Το πρώτο στούντιο ηχογραφήσεων στην Ελλάδα έγινε το 1936 από τους Άγγλους επιτελείς της Columbia Grammophone Company. Το είχαν αποφασίσει ένα χρόνο πριν. Έβαλαν τεχνικό διευθυντή τον Ευάγγελο Αρεταίο, τον πρώτο Έλληνα μηχανικό που είχε σπουδάσει ηχοληψία στην Αγγλία και του έδωσαν ξένους τεχνικούς που είχαν έρθει από το Λονδίνο για να τον υποστηρίξουν.
Το πρώτο στούντιο ηχογραφήσεων στη Λάρισα δεν ξέρω πότε έγινε. Μεταγενέστερα αρκετά φαντάζομαι. Ίσως να ήταν το Grafity, ίσως και κάποιο άλλο. Υπήρξε και το Da Vinci, του Καράντζιου, του Ντούλα – ακόμη υπάρχει στημένο στο υπόγειο αλλά δεν λειτουργεί, του Καραγούγα, το War Cry, το DJ Sound στον Τύρναβο, το Rock City και το Audio Lab στην Κοραή. Δεν λειτουργούν πια, αν και κατά διαστήματα συνυπήρξαν σχεδόν όλα ταυτόχρονα.
Είναι από τις λίγες φορές που δεν ψάχνω την ιστορική διαδρομή αλλά επικεντρώνομαι στο παρόν. Σήμερα στη Λάρισα υπάρχουν τρία επαγγελματικά στούντιο ηχογράφησης. Αμιγώς επαγγελματικά. Το Fabric Studio του Γιώργου Τσαβδαρίδη σε μια κάθετο στην Φαρσάλων που άνοιξε το 2009, το Pink Studio του Δημήτρη Μαραμή στο κέντρο σε παράδρομο της 23ης Οκρωβρίου που άνοιξε το 2019 και το Coyote Studio του Γιώργου Κουγιουμντζόγλου σε μια παράλληλη της Λαγού που ουσιαστικά λειτουργεί τον τελευταίο χρόνο.
Της Εύης Μποτσαροπούλου
Τα επισκέφτηκα και τα τρία. Όχι με τη σειρά που αναφέρονται. Δεν έχει και πολύ σημασία. Και στα τρία, κυρίως στα δύο εκτός κέντρου, είχα την αίσθηση του μυημένου, όπως κάποτε στο Βερολίνο που χτυπούσαμε κουδούνια σε άσχετες πόρτες σε εγκαταλειμμένα κτίρια ή κάτω από γέφυρες, λέγαμε το συνθηματικό και μπαίναμε σε ένα παράλληλο σύμπαν όπου λειτουργούσαν εξαιρετικά μπαρ, club, live stages και πολυχώροι. Έπρεπε να ήσουν «μυημένος» για να τα εντοπίσεις, πόσο μάλλον για να μπεις. Ή να σε συνοδεύει κάποιος μυημένος. Αυτό, το τελευταίο συνέβη στη δική μας περίπτωση.
Έτσι και εδώ, σε άσχετους δρόμους ή παραδρόμους, συναντάς μια εξώπορτα πολυκατοικίας ή ισόγειου καταστήματος που δεν καταλαβαίνεις τι είναι και μπαίνεις σε ένα άλλο κόσμο. Στην αρχή αμφιβάλεις αν βρίσκεσαι στο σωστό σημείο, αλλά μια επιγραφή στο επιβεβαιώνει.
Και στα τρία λοιπόν βίωσα αυτή την έκπληξη. Και μετά το ημίφως, τα δωμάτια όπως αναπτύσσονται πίσω από τους χώρους υποδοχής. Υπάρχει μια ατμόσφαιρα. Οθόνες και κονσόλες στα control rooms, όργανα στημένα και στοιβαγμένα, μηχανήματα ψηφιακά και αναλογικά, κουλούρες με καλώδια, περίεργα μουσικά όργανα από όλο τον κόσμο, βινύλια να διακοσμούν τους τοίχους και τις προθήκες, κολάζ με φωτογραφίες και εξώφυλλα στους τοίχους, μπαράκια υποδοχής… Και μια χαρακτηριστική, ευχάριστη μυρωδιά, την οποία δεν μπορώ να προσδιορίσω. Και κυρίως ατμόσφαιρα, από τη διακόσμηση μέχρι το φωτάκια στις οθόνες και στις κονσόλες που φωτίζουν το ημίφως που επικρατεί. Δεν θες με τίποτα να ανάψουν τα μεγάλα φώτα. Θα χαθεί η μαγεία. Θες να βλέπεις και να μην βλέπεις μέσα από το παράθυρο που συνδέει το control room με τους υπόλοιπους χώρους όπου οι μουσικοί παίζουν, κάνουν πρόβες, ηχογραφούν.
Επίσης υπήρχε και ένα ακόμη κοινό στοιχείο. Και οι τρεις τους ήταν οι ίδιοι μουσικοί, είχαν τρέλα με τα μουσική, έπαιζαν σε μπάντες από την εφηβεία τους, από τα 15 τους άρχισαν να μαζεύουν μηχανήματα και να προσπαθούν να στήσουν τα προσωπικά τους home studios για να παίξουν οι ίδιοι και οι φίλοι τους, μέχρι που οι χώροι αυτοί δεν τους ήταν αρκετοί. Όσο προχωρούσαν ως μουσικοί τόσο αυξάνονταν οι ανάγκες για συνεχείς βελτιώσεις και αναβαθμίσεις. Για περισσότερα και πιο επαγγελματικά μηχανήματα και όργανα. Να φύγουν από το ερασιτεχνικό και περάσουν στο επαγγελματικό. Στην ποιότητα και την ακρίβεια.
…
Fabric Studio, 2009
O Γιώργος Τσαβδαρίδης προηγείται τουλάχιστον μια δεκαετία από τους άλλους. Ασχολούνταν με τον ήχο από μικρός και έπαιζε σε μπάντες. Όσο βελτιωνόταν ανεβαίνανε οι προσδοκίες και οι επιθυμίες του σχετικά με τον ήχο. Έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο ότι ο χώρος είναι ιδιόκτητος, ήταν μεγάλο πλεονέκτημα, και έτσι αποφάσισε να ανοίξει το Fabric. Εξακολουθεί να το γουστάρει το ίδιο μέχρι σήμερα. «Πολλά βράδια, αφού έχω τελειώσει τη δουλεία, σκέφτομαι στον ύπνο μου τη μουσική που ηχογραφήσαμε και παρήξαμε» μου λέει και καταλαβαίνω ακριβώς τι εννοεί.
Ονόμασε το στούντιό του “Fabric”, όχι από το ύφασμα, τον ενδιέφερε η έννοια της παραγωγής, του εργοστασίου. Ήθελε επίσης οπωσδήποτε ένα όνομα που να αρχίζει με το «F»…
Η δική του επαφή με τα στούντιο ηχογράφησης ξεκίνησε από ένα υπόγειο, στο σπίτι του. Ένα home studio. Όταν ήρθε η ώρα να φτιάξει το Fabric, αρχικά σκέφτηκε να δημιουργήσει ένα στούντιο με προδιαγραφές Λονδίνου. Υπόγειο και πάλι, χωρίς παράθυρα, με σιδερόπορτα, σκοτεινό, underground, όπως όλη η μουσική της ροκ άλλωστε. Αλλά τελικά επέλεξε το φως. Το στούντιο του βρίσκεται σε έναν γωνιακό ισόγειο χώρο· το control room που περνάει σχεδόν όλη τη μέρα του, έχει φυσικό φως. «Είχα τελικά βαρεθεί τα σκοτεινά, υπόγεια στούντιο της νεότητάς μου, με τις βρομερές μοκέτες».
Μου σχολιάζει το πόσο έχουν αλλάξει οι εποχές. Το πόσο πολλές περισσότερες επιλογές έχουν τα νέα παιδιά λόγω της τεχνολογίας, αλλά και το πόσο πιο ρεαλιστικά σκέφτονται σήμερα. Σαν να έχει φύγει ο ρομαντισμός της δικής του γενιάς που οι εμπλεκόμενοι ονειρεύονταν ένα δικό τους στούντιο, κάτι σαν το μπαρ το ονείρων μας που φαντασιωνόταν η δική μας γενιά. «Οι νέοι σήμερα, σκέφτονται εκ των προτέρων που απευθύνονται, ποιο είναι το αγοραστικό κοινό τους, την αλληλεπίδραση που υπάρχει μεταξύ τους».
Όσον αφορά στο Fabric, ο Γιώργος μου λέει ότι έχει γράψει τελείως διαφορετικά είδη μουσικής. Εκτός από τις ροκ μπάντες που είναι το σύνηθες, έχει γράψει παιδικές χορωδίες, θεατρικά έργα, μουσική για παιδικά βιβλία, μέχρι και βυζαντινή μουσική.
Για εκείνον το καλύτερο περιβάλλον ηχοληψίας είναι το «υβριδικό», αυτό που συνδυάζει τα αναλογικά μηχανήματα και ήχο με τα ψηφιακά. «Από τα ψηφιακά κερδίζεις πολύ σε ανάλυση, από τα αναλογικά σε χροιά και ύφος» λέει χαρακτηριστικά» και μου εξηγεί το πόσα πλεονεκτήματα παρέχει σήμερα η τεχνολογία με το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα… παλιά, στην αναλογική εποχή, για κάθε πελάτη έκανες ειδικές ρυθμίσεις στην κονσόλα που δεν μπορούσες να τις επαναφέρεις ανά πάσα στιγμή· η θα έπρεπε να έχεις φωτογραφήσει όλες τις ρυθμίσεις στην κονσόλα ή να ξεκινήσεις πάλι από την αρχή. «Τώρα που δουλεύουμε ψηφιακά, μπορούμε να επανέλθουμε σε προηγούμενα projects και μεγάλη ευκολία να παρέμβουμε και να κάνουμε διορθώσεις, καθώς οι ρυθμίσεις εμφανίζονται αυτόματα. «Μπορείς να δουλέψεις παράλληλα διαφορετικές δουλειές, να επιστρέψεις, να διορθώσεις, να συμπληρώσεις… δουλεύεις με μεγαλύτερη ταχύτητα και λιγότερο κόπο από το παρελθόν, και για αυτό πληρώνεσαι ίσως και λιγότερο». Μου μιλάει για τις τεχνολογικές δυνατότητες του σήμερα, για πράγματα που παλιά, τις δεκαετίες του ’70 και το ΄80, ήταν αδύνατον να υλοποιηθούν. «Η πρώτη κάρτα ήχου είχε μέχρι 8 κανάλια και τη θεωρούσαμε κάτι το θαυματουργό».
Ρωτάω πόσο πολύ μπορεί να επηρεάσει ο τεχνικός, ο ηχολήπτης το τελικό αποτέλεσμα για να πάρω την απάντηση «Πολύ». Ακριβώς στον ίδιο χώρο, με τα ίδια μηχανήματα και τους ίδιους μουσικούς, το κάθε άτομο θα παράξει ένα διαφορετικό τελικό προϊόν, διαφορετικό ήχο. «Αυτό είναι το μαγικό. Η όλη διαδικασία είναι η χημεία, ο ανθρώπινος παράγοντας, αυτό που λέμε το παρασκήνιο. Ανάλογα με την εμπειρία του ο κάθε ηχολήπτης και παραγωγός μπορεί να κατευθύνει μια μπάντα, να της αλλάξει ακόμη και τη δομή του κομματιού, το χρόνο της εισαγωγής, το πότε θα μπει το ρεφρέν. «Αυτά συμβαίνουν βέβαια αν στο επιτρέπει ο καλλιτέχνης, αν σε εμπιστεύεται. Το κατά πόσο ενδιαφέρεται να παράξει ένα «ραδιοφωνικό κομμάτι», ένα κομμάτι δηλαδή που να «μένει» στο κοινό.
Στο τέλος της τυπικής συζήτησης, γιατί η προσωπική επεκτάθηκε ιδιαιτέρως, μου χαρτογράφησε κατά κάποιο τρόπο τις κατηγορίες των μουσικών που ηχογραφούν. Υπάρχουν αυτοί που το κάνουν καθαρά για τη δική τους απόλαυση, κάτι σαν ψυχοθεραπεία. Υπάρχουν οι μπάντες που ασχολούνται ερασιτεχνικά και αυτές που ασχολούνται επαγγελματικά· οι τελευταίες θέλουν να ηχογραφήσουν σε βινύλια, σε cd, να έχουν κάτι φυσικό να δώσουν στους ακροατές σε μια live συναυλία. Υπάρχουν οι επαγγελματίες που ηχογραφούν γιατί θέλουν να έχουν ένα δείγμα της δουλειάς τους να παρουσιάσουν στα μαγαζιά που συνεργάζονται.
…
Pink Studios, 2019
O Δημήτρης Μαραμής μου διηγείται την δική του ιστορία που συγκλίνει σε πολλά με τα παραπάνω αλλά έχει ένα διαφορετικό στοιχείο. Δεν είναι μόνος του. Στη Λάρισα είναι φυσικά, αλλά υπάρχουν τρία διαφορετικά Pink Studios. Στη Λάρισα, την Κατερίνη και τα Τρίκαλα. Οι ιδιοκτήτες, αν και έχουν ατομικές επιχείρησες, συνεργάζονται στενά. Είναι άλλωστε μεταξύ τους φίλοι, κάποιοι από το στρατό, έχουν γίνει κουμπάροι. Ο καθένας τους έχει μια ειδική δεξιότητα σε κάτι διαφορετικό.
Το πρώτο Pink Studio, άνοιξε στα Τρίκαλα μετά το 2005 από τον Γιώργο Μίγκα, που είναι ο μαέστρος, ο ενορχηστρωτής της παρέας. Το 2017 άνοιξαν το δικό τους Pink Studio οι Γιάννης Παρλαπάνος και Δημήτρης Δρίστας, ενώ ο Δημήτρης Μαραμής άνοιξε το δικό του στη Λάρισα το 2019 και… έπεσε πάνω στην πανδημία. Ο Δημήτρης είναι μάστερ του ήχου, είναι ο τεχνικός ήχου της παρέας.
Ο χώρος δημιουργήθηκε με πολύ προσωπικό μεράκι, με κόπο, με αίμα, χωρίς καμία επιδότηση. Ο Δημήτρης ασχολούνταν πάντα με τη μουσική ως ερασιτέχνης μουσικός. Η πρώτη του μπάντα ήταν στα 17 του, μηχανήματα είχε αρχίσει να μαζεύει νωρίτερα. Πάντα ήταν αυτός που αναλάμβανε να βρει και στήσει τα μηχανήματα για να παίξουν. Μιλά και αυτός για την εξέλιξη, την εξειδίκευση και το ανικανοποίητο. Όσο πιο πολύ ασχολείται κάποιος τόσες περισσότερες απαιτήσεις έχει.
Μιλά και αυτός για τη γκάμα των πελατών που είναι πάνω κάτω η ίδια… οι μπάντες ερασιτεχνικές και επαγγελματικές, οι θεατρικές παραστάσεις, οι αφηγήσεις ηθοποιών σε βιβλία, οι ερασιτέχνες που κάνουν σταθερές πρόβες κάθε εβδομάδα. «Εμείς εδώ κάνουμε μόνο την ηχογράφηση, την παραγωγή την αναλαμβάνουν άλλοι».
‘Όταν μπαίνεις στο χώρο του Δημήτρη καταλαβαίνεις ότι υπάρχει μια μεγάλη προσωπική συλλογή σε όργανα και μηχανήματα. Δεν είναι μόνο το χαρακτηριστικό τζουκ μποξ στη είσοδο…
Και εκεί ασχολούνται με διάφορα είδη μουσικής, θεατρικά και άλλα, αν και περισσότερες είναι οι ροκ μπάντες.
«Σε σχέση με άλλες επαρχιακές πόλεις, η Λάρισα είναι πολύ δραστήρια» μου επισημαίνει και μετά αναφέρεται στο πόσο του αρέσει να μην δουλεύει ατομικά αλλά ομαδικά. Σε αυτή τη λογική δημιουργήθηκαν και τα Pink Studioς άλλωστε. Αναφέρεται με σε μια πλατφόρμα, την “Band Bit” η οποία λειτουργεί σαν ευρετήριο και έχει πληροφορίες για τα στούντιο ηχογράφησης ανά την Ελλάδα. Ήταν από τα πρώτα στούντιο που συμμετείχαν. «Δεν μ΄ αρέσει να δουλεύω μόνος. Για αυτό και το στούντιο εδώ στη Λάρισα, εκτός από στούντιο ηχογράφησης λειτουργεί και ως στέκι. Ένα σημείο που θα περάσουν οι μουσικοί, θα συναναστραφούν, θα γνωριστούν διαφορετικές μπάντες μεταξύ τους και μουσικοί διαφορετικών ηλικιών».
…
Coyote Studio, 2024
To Coyote του Γιώργου Κουγιουμντζόγλου ήταν να λειτουργήσει αμέσως μετά τη δεύτερη καραντίνα του κορωνοϊού. Τελικά, για οικογενειακούς λόγους εγκαταστάθηκαν στην Εύβοια μέχρι πριν ενάμιση χρόνο περίπου, οπότε το στούντιο είναι ενεργό επαγγελματικά εδώ και ένα χρόνο περίπου. Αποτελεί το μικρό αδερφάκι του μπαρ Coyote στο πεζόδρομο της Πατρόκλου που παίζει ροκ, μέταλ και μπλουζ μουσική. Αυτά είναι και το πάθος του Γιώργου.
Από 15 χρονών ασχολούνταν με μπάντες και το πρώτο του home studio το έκανε το 2005 μόνος του με φίλους. Δεν υπήρχε τόσο έντονα στη ζωή μας το διαδίκτυο τότε, με βιβλία προσπαθούσαν να λύσουν προβλήματα ηχομόνωσης και απόδοσης όσοι ασχολούνταν. «Όσο εξελίσσεσαι σαν μουσικός, τόσο εμφανίζονται θέματα που πρέπει να λύσεις, ο χώρος γίνεται ασφυκτικά μικρός, θες κάτι άλλο, ένα κανονικό studio». Το ίδιο μου είπε και εκείνος όπως οι υπόλοιποι.
Ο Γιώργος μπήκε στη διαδικασία να φτιάξει ένα στούντιο από το μηδέν. Χρειάστηκε μια αρκετά μεγάλη επένδυση. Τα δωμάτια είναι επί δύο, δηλαδή μέσα σε κάθε δωμάτιο υπάρχει ένα δεύτερο, τα πατώματα είναι πλωτά, ο εξαερισμός πρέπει να έχει μελετηθεί, η ηχομόνωση στους τοίχους και στα τζάμια επίσης.
Απευθύνεται σε όλους τους μουσικούς, παρόλο που το προσωπικό του στιλ είναι το ροκ και το μέταλ. Έχει κάνει ήδη τρεις δίσκους από 3 μπάντες και δουλεύει πάνω σε δύο ακόμη μεγάλα πρότζεκτ. Μου μιλά για την επιστροφή στο βινύλιο, για τα μηχανήματά που έχουν λυχνίες, είναι και το logo του άλλωστε, για το πώς δεν γίνεται να κάνεις αυτή τη δουλειά αν δεν είσαι και ο ίδιος μουσικός.
Λίγο πριν φύγω μου μιλά για μια χαρακτηριστική μπάντα μεγάλων ανθρώπων, οι περισσότεροι είναι γιατροί στο Πανεπιστημιακό και αστυνομικοί. «Είναι ένα ωραίο σχήμα, θέλουν να γράφουν, είναι περίεργοι, έχουν κλείσει μόνιμα κάποιες ώρες κάθε Δευτέρα. Έχουν γράψει και τρία τραγούδια για τα Τέμπη που υπάρχουν στο You Tube, χωρίς να αναφέρονται τα ονόματα τους για ευνόητους λόγους. Οι περισσότεροι ήταν σε υπηρεσία όταν έγινε το δυστύχημα. Ο ένας αστυνομικός μάλιστα ήταν στο τηλεφωνικό κέντρο…».