Θεόδωρος Λιμήτσιος: «Καρτέρεμα»

Πιστός στο ετήσιο ραντεβού του (τέσσερα χρόνια, τέσσερα μυθιστορήματα), ο Θεόδωρος Λιμήτσιος επιστρέφει με φρέσκια δουλειά υπό τον γοητευτικό τίτλο Καρτέρεμα. Παρόλο που αφήνει πίσω του μια τριλογία με συνδετικό πρόσωπο τη Μαρουσώ-Μαρουσιάνα (στα προηγούμενα βιβλία του, Εγώ μεγάλωνα για σέναΜαρουσώ Το γέλιο σου), και στο νέο βιβλίο του καταπιάνεται με αγαπημένα του θέματα: ανεκπλήρωτοι έρωτες, επαρχιακή καθημερινότητα, σκληρή βιοπάλη με πρωταγωνιστές απλούς ανθρώπους, χωρίς περγαμηνές, που τους μεταχειρίζεται ως ιδανικό «όχημα» για να σχολιάσει με τον δικό του τρόπο την πραγματικότητα της εποχής.

Βρισκόμαστε στις αρχές του 20ού αιώνα (παρόλο που ο συγγραφέας αρέσκεται να μας μεταφέρει συχνά με μια «χρονοκάψουλα» λίγες δεκαετίες πριν και μετά, τεχνική που εφάρμοσε κατά κόρον στα προηγούμενα βιβλία του). Η Ελλάδα παλεύει να συνέλθει οικονομικά μετά την οδυνηρή χρεοκοπία του 1893 και στρατιωτικά με νωπές ακόμη τις οδυνηρές συνέπειες του καταστροφικού Ελληνοτουρκικού Πολέμου του 1897. Γι’ ακόμη μια φορά ο Λιμήτσιος «αποκεντρώνεται», ορίζοντας το γεωγραφικό στίγμα της ιστορίας του: δεν ενδιαφέρεται για το τι συμβαίνει στα αστικά κέντρα των αποφάσεων (παρότι μεγάλο τμήμα της πλοκής διαδραματίζεται στην Αθήνα), αντιθέτως «ζουμάρει» με τη νοητή του κάμερα στην ελληνική επαρχία. Αυτή τη φορά, όμως, οι σελίδες δεν μυρίζουν ρίγανη και κωνοφόρα, αλλά θαλασσινή αρμύρα. Κατεβαίνει από τα αγαπημένα του βουνά της Πίνδου και πλέει στο κέντρο των Κυκλάδων, κάνοντάς τες το ιδανικό φόντο για την αφήγησή του.

Η Ελένη, σ’ ένα χωριό της Τήνου, αρνείται να υποταχθεί στους άγραφους οικογενειακούς νόμους που καθορίζουν με νόμους προσφοράς-ζήτησης το μέλλον κάθε νέας γυναίκας. Η «διαφήμισή» της από τη μητέρα προς τον πολύ μεγαλύτερό της υποψήφιο γαμπρό προκαλεί συναισθήματα αποστροφής τόσο στην ίδια όσο και στον σημερινό αναγνώστη: «Νέα, όμορφη, νοικοκυρά, καλή μαγείρισσα, το σταφυλάκι δικό της και, το σημαντικότερο, καρπερή. Θα σου γεμώσει το σπίτι με παιδιά».

Ανεκπλήρωτοι έρωτες, επαρχιακή καθημερινότητα, σκληρή βιοπάλη με πρωταγωνιστές απλούς ανθρώπους, χωρίς περγαμηνές, που τους μεταχειρίζεται ως ιδανικό «όχημα» για να σχολιάσει με τον δικό του τρόπο την πραγματικότητα της εποχής.

Η γυναίκα ως ένα πλάσμα άβουλο, απροστάτευτο, σκεύος ηδονής και παράγοντας τιμής και κοινωνικής αποδοχής για τον άνδρα… φυσικά, βρισκόμαστε σε εποχή ολοκληρωτικής ανδροκρατίας. Η ίδια, όμως, σε μια κίνηση παράλογης αντίδρασης, αποδρά από την επικείμενη φυλακή της και καταφεύγει στην Άνδρο, όπου πέφτει κυριολεκτικά στην αγκαλιά του απόλυτου έρωτά της, του Παναγή. Αλλά τίποτα δεν τελειώνει, αν η μοίρα δεν το θελήσει. Μια σειρά από αλλεπάλληλες δοκιμασίες βυθίζουν σε θανάσιμη περιδίνηση το ερωτευμένο ζευγάρι: η πολύχρονη απουσία του Παναγή στις θάλασσες με το πλήρωμα της Ωραίας Ελένης (εύστοχος συσχετισμός με τη διαρκή παρουσία της αγαπημένης στον νου και στην ψυχή του νέου), οι «Σειρήνες» της πατρίδας της Ελένης που καλούν πίσω την «αποστάτρια», με αποκορύφωμα τη βαριά ασθένεια του φθισικού Παναγή, που θα τον κλείσει για μεγάλο και μαρτυρικό διάστημα στο νεότευκτο «Σωτηρία» στην Αθήνα… Το χειρότερο, όμως, είναι η οδυνηρή συνειδητοποίηση από την Ελένη μιας βαριάς κατάρας που την κατατρύχει από τη στιγμή που έκανε την επανάστασή της και απειλεί κάθε αγαπημένο πρόσωπο που βρίσκεται κοντά της.

Ο Λιμήτσιος επιλέγει στο Καρτέρεμα, όπως έκανε και στα προηγούμενα βιβλία του, να δώσει πρωταγωνιστικό ρόλο στη μοίρα και στο πεπρωμένο, μετατρέποντάς τα στο στημόνι και στο υφάδι της ιστορίας του. Η Κλωθώ, η Λάχεσις και η Άτροπος μας γνέφουν, συνωμοτικά σχεδόν, σε κάθε σελίδα (η παράξενη γυναίκα που εμφανίζεται και εξαφανίζεται εν ριπή οφθαλμού σε κάποιο σημείο της αφήγησης μιλώντας δυσερμήνευτα για τα παριστάμενα πρόσωπα, ξεκαθαρίζοντας όμως την ιστορία για τον αναγνώστη, είναι μία από αυτές;), επιμένοντας να μας θυμίζουν την πραγματική αδυναμία να «πάρουμε τη ζωή στα χέρια μας», εφόσον η ευτυχία και η εκπλήρωση των ονείρων μας δεν εξαρτάται μόνο από τις δικές μας ενέργειες. Αντιθέτως, ακριβώς αυτές οι ενέργειες μπορεί να μας οδηγήσουν στην καταστροφή, η έλευση της οποίας δεν συνειδητοποιείται παρά μόνο την τελευταία στιγμή. Πινελιές αρχαίας τραγωδίας; Έτσι, πάντως, θα προτιμούσα να διαβάσω την εξής φράση προς το τέλος του βιβλίου: «Τελικά, οι αποφάσεις μας παίζουν τον σημαντικότερο ρόλο στη ζωή μας».

Ο «αυτοδίδακτος συγγραφέας» Θεόδωρος Λιμήτσιος γι’ ακόμη μια φορά μάς τραβά προς τον μυθιστορηματικό του κόσμο με τη δύναμη της ιστορίας του. Το βιβλίο του διαβάζεται σχεδόν απνευστί ακόμη και από τον πλέον άπειρο αναγνώστη, που απλώς θέλει να μάθει «τι γίνεται παρακάτω». Έπειτα από τόση πολυπλοκότητα, πολυδαίδαλες αφηγήσεις απλωμένες ηδονικά σε εκατοντάδες σελίδων, παραγράφους που πρέπει να διαβαστούν δύο και τρεις φορές για να πιστέψουμε πως «μπήκαμε» στο πνεύμα του συγγραφέα, γλωσσικές εκκεντρικότητες που επιχειρούν περισσότερο να γοητεύσουν τ’ αυτιά μας παρά τον νου μας, μήπως συγγραφείς σαν τον Λιμήτσιο αξίζουν περισσότερο την προσοχή μας;

ΠΗΓΗ: diastixo.gr