Βαγγέλης Ραπτόπουλος: «Η πραγματικότητα στη χώρα μας είναι κάτι ανάμεσα σε δράμα και «γελοιωδία», όπως και οι ζωές μας» 

Μια πολιτική κι ερωτική μαύρη κωμωδία, χτισμένη με τα υλικά του ψηφιακού κόσμου, που θέτει επιτακτικά το ερώτημα: πού ζούμε; Κάπως έτσι τα περιγράφαμε το νέο βιβλίο του συγγραφέα Βαγγέλη Ραπτόπουλου με τίτλο: «Ο άνθρωπος που έκαψε την Ελλάδα» το οποίο κυκλοφόρησε προσφάτως από τις εκδόσεις Κέδρος.

Συνέντευξη στη Βιβή Μαργαρίτη

«Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που υπήρξε προϊόν του φόβου που βίωσα το 2012 ότι, εάν μείνει άστεγη η μεσαία τάξη, τότε θα καεί η Ελλάδα» θα μου πει ο ίδιος. «Είναι πολιτική και ερωτική μαύρη κωμωδία ή σάτιρα ή παρωδία ή «γελοιωδία», όπως προτιμώ να τη χαρακτηρίζω. Γιατί η πραγματικότητα στη χώρα μας πολύ συχνά ξεπερνά τα όρια του γελοίου. Για την ακρίβεια, μάλιστα, κάτι ανάμεσα σε δράμα και «γελοιωδία», όπως και οι ζωές μας» μου εξηγεί.

Με αφορμή το βιβλίο του, είχα μία πολύ ενδιαφέρουσα κουβέντα με τον Βαγγέλη Ραπτόπουλο για όλα όσα συμβαίνουν  σήμερα στην Ελλάδα και για το που… ζούμε.

-Ο άνθρωπος που έκαψε την Ελλάδα… Πείτε μου δυο λόγια για το νέο σας βιβλίο;

-Ένας άστεγος Αθηναίος πυροδοτεί μια πολύνεκρη λαϊκή εξέγερση στην Ελλάδα της οικονομικής κρίσης. Πρόκειται για έναν άνεργο δημοσιογράφο, με μια ικανότητα μεταξύ παραφυσικής και ψυχοπάθειας, γνωστή ως πυρογένεση. Με τη γραπτή μαρτυρία του αναμειγνύονται οι λάγνες φαντασιώσεις της χήρας του, που πολιορκείται από τον καλύτερό τους φίλο…

-Είναι μία πολιτική κι ερωτική μαύρη κωμωδία;

Πολιτική και ερωτική μαύρη κωμωδία ή σάτιρα ή παρωδία ή «γελοιωδία», όπως προτιμώ να τη χαρακτηρίζω. Γιατί η πραγματικότητα στη χώρα μας πολύ συχνά ξεπερνά τα όρια του γελοίου. Για την ακρίβεια, μάλιστα, κάτι ανάμεσα σε δράμα και «γελοιωδία», όπως και οι ζωές μας.

-Ο πρωταγωνιστής είναι ένας άστεγος Αθηναίος, άνεργος δημοσιογράφος… Πόσο αλληγορικό είναι αυτό; (Θα μπορούσε κάλλιστα να είναι υπαρκτό πρόσωπο).

-Ο χώρος των δημοσιογράφων έχει πληγεί τρομερά από την ανεργία, λόγω του ψηφιακού κόσμου και λόγω της κρίσης. Άρα ο ήρωάς μου θα μπορούσε, όντως, να είναι υπαρκτό πρόσωπο. Άστεγος δημοσιογράφος, όμως, είναι κάτι εξαιρετικά σπάνιο ή απίθανο. Επειδή οι άστεγοι προέρχονται συνήθως από κοινωνικά υποδεέστερες κατηγορίες. Όσο για την αλληγορική πλευρά των πραγμάτων, που λέτε, κι αυτό ισχύει. Γιατί ποτέ άλλοτε η κοινωνία μας δεν είχε τόσο ανάγκη την αληθινή, την αντικειμενική δημοσιογραφία, και ποτέ άλλοτε η τελευταία δεν ήταν τόσο φιμωμένη και υπό διωγμόν, υπό εξαφάνιση.

-Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που υπήρξε προϊόν του φόβου που βιώσατε το 2012 ότι, εάν μείνει άστεγη η μεσαία τάξη, τότε θα καεί η Ελλάδα (όπως έχετε πει ο ίδιος);

-Ακριβώς αυτό. Γιατί «Ο άνθρωπος που έκαψε την Ελλάδα» είναι εν μέρει προϊόν της φαντασίας μου και εν μέρει βγαλμένος μέσα από τα σπλάχνα της πραγματικότητας. Με άλλα λόγια, το συγκεκριμένο μυθιστόρημά μου, από τη μία ανήκει στη λογοτεχνία του φανταστικού και από την άλλη… πιο ρεαλιστής πεθαίνεις!

-Το «γαία πυρί μειχθήτω» των αρχαίων προγόνων μας βρίσκει «εφαρμογή» στην Ελλάδα του σήμερα;

-Η ανάλογη σημερινή έκφραση είναι «στάχτη και μπούρμπερη». Οι Νεοέλληνες συχνά αντιδρούν έτσι απέναντι στα τερατώδη προβλήματα, τις αδικίες και τα αδιέξοδα της κοινωνίας μας. Συνήθως, επιλέγει κανείς μια τέτοια στάση, όταν αδυνατεί να βρει λύση. Δηλαδή, από καθαρόαιμη απελπισία.

-Ο Έλληνας διαχειρίζεται την κρίση περισσότερο με θυμικό παρά με τη λογική του;

-Πιστεύω ότι είναι φύσει και θέσει αδύνατον να αντιμετωπίσεις με τη λογική τα περισσότερα προβλήματα που γεννώνται στην Ελλάδα. Η κατάσταση είναι τόσο σουρεαλιστική, τόσο τρελή, ώστε μόνο με το θυμικό μπορεί κανείς να ανταποκριθεί σ’ αυτήν. Υποψιάζομαι, δε, ότι μια λογική αντιμετώπιση των πραγμάτων, θα προκαλούσε χίλιες φορές πιο τρελά, πιο νοσηρά προβλήματα.

-Αλήθεια… που ζούμε;

-Όπως γράφει στο μυθιστόρημά του «Ο οργισμένος Βαλκάνιος», ο σκηνοθέτης του κινηματογράφου  Νίκος Νικολαΐδης: «Αυτή η χώρα είναι το πιο ανώμαλο ρήμα του κόσμου!» Στις άγριες μέρες μας, έχω την εντύπωση ότι η κατάσταση έχει καταντήσει ακόμη πιο ανώμαλη.

-Η… εφεύρεση του ψηφιακού κόσμου είναι ευχή ή κατάρα;

Ο ψηφιακός κόσμος είναι ταυτόχρονα ευχή και κατάρα. Τουλάχιστον για τη δική μου γενιά, η οποία πότε τον αγιοποιεί και πότε τον δαιμονοποιεί. Οι νεότεροι, όμως, φαίνεται να έχουν μια εργαλειακή σχέση μαζί του. Δηλαδή, τον χρησιμοποιούν (και τους χρησιμοποιεί). Πράγμα απολύτως φυσικό, από τη στιγμή που, σε αντίθεση μ’ εμάς, εκείνοι γεννήθηκαν μέσα στον ψηφιακό κόσμο και δεν έχουν γνωρίσει τη ζωή χωρίς αυτόν.

-Επιμένετε σταθερά στα έργα μυθοπλασίας (αυτό είναι το 20ο σας έργο μυθοπλασίας). Αλήθεια τί σας γοητεύει σε αυτό το είδος;

-Δεν είναι θέμα γοητείας που ασκεί η μυθοπλασία επάνω μου. Γράφω, επειδή δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Και, στην πραγματικότητα, δεν ξέρω γιατί γράφω. Κανείς δεν ξέρει, κατά τη γνώμη μου. Η δημιουργική πλευρά μας παραμένει ένα μυστήριο. Ευτυχώς! Μιλάμε για μια πράξη μαγείας, σε έναν κόσμο που κατά τα άλλα, σήμερα πια, είναι σχεδόν πλήρως απομαγευμένος.