALUMIL, απάντησε χωρίς περιστροφές: «Ναι, αν έβρισκα μια ασφαλή θέση».

Αυτήν τη φορά, o Παλαιοκώστας πιάστηκε από τις Αρχές, όταν τον εντόπισαν στο σπίτι όπου είχε μείνει ο Μυλωνάς κατά τη διάρκεια της απαγωγής του. Την ώρα που ετοιμαζόταν να βάλει ένα ποτό και να δει ταινία, η Αστυνομία έκανε έφοδο και τον συνέλαβε. Το ημερολόγιο έγραφε 2 Αυγούστου 2008 και ο Παλαιοκώστας μετρούσε 791 ημέρες ασύλληπτος.

Το χρονικό των ληστειών σε τράπεζες σε όλη την Ελλάδα!

Στις 8 Νοεμβρίου του 1991 οι αδελφοί Παλαιοκώστα ντυμένοι με στολές αξιωματικών του Στρατού αρπάζουν 25.000.000 δραχμές από την Εμπορική Τράπεζα Ιωαννίνων! Φεύγουν από την Ελλάδα με πλαστά χαρτιά και ζουν στο Παρίσι ώς τα μέσα Μαΐου του 1992. Επιστρέφουν στις 2 Ιουνίου και ληστεύουν την Εθνική Τράπεζα στην Καλαμπάκα, αρπάζοντας 125 εκατομμύρια δραχμές! Ο Νίκος και ο Βασίλης φεύγουν για Βουλγαρία, αλλά ο Σαμαράς συλλαμβάνεται προτού επιβιβαστεί στο πλοίο για Ιταλία.

Το 1993 τα δύο αδέλφια συνεργάζονται με τον δραπέτη Μιχάλη Μακρυγιάννη. Ληστεύουν την Εθνική Τράπεζα στο Βελεστίνο (20.000.000 δραχμές), δύο τράπεζες στην Ημαθία και την Κάτω Αχαΐα και τον ΟΤΕ στο Ιλιον. Ακολουθεί καταιγισμός από ληστείες και περιπετειώδεις αποδράσεις που τους έδωσαν το προσωνύμιο «Φαντομάδες»:

– 10 Αυγούστου 1995: Ληστεία στο υποκατάστημα της Ιονικής Τράπεζας στη Νέα Ζωή Περιστερίου, με λεία 8.855.000 δραχμών.

– Ιούλιος 1998: Ληστεία στην Εθνική Τράπεζα Λάρισας.

– Μάιος 1999: Ο Βασίλης πέφτει σε μπλόκο στην Πύλη Τρικάλων και διαφεύγει ανοίγοντας πυρ εναντίον των αστυνομικών. Ακολουθούν άλλες δύο συμπλοκές στην Ευρυτανία.

– 21 Δεκεμβρίου 1999: Ο Βασίλης συλλαμβάνεται όταν πέφτει το αυτοκίνητό του σε χαντάκι στη Λιβαδειά. Το δικαστήριο του επιβάλει κάθειρξη είκοσι πέντε ετών.

– Μάρτιος 2001: Ο Νίκος ληστεύει την Κτηματική Τράπεζα Καρπενησίου, με λεία 1,8 εκατομμύρια δραχμές.

– 10 Φεβρουαρίου 2002: Με έναν συνεργό του ληστεύουν την Αγροτική Τράπεζα Αμφίκλειας, με λεία 240.000 ευρώ. Για να ξεφύγουν από τους αστυνομικούς, προτείνουν μία χειροβομβίδα και διαφεύγουν με «ασπίδα» μία υπάλληλο.

– 25 Ιανουαρίου 2005: Ο Νίκος αρπάζει 35.000 ευρώ από την Εθνική Τράπεζα Μεγαλόπολης. Εντοπίζεται κοντά στην Κλειτορία, αλλά διαφεύγει μέσα στο δάσος.

– 14 Οκτωβρίου 2005: Ενώ ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας επισκέπτεται τη Βέροια, ο διαβόητος ληστής -φορώντας στρατιωτικά ρούχα, καπέλο και γυαλιά ηλίου- αρπάζει 80.000 ευρώ από την Εθνική Τράπεζα της πόλης και φεύγει με… ποδήλατο!

– Χριστούγεννα 2005: Περιπετειώδης ένοπλη ληστεία σε τράπεζα της Αράχοβας, με λεία 140.000 ευρώ.

– 9 Μαΐου 2006: Ο Νίκος κατηγορείται ότι λήστεψε την Εθνική Τράπεζα στα Γιάννενα.

Με πληροφορίες από www.vice.com, Protothema.gr, kathimerini.gr, popaganda.gr, www.bbc.co.uk, www.eumostwanted.eu, espressonews.gr