Το εντυπωσιακό Βυζαντινό κάστρο Φαναρίου άνοιξε ξανά τις πύλες του για το κοινό

Μετά από αρκετό καιρό, άνοιξε ξανά τις πύλες του για να υποδεχθεί επισκέπτες το Βυζαντινό κάστρο Φαναρίου.

 

Από τις 18 Μαΐου 2020, όλες τις ημέρες της εβδομάδας (εκτός της Τρίτης) από τις 9 το πρωί έως τις 4 το απόγευμα, κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί να περιηγηθεί στο εσωτερικό του, στην μπαρουταποθήκη, στις δεξαμενές νερού, στο παλιό λουτρό, στις άνετες επάλξεις και μέσα από τις πολεμίστρες να ταξιδέψει στον χρόνο αγναντεύοντας το Φανάρι, τα Κανάλια, τον Καρδιτσιώτικο κάμπο, ακόμη και τα βουνά των Τρικάλων και της Καλαμπάκας εάν η μέρα είναι ηλιόλουστη και καθαρή.

Ειδικότερα, για τη λειτουργία του αναστηλωμένου κάστρου μίλησε στο ΚarditsaLive.Net η προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Καρδίτσας κα Μαρία Βαϊοπούλου, η οποία μας ενημέρωσε ότι εκτός από μεμονωμένα άτομα και οικογένειες, πραγματοποιούν επισκέψεις μαθητές σχολείων και φοιτητές πανεπιστημίων.

Επίσης, πρόσθεσε ότι για την ενημέρωση του κοινού έχει ήδη ετοιμαστεί από την Εφορεία Αρχαιοτήτων ένα τουριστικό φυλλάδιο με ιστορικά στοιχεία (αναφέρονται παρακάτω) και φωτογραφίες του μνημείου, το οποίο μέσα στις επόμενες ημέρες θα εκδοθεί σε πολλά αντίτυπα και θα μοιράζεται στους επισκέπτες.

Σημειώνεται ότι ο Δήμος Μουζακίου προχώρησε στην ενοικίαση του διπλανού αναψυκτηρίου που και αυτό πια λειτουργεί σε καθημερινή βάση από το πρωί μέχρι αργά το βράδυ.

Προς το παρόν ο αριθμός των οργανωμένων, η μεμονωμένων επισκέψεων είναι μικρός, αλλά αυτό μπορεί να αλλάξει το επόμενο διάστημα εάν ο κόσμος μάθει ότι το κάστρο Φαναρίου είναι ξανά ανοιχτό.

Όπως μας είπε η κα Βαϊοπούλου, η Αρχαιολογική Υπηρεσία παρακολουθεί την επισκεψιμότητα του μνημείου και αν αυτή αυξηθεί στο μέλλον σε σημείο που να χρειάζονται νέες παρεμβάσεις για την καλύτερη εξυπηρέτηση του κοινού θα υπάρξει άμεσα συνεννόηση με το Υπουργείο Πολιτισμού για την υλοποίησή τους.

Τέλος η Εφορεία προτίθεται να αντικαταστήσει το κιόσκι υποδοχής στην είσοδο του κάστρου.

 

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Το Κάστρο Φαναρίου κτίσθηκε σε στρατηγικής σημασίας θέση καθώς ήλεγχε μεγάλο μέρος της Θεσσαλικής πεδιάδας και ιδιαίτερα μία από τις σημαντικότερες διαβάσεις της Πίνδου από την Θεσσαλία στην Ήπειρο.

Την περίοδο ανέγερσής του, η περιοχή ήταν πεδίο ανταγωνισμού, ανάμεσα στο Κράτος της Θεσσαλίας, τον Βυζαντινό αυτοκράτορα αλλά και τους τοπικούς γαιοκτήμονες. Από το 1303 έως και την απελευθέρωση της Θεσσαλίας από τους Τούρκους το 1881, χρησιμοποιείται ως ορμητήριο, λόγω της θέσης του, από τους εκάστοτε κατακτητές ή τοπικούς άρχοντες που ελέγχουν την περιοχή.

Η αρχική φάση κατασκευής του κάστρου τοποθετείται στον 13ο αι. μ.Χ., ενώ τα κτίσματα του εσωτερικού χώρου χρονολογούνται κατά την περίοδο της Οθωμανικής κατοχής στη Θεσσαλία(1387-1897) και κυρίως το 18ο και 19ο αιώνα. Στη διάρκεια της μακραίωνης πορείας του το κάστρο Φαναρίου δέχτηκε επάλληλες επεμβάσεις και επισκευές, ώστε να έχει καταστεί σχεδόν αδύνατη η χρονολόγησή του σε μία συγκεκριμένη περίοδο.

Η πρώτη γνωστή αναφορά στο Φανάρι και στο κάστρο του γίνεται το 1289 μ. Χ. σε αυτοκρατορικό χρυσόβουλο του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β’ του Παλαιολόγου, το οποίο βρέθηκε στη Μονή Μεγάλου Μετεώρου. Το χρυσόβουλο συντάχθηκε προκειμένου να διασφαλισθεί της περιουσίας της μονής της Παναγίας της Ελεούσας της επονομαζόμενης Λυκουσάδας ή Λευκουσιάδας, η οποία ιδρύθηκε κοντά στο Φανάρι από τη σύζυγο του πρώτου ηγεμόνα της Θεσσαλίας Ιωάννη Α΄ Άγγελου Κομνηνού Δούκα, η οποία ενδύθηκε το μοναχικό σχήμα με το όνομα Υπομονή.

Το 1332 το Φανάρι είχε καταλάβει ο δεσπότης της Ηπείρου, Ιωάννης Ορσίνι, ο οποίος κατάφερε να εισχωρήσει από διαβάσεις της Πίνδου στα Δυτικά και να καταλάβει τους Σταγούς (Καλαμπάκα), τα Τρίκαλα, το Φανάρι, το Δαμάσι και την Ελασσόνα, τοποθετώντας σ’ αυτά δικές του φρουρές. Η εγκατάσταση του Ορσίνι πρέπει να έγινε με τη σύμφωνη γνώμη του Γαβριηλόπουλου, λίγο πριν το θάνατο του, καθώς και των τοπικών αρχόντων. Έτσι ένα τμήμα της δυτικής Θεσσαλίας, ενώθηκε με το δεσποτάτο της Ηπείρου. Αυτό προκύπτει κι απ’ το γεγονός ότι ο δεσπότης της Ηπείρου τίμησε με χρυσόβουλα τις  Μονές Λυκουσάδας και Ζαβλαντίων.

Ο πιο σημαντικός ηγεμόνας στο Φανάρι υπήρξε ο Στέφανος Γαβριηλόπουλος, ο οποίος ήταν φεουδάρχης μιας τεράστιας περιοχής από το Φανάρι μέχρι την Ελασσόνα, συμπεριλαμβανομένων των Τρικάλων. Ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Ανδρόνικος Γ’ Παλαιολόγος (1328-1341) του είχε απονείμει τον τίτλο του Σεβαστοκράτορα και διοικούσε σε ένα καθεστώς de facto αυτονομίας.

Πρόκειται για ένα μικρό οχυρό, έκτασης μόλις 2,6 στρεμμάτων. Η περίμετρος της οχύρωσης  ακολουθεί τη φυσική ανάγλυφη μορφολογία του εδάφους και σχηματίζει ένα ακανόνιστο πολυγωνικό τραπέζιο.  Το μήκος της  φτάνει τα 255μ. και το εξωτερικό της ύψος κυμαίνεται από 9μ. έως και 13μ. Το πάχος της τοιχοποιίας κυμαίνεται από 1,80μ. έως 2μ. Χαρακτηριστική είναι η κλίση με την οποία κατασκευάστηκε η εξωτερική παρειά του τείχους, η οποία κυμαίνεται από 5 έως και 10% και είναι γνωστή στην ορολογία της αμυντικής αρχιτεκτονικής ως scarpa. Ως οικοδομικό υλικό χρησιμοποιήθηκε πέτρα τοπικής πρoέλευσης, όπως αργιλικός ψαμμίτης, ενώ χαρακτηριστική είναι η χρήση μεγάλων ημιλαξευμένων γωνιόλιθων (αγκωνάρια) στις γωνίες της οχύρωσης.

Η ανώτερη επιφάνεια του αμυντικού τείχους επιστέφεται με οδοντωτές επάλξεις και περίδρομο, πλάτους 1,20μ., όπου οδηγούσαν κλίμακες ανόδου.  Ακολουθώντας την αμυντική οικοδομική τακτική,  ενισχύεται με έξι πύργους που προεξέχουν του κυρίου τείχους και  είναι τοποθετημένοι σε άνισα διαστήματα για να ενισχύουν καίρια σημεία του κάστρου, όπως τις πύλες ή τις γωνίες αλλαγής της κατεύθυνσής του. Από τις οπές δοκοθηκών φαίνεται ότι οι πύργοι διαρθρώνονταν σε δύο ορόφoυς.

Η  κεντρική πύλη του Κάστρου είναι τοξωτή και βρίσκεται στη νότια πλευρά του, ενώ μια μικρότερη βοηθητική υπάρχει στη βόρεια πλευρά.  Στο εσωτερικό του στο δυτικό τμήμα, σώζεται καμαρoσκέπαστο λιθόκτιστο μονόχωρο κτίριο  με μικρό προστώο που χρησίμευε ως πυριτιδαποθήκη. Δύο δεξαμενές, οι οποίες βρίσκονται στο κεντρικότερο τμήμα του Κάστρου, κάλυπταν τις ανάγκες του κάστρου σε νερό.  Η υπέργεια  η οποία προοριζόταν για τη συλλογή όμβριων υδάτων και η υπόγεια η οποία καλύπτεται με θολωτή στέγη, χρησίμευε για την αποθήκευσή τους.

Κατά τη διάρκεια ανασκαφικής έρευνας, πλησίον των δεξαμενών, ήρθε στο φως κτίριο με μικρό λουτρό και πάνω από αυτό ευρήματα Τζαμιού καθώς και λείψανα μιναρέ,  που ανατινάχθηκε από τους κατοίκους του Φαναρίου, το 1960. Επίσης οι ανασκαφικές έρευνες που πραγματοποιήθηκαν κοντά στη νότια πύλη έφεραν στο φως μεγάλο δίχωρο ορθογώνιο κτίριο το οποίο πιθανότατα κάλυπτε τις φρουριακές ανάγκες καθώς και εσωτερικούς  λιθόστρωτους διαδρόμους προσπέλασης. Τα κτίρια αυτά χρονολογούνται στην περίοδο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Καραγιάννης Φώτης karditsalive.net