Με την πρώτη επίσκεψη στα Τρίκαλα, αμέσως δημιουργείται η εντύπωση πως η καρδιά της πόλης βρίσκεται στην περαντζάδα της Ασκληπιού και στην κεντρική γέφυρα του ποταμού Ληθαίου. Εκεί όμως που ο παλμός των Τρικάλων χτυπάει πιο αυθεντικά είναι στο τέλος της γέφυρας, πέριξ των δρόμων της πλατείας Ηρώων Πολυτεχνείου. Στα δεξιά της, ξεκινάει η λαϊκή αγορά. Στα αριστερά, απλώνεται η συνοικία των Μανάβικων, προέκταση του Βαρουσίου, με την κάθετη οδό Κονδύλη να αποτελεί ένα άτυπο σύνορο για τον χαρακτήρα και την αύρα των δύο σημείων.
Πρωί πρωί στη λαϊκή

Από τις πρώτες πρωινές ώρες της Δευτέρας, πριν καν ανοίξει η αγορά, οι παραγωγοί ξεκινούν να στήνουν τους πάγκους τους. Λίγο πριν από τις εννιά, τα αστικά λεωφορεία αποβιβάζουν στην πλατεία επιβάτες από τα γειτονικά χωριά, οι οποίοι καταφτάνουν για τα ψώνια τους. Η λαϊκή εκτείνεται κατά μήκος της νησίδας των οδών Ηρώων Αλβανικού Μετώπου και 28ης Οκτωβρίου, όπου καθημερινά πλην Κυριακής οι αγρότες πουλούν τους καρπούς της σοδειάς τους. Τις Δευτέρες όμως οι πάγκοι καταλαμβάνουν και τους γύρω δρόμους.

Εδώ βρισκόταν η παλιά αγορά των Τρικάλων, γνωστή και ως Χασάπικα για τους παλιούς. Καθρέπτης της εμπορικής ζωής του 20ού αιώνα, τα Χασάπικα σχεδιάστηκαν από τον αρχιτέκτονα Μένανδρο Ποτέσσαρο, ο οποίος συνέταξε και το ρυμοτομικό σχέδιο των Τρικάλων, και οικοδομήθηκαν το 1890. Εξήντα οκτώ καταστήματα, εκ των οποίων τα περισσότερα ήταν κρεοπωλεία, απάρτιζαν το εντυπωσιακό κτίσμα. Τέσσερις θολωτές πύλες επέτρεπαν την πρόσβαση από οποιαδήποτε κατεύθυνση. «Εκεί πηγαίναν οι παππούδες μας, ζύγιζαν τα προϊόντα τους σε παλάντζες, σύχναζαν στα πατσατζίδικα γύρω από το κέντρο της, όπου υπήρχε μια τουλούμπα και ένας πλάτανος. Και ύστερα, συνέβη το έγκλημα, την κατεδάφισαν και έχτισαν αυτό το έκτρωμα», λέει ο παραγωγός Βαγγέλης Τσιαντούλας.
Μέσα στην επταετία, το νεοκλασικό κτίσμα θυσιάστηκε στον βωμό του νεωτερισμού και της «εξέλιξης» και η αγορά κατεδαφίστηκε, με το κτίριο της Νομαρχίας να παίρνει τη θέση του. Τα μόνα απομεινάρια της παλιάς αγοράς βρίσκονται στην τοιχογραφία Agora, που υλοποίησαν οι Ashos και HoodSpirit στον τοίχο του πολυκαταστήματος Μπλουγούρα, όπου διακρίνεται η πύλη και η τουλούμπα. Ύστερα, η λαϊκή μεταφέρθηκε κατά μήκος της οδού Καραϊσκάκη, που επεκτείνεται και στο τμήμα των Μανάβικων, αλλά πολλοί καταστηματάρχες διαμαρτύρονταν. Το 2021 στεγάζεται μόνιμα στην αναπλασμένη νησίδα.

Εδώ, οι γιαγιάδες πουλούν τα αυγά από το κοτέτσι τους, οι ντόπιοι συναντιούνται τυχαία και χαιρετιούνται, η τρικαλινή ντοπιολαλιά αντηχεί στους δρόμους. Η κίνηση είναι μεγάλη, η ζήτηση όμως παραμένει μειωμένη. Παρά την πληθώρα των προϊόντων, οι συνέπειες της κακοκαιρίας Ντάνιελ, της κλιματικής κρίσης με τις υψηλές θερμοκρασίες στον θεσσαλικό κάμπο, των οικονομικών μέτρων και της έλλειψης εργατικών χεριών, καθώς πολλοί νέοι έχουν μεταναστεύσει εκτός Τρικάλων, φέρνουν σύννεφα πάνω από την αγορά, με τους παραγωγούς να εκπέμπουν σήμα κινδύνου.
Παλιά και νέα ζωή
Στην άλλη πλευρά της οδού Κονδύλη, βρίσκονται τα Μανάβικα. Η προέλευση του ονόματός τους δεν έχει διασταυρωθεί πλήρως. Λέγεται πως πήραν το όνομά τους από τις αποθήκες οπωροκηπευτικών που στεγάζονταν εκεί στις αρχές του 20ού αιώνα. Σύμφωνα με τον δημοσιογράφο και ιστοριοδίφη Ευθύμιο Λώλη, εκεί όπου βρίσκονται σήμερα τα Μανάβικα, οι φρουτέμποροι ξεφόρτωναν τις κάσες με το εμπόρευμά τους. Εκτός από τις φρουτεμπορικές επιχειρήσεις, συναντούσε κανείς τεχνίτες, η τέχνη των οποίων έχει χαθεί. «Όταν ήμουν μαθητής του γυμνασίου, βρισκόμουν σε καθημερινή βάση στο χαλκουργείο του πατέρα και του θείου μου που βρισκόταν εκεί. Όταν με άφηναν μόνο μου να κρατάω το μαγαζί για τις εξωτερικές δουλειές τους, παρατηρούσα πρόσωπα και καταστάσεις. Εκεί ξεκίνησαν πολλές δραστηριότητες, όπως τα πρώτα εργαστήρια για λουκάνικα με πράσα που διαδόθηκαν πανελλαδικά, για κυπριά (κουδούνια) που χρησιμοποιούσαν οι μουλαράδες για τα ζώα τους στα ορεινά και για κανάρια (χειροκίνητες ζυγαριές)», διηγείται.

Στα Μανάβικα λειτουργούσαν επίσης οίκοι ανοχής. Έκλεισαν το 1964, με τη γειτονιά να προσπαθεί να «αποτινάξει» τη ρετσινιά των πορνείων. Τις επόμενες δεκαετίες, η αγορά που λειτούργησε δεν ευδοκίμησε, μέχρι που ήρθαν οι επιχειρήσεις εστίασης και τα Μανάβικα μετατράπηκαν σε συνώνυμο της διασκέδασης. Μοναδική σταθερά, το ζαχαροπλαστείο του Γιώργου Μέγα, το οποίο μετράει 131 χρόνια ζωής.
Σήμερα, η οδός Υψηλάντου αποτελείται από ταβέρνες που άνοιξαν εκεί τη δεκαετία του 1990 και δημοφιλή στέκια για τους Τρικαλινούς και τους τουρίστες, όπως το καφέ Νάρκισσος. Η πιο πρόσφατη αναβάθμιση της γειτονιάς συνέβη το 2006 στην πλατειούλα της Αγίας Ειρήνης με την τρισδιάστατη τοιχογραφία της γαλλικής ομάδας CitéCréation, η οποία απεικονίζει ένα σκηνικό που παραπέμπει σε μια ζωντανή συνοικία της πόλης, με τον Τσιτσάνη να ρίχνει τις πενιές του και τα καταστήματα να είναι γεμάτα.
Το καλό ρούχο

Βέβαια, η καθημερινότητα στα καταστήματα, όσα έχουν απομείνει ανοιχτά δηλαδή, έχει άλλη όψη. Οι επιγραφές έχουν μείνει, αλλά, αν κοιτάξεις μέσα στις βιτρίνες, έρημος τόπος. Στις εξαιρέσεις ανήκουν τα μαγαζιά με τα εκκλησιαστικά είδη, το ρολογάδικο, το παλιό κρεοπωλείο, το κατάστημα δώρων Ντιπ για ντιπ, που έδωσε νέα πνοή στην αγορά, και το κατάστημα νεωτερισμών της Καλλιόπης Παπαδοπούλου, το οποίο μετράει 54 χρόνια ζωής στη γωνία της Καραϊσκάκη με την οδό Τιουσόν, πρώην Ερμού, και επιβιώνει χάρη στη σταθερή πελατεία.

Νοτιότερα της οδού Τιουσόν, συναντάει κανείς το κατάστημα ανδρικής μόδας του Σαράφη. Οι παλαιότεροι θα θυμάστε το διαφημιστικό σλόγκαν «Σαράφης στα Τρίκαλα, Σαράφης στην Αθήνα, Σαράφης στο Παρίσι». Η Ευαγγελία Σαράφη, έμπορος τρίτης γενιάς, αναφέρει πως η πρώτη καταχώριση της επιχείρησης συναντάται το 1916, όταν ο παππούς της, Θανάσης, ανακοίνωνε σε τοπική εφημερίδα πως εκποιεί το κατάστημα με είδη υφασμάτων και υλικά ραπτικής λόγω της κατάταξής του στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο πατέρας της, Γρηγόρης, αντιλήφθηκε τη μετατόπιση της αγοράς προς το έτοιμο ένδυμα και εξέλιξε την επιχείρηση, με τον Σαράφη να αποτελεί, τις δεκαετίες του 1970 και του 1980, μία από τις πιο πρωτοποριακές επιχειρήσεις ενδύματος στη Θεσσαλία και στην Ελλάδα. Και μπορεί η κρίση να συρρίκνωσε τα καταστήματα, όμως οι σταθεροί πελάτες δίνουν ανάσες στην τοπική αγορά.

Το ίδιο επιβεβαιώνει και ο Θανάσης Τουφεξίδης, η οικογένεια του οποίου διαθέτει επιχείρηση με αξεσουάρ ένδυσης δίπλα στη λαϊκή. «Τα παλιά μαγαζιά κρατάνε, ο Τρικαλινός νιώθει την ανάγκη να στηρίξει τους δικούς του ανθρώπους. Γι’ αυτό και αλυσίδες που έχουν ανοίξει εδώ δεν επιβιώνουν για πολύ, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις», προσθέτει. Εκτός από τον Ντάνιελ, μεγάλη ζημιά έχει προκαλέσει η ανάπλαση της κεντρικής πλατείας, η οποία καρκινοβατεί εδώ και τρία χρόνια. «Έκοψε την πόλη στα δύο και απομόνωσε την οδό Κονδύλη. Αν δεν υπήρχαν τα Μανάβικα, δεν θα υπήρχε άνθρωπος εδώ», σχολιάζει επιχειρηματίας της περιοχής.

Εκτός από τις παλιές επιχειρήσεις, τη μεγαλύτερη κίνηση συναντούν τα ραφτάδικα, τρία από τα οποία βρίσκονται στο πεζοδρομημένο κομμάτι της Καραϊσκάκη, χωμένα μέσα στις κλωστές και στις σακούλες των ρούχων που οι πελάτες ξεχνούν να παραλάβουν. «Οι περισσότεροι κοιτούν τις εξελίξεις στη μόδα, αλλά οι παλιοί κοιτούν την ποιότητα. Δεν τους αρέσει τόσο το fast fashion. Γι’ αυτό και θα ξαναφτιάξουν και θα αξιοποιήσουν το ρούχο τους», λένε η Αγγέλα Μπουρσιάνη και η κόρη της, Γιώτα, στο κατάστημά τους που αναλαμβάνει επιδιορθώσεις και λειτουργεί από το 2002.
Κάτω από τη μαρκίζα
Πίσω στα Μανάβικα, τα παλιά σημάδια είναι ακόμη εκεί, σε καταστήματα όπως το καφεκοπτείο του Μάγγου και το πατσατζίδικο του Σάκη Καμπλιώνη, ανοιχτό αυστηρά από τις έξι το πρωί μέχρι τη μία το μεσημέρι, δημοφιλές για τις μεγαλύτερες ηλικίες. Κειμήλιο όμως αποτελούν και οι εμπορικές επιγραφές.

Κάποιες είναι ξύλινες, ζωγραφισμένες στο χέρι, διαφημίζοντας προϊόντα που δεν υπάρχουν πια, όπως η ποτοποιία Τσαγκούλη, που ιδρύθηκε το 1898, κάποτε φημισμένη για τα αποστάγματα και τα ηδύποτά της. Άλλες είναι πιο νεωτερικές, με αυστηρές γραμματοσειρές, και άλλες μεταλλικές, σκουριασμένες, έτοιμες να καταλήξουν στη χωματερή ή στο σπίτι κάποιου συλλέκτη αντικειμένων αστικής λαογραφίας. Μνημεία νοσταλγίας.

Σε μια σκονισμένη βιτρίνα στέκονται ακόμη ξεθωριασμένα βινύλια και κασέτες, κάτω από ένα αυτοκόλλητο «Ενοικιάζεται», που καλύπτει όλη τη βιτρίνα. Ο μουσικός Κώστας Λάκης μάς ανοίγει την πόρτα, νομίζαμε ότι το κατάστημά του ήταν κλειστό. Άνοιξε το δισκοπωλείο του το 1977 στην οδό Χατζηπέτρου, σε σημείο όπου σύχναζαν οι μουσικοί. «Απέναντι, εκεί που είναι το μπαρ Arapatta, το λέγαμε “Καφενείο των Μουσικών”. Εκεί έδιναν συνάντηση οι οργανοπαίχτες που έρχονταν στα Τρίκαλα για να παίξουν στα δημοτικά και λαϊκά κέντρα και στα γλέντια. Σκέφτηκα να το ανοίξω εδώ μαζί με τον αδερφό μου, γιατί κι εγώ από μικρό παιδί ακορντεόν έπαιζα, και να το συνδυάσω με τη δημιουργία ενός στούντιο ηχογράφησης, για να παράγουμε μουσική», μοιράζεται. Το μαγαζί οδεύει προς κλείσιμο.

Λίγο πιο δίπλα, στην Παράδοση του Ηλία Δόλλα και της Λίτσας Μπουραζάνα, συναντάει κανείς CD από τις δεκαετίες των ’90s και ’00s, παραγωγές παραδοσιακής μουσικής και κασέτες που αγοράζουν κυρίως αγρότες με εγκατεστημένο κασετόφωνο στα οχήματά τους. «Τα μαγαζιά εδώ λειτουργούσαν ως διαφήμιση για τους οργανοπαίχτες. Οι ενδιαφερόμενοι άκουγαν την ηχογράφησή τους και, αν άρεσε, τους έκλειναν για το γλέντι ή τον γάμο», λένε.
Βράδυ στα μανάβικα
Αντί για Τρίτη και Πέμπτη, η αγορά των Τρικάλων παραμένει ανοιχτή τα απογεύματα της Δευτέρας και της Τετάρτης. Οι Τρικαλινοί δίνουν ραντεβού στον Σαράφη και ύστερα αποφασίζουν πού θα πιουν το ποτό τους. Ο περισσότερος κόσμος συγκεντρώνεται στα Μανάβικα το βράδυ της Παρασκευής και του Σαββάτου, όπου στις ταβέρνες της Υψηλάντου φιλοξενούνται μουσικοί που παίζουν ζωντανά λαϊκά και ρεμπέτικα. Τις καθημερινές, η κίνηση είναι μειωμένη.

Λόγω του τουρισμού με τον Μύλο των Ξωτικών, η πλατεία ΟΤΕ έχει υποστεί ένα αστικό ρεκτιφιέ, ευνοώντας φρέσκες προσπάθειες επιχειρείν, όπως το καφενείο τέχνης Σουίτα, το γαστρομπάρ Arjin, το μπαρ Φίλιπς του Βαγγέλη Παπαδάκου, που στεγάζεται σε πρώην εγκαταστάσεις εφημερίδας οι οποίες καταστράφηκαν από πυρκαγιά και αργότερα φιλοξένησαν αντιπροσωπεία ηλεκτρονικών ειδών, αλλά και το comfort food εστιατόριο 28 Grills & Spirits του Βάιου Αναγνωστόπουλου, σε χάνι του 1928. Ανάμεσα σε εκείνους που φροντίζουν για τους ξενύχτηδες είναι ο Ροζ Πάνθηρας, το σουβλατζίδικο που τρέχει ο Γιώργος Μπακατσιάς με τον πατέρα του. Πολλοί ντόπιοι μάς αναφέρουν πως η νυχτερινή ζωή της πόλης έχει υποστεί «καθίζηση», με την ανάκαμψη να αποτελεί δυσεπίλυτη εξίσωση. Η καρδιά των Τρικάλων όμως χτυπάει δυνατά χάρη σε αυτούς τους ανθρώπους που προσπαθούν και συνεχίζουν με όλες τους τις δυνάμεις, όσο κι αν η αγορά αλλάζει χαρακτήρα και ο κόσμος αποκτά νέες συνήθειες.

Κεντρική φωτογραφία: Πρωινό στη λαϊκή αγορά των Τρικάλων, στις νησίδες των οδών 28ης Οκτωβρίου και Ηρ. Αλβανικού Μετώπου.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ στο 11ο τεύχος της έκδοσης «Οι Τόποι μας-Τρίκαλα», Φεβρουάριος 2025.