Τα “κόκκινα φανάρια” του Βόλου μέσα σε ένα μπουκάλι μπύρας

εζόδρομος της Ερμού, στον Βόλο, κουβαλά όλα τα χρώματα και τα αρώματα της πόλης.  Ξεκινά από το «Βολονάκι», στην Εκκλησία του Αγίου Νικολάου, με τα φαντεζί μπαρ-καφέ και τους καλοντυμένους θαμώνες.  Συνεχίζει δυτικά μετά την εκκλησία με όλες τις γνωστές φίρμες μαγαζιών να έχουν τα καταστήματα τους δεξιά και αριστερά στο πεζόδρομο. Καλοφτιαγμένες βιτρίνες, άνθρωποι με σακούλες στα χέρια να περπατάνε πάνω κάτω. Όλα αυτά συνεχίζονται περίπου μέχρι την οδό Μακεδονομάχων. Από εκεί και πέρα, μέχρι το τέλος της Ερμού, το σκηνικό αλλάζει.  Οι βιτρίνες δεν είναι τόσο φανταχτερές. Υπάρχουν μαγαζιά με νεοτερισμούς που δεν πουλάνε ακριβές φίρμες. Αρκετά μαγαζιά είναι κλειστά. Η περιοχή της Ερμού που πλησιάζει προς το λιμάνι, με τα κάθετα στενά στον πεζόδρομο, τα τελευταία 60 χρόνια, ήταν τα «κόκκινα φανάρια» της πόλης.  Ακόμη είναι. Απλώς δεν θυμίζουν σε τίποτε τις παλιές εποχές.  Τότε που η ακτοπλοϊκή γραμμή Βόλος-Συρία, έφερνε εκατοντάδες, οδηγούς, ναυτικούς και εμπόρους στην πόλη της Μαγνησίας. «Τότε η περιοχή είχε 30 μπαρ με γυναίκες.  Κονσομασιόν και τέτοια.  Και 11 μπουρδέλα» θυμάται ο Γιώργος. «είχε ζωή και χρώμα» συμπληρώνει.

 

Η ζωή αυτή και το χρώμα, έχουν αρχίσει να ξεφτίζουν από την δυτική πλευρά της Ερμού.  Παρόλα αυτά, η περιοχή δείχνει να αντιστέκεται στο… φαντεζί της περιοχής του Αγίου Νικολάου.  Κρατάει τα δικά της χρώματα και αρώματα.  Σε ένα στενάκι, με ασπρισμένους τοίχους, τρείς πιτσιρικάδες συζητάνε.  «Τι κάνουν ρε οι μαλάκες και αργούν;». Βρίσκονται έξω από την πόρτα μιας αυλής. Γυρίζω και κοιτάζω μέσα.  Μια σκάλα ανεβαίνει στον επάνω όροφο και μια τσίγκινη ταμπέλα κρεμασμένη στην σκάλα, γράφει: «Καινούργιο κορίτσι». Είναι ένας από τους εναπομείναντες οίκους ανοχής της περιοχής.  Από το 2013 προσπαθεί η δημοτική αρχή να τους μετακομίσει από το κέντρο της πόλης, όμως για την ώρα αντιστέκονται, χρησιμοποιώντας όποια νομικά μέσα διαθέτουν.  Μοιραία, τα χρώματα και τα αρώματα που αναδύει η δυτική πλευρά της Ερμού, σύντομα θα χαθούν. Αυτά τα χρώματα και αρώματα, ο Γιώργος, προσπάθησε να κλείσει μέσα ένα μπουκάλι μπύρας.  Στην «πλάστιγγα».

 

 

Μέσα στα μπουκάλια της μπύρας που παράγει η μικροζυθοποιία «Πλάστιγγα», βρίσκονται τα χρώματα και αρώματα, που είδε και μύρισε ο Γιώργος Παπαδιώτης. Τρίτη γενιά ποτοποιός. Γεννημένος και μεγαλωμένος γύρω από την περιοχή με τα «κόκκινα φανάρια» του Βόλου. Το τι βλέπει και το τι μυρίζει ο καθένας στις γωνιές της κάθε πόλης, είναι κάτι εντελώς υποκειμενικό.  Και καθορίζεται από τους ανθρώπους που με τον τρόπο τους τον ξεναγούν και του συστήνουν το γίγνεσθαι του κάθε τόπου. Η μπύρα Porter Coconut της μικροζυθοποιίας «Πλάστιγγα», περιέχει κάποια από τα χρώματα και τα αρώματα που καθόρισαν την εικόνα του Γιώργου για την περιοχή. Το μπουκάλι είναι μαύρο. Πήλινο, με πορσελάνινο καπάκι πολλαπλών χρήσεων. Με μια χρυσή κορώνα και μια χρυσή πλάστιγγα στην μια πλευρά. Στην πίσω πλευρά, το σκίτσο του Χαράλαμπου Παπαδιώτη.  Του πατέρα του. Σχεδιασμένο με μαύρο μελάνι σε λευκό φόντο. «Αφιλτράριστος απαστερίωτος ζύθος με 12 είδη βύνης και Flakes καρύδας» εξηγεί η ετικέτα. Αυτή είναι η εικόνα της περιοχής του Γιώργου, μέσα από την «ξενάγηση» που του έκανε ο πατέρας του.  Ο Χαράλαμπος Παπαδιώτης, ιδρυτής το 1948 του 7ου συστήματος ναυτοπροσκόπων, καθόρισε τον τρόπο σκέψης του Γιώργου με το παράδειγμα του. Του άρεσε η φωτογραφία κι εκείνου όπως και στον Γιώργο. «Μια μέρα είχα επιστρέψει από ένα ξενύχτι και ο πατέρας μου με πήρε το ξημέρωμα και φωτογράφισε έτσι όπως ήμουν κουρασμένος, την έκφραση μου μπροστά σε ένα τούβλινο τοίχο. Μου αρέσει κι εμένα να φωτογραφίζω το ξημέρωμα.  Πρόσφατα ήμουν στην Θεσσαλονίκη και φωτογράφιζα το ξημέρωμα στην περιοχή του Φιξ τον κόσμο που έβγαινε από τα ξενυχτάδικα.  Τα άκοπα χόρτα στο διαχωριστικό του δρόμου και τα σκουπίδια στην υποβαθμισμένη περιοχή.  Μου αρέσει αυτό το χρώμα.  Αυτές οι εικόνες» λέει.

 

 

Τρίτη γενιά ποτοποιός

Η ποτοποιία Παπαδιώτη, ιδρύθηκε στις αρχές του 1900 από τον παππού του Γιώργου, τον Γρηγόρη Παπαδιώτη, ο οποίος από την Εύβοια όπου ζούσε με την γυναίκα του, ήρθε στον Βόλο και ίδρυσε την ποτοποιία, έχοντας μάθει την τέχνη από τον πεθερό του, ο οποίος είχε ποτοποιία στην Ιθάκη. Έβγαζε λικέρ, κονιάκ και Ούζο.  «Τον παππού μου δεν τον γνώρισα.  Μόνον την γιαγιά μου. Ήταν όμως άνθρωπος με άλλο στυλ.  Με τις κονκάρδες του και τέτοια» λέει ο Γιώργος και συνεχίζει: «Εγώ μικρός ήμουν πολύ ζωηρός.  Ηρεμούσα μόνον με τον πατέρα μου. Μου άρεσαν οι συζητήσεις που κάναμε. Ήμουν καλός μαθητής, αλλά πολύ ζωηρός.  Η δουλειά στο ποτοποιείο μου άρεσέ πολύ γιατί είχε σχέση με την χημεία. Μου άρεσε και το χρώμα της γειτονιάς. Το μαγαζί ήταν λίγο πιο κάτω από εδώ που είναι τώρα.  Υπήρχε μια γραμμή Βόλος-Συρία με καράβια. Η περιοχή, είχε 30 μπαρ με γυναίκες, κονσομασιόν και τέτοια και 11 μπουρδέλα.  Ήταν το ΚΤΕΛ πιο εκεί και όλα αυτά είχαν ένα χρώμα. Για να καταλάβεις από αυτή την περιοχή, δεν έχασα ποτέ ούτε μια δραχμή. Από την καλή κοινωνία, από τα μαγαζιά στον Άγιο Νικόλα, έχασα χρήματα. Από κάτι κουλτουριάρηδες…».

 

 

 

Η καρύδα

Η μπύρα Porter, είναι μαύρη. Στο τέλος όμως δεν αφήνει πίκρα.  Αφήνει μια γλυκιά επίγευση στον ουρανίσκο, από τις φλούδες καρύδας. Όταν χαρακτήρισα την περιοχή με τα «κόκκινα φανάρια» σκληρή, ο Γιώργος αντέδρασε. «Μόνο σκληρή δεν ήταν εδώ η γειτονιά. Υπήρχε μια γυναίκα, που δούλευε εδώ για τριάντα χρόνια στους οίκους ανοχής. Πέθανε πριν από τέσσερα χρόνια και όταν είχα άρρωστο τον πατέρα μου και με έβλεπε να τρέχω πάνω κάτω για τα νοσοκομεία, κάθε μέρα ρωτούσε τι κάνει και πήγαινε στην κλινική και τον έβλεπε και η ίδια.  Και όταν πέθανε ο πατέρας μου, κι αν δεν ήρθε κόσμος από αυτά τα μπαρ και τα σπίτια στην κηδεία. Είναι πολλές οι εμπειρίες από δω μέσα  Ο πατέρας μου, μας έμαθε εμένα και τον αδελφό μου να μην είμαστε μίζεροι.  Να μην ζούμε νεοπλουτίστικα.  Αυτό που μας άφησε ο πατέρας μας, δεν είναι η ποτοποιία.  Είναι ο τρόπος σκέψεις και ο τρόπος ζωής. Ο αδελφός μου, είναι γιατρός.  Όταν σπούδαζε, επειδή έπρεπε να φύγω φαντάρος, άφησε ένα μάθημα, προκειμένου να κρατήσει την αναβολή του και να έρθει στο μαγαζί να βοηθήσει τον πατέρα μου, μέχρι να γυρίσω εγώ από τον στρατό, για να πάρει στην συνέχεια το πτυχίο του και να πάει φαντάρος κι εκείνος.  Το θεωρούσε φυσιολογικό αυτό.  Δεν το έβλεπε σαν θυσία».

 

Η μπύρα

Μετά το κονιάκ, το ούζο και το λικέρ, η ποτοποιία Παπαδιώτη, αποφάσισε να μπει και στον μαγικό κόσμο της μπύρας. «Την μπύρα την άρχισα πριν από πέντε χρόνια» λέει ο Γιώργος και συνεχίζει: «Μου αρέσει η μπύρα.  Πιο πριν, για πέντε περίπου χρόνια, έκανα εισαγωγές μπύρας. Είχα μεγάλη ποικιλία σε ξένες μπύρες. Δεκάδες διαφορετικές ετικέτες. Τότε ο κόσμος, αγόραζε συνέχεια ξένες μπύρες.  Όλα όμως είναι μόδα. Το ίδιο μπορεί να είναι και η μικροζυθοποιία που αναπτύσσεται στην Ελλάδα. Για παράδειγμα θυμάμαι, όταν είχε βγει το Gordons space.  Οι πελάτες το αγοράζανε με τις παλέτες.  Τώρα ούτε ένα κιβώτιο δεν αγοράζουν. Πέρασε η μόδα. Για να μην γίνει μια μόδα που θα περάσει κι αυτή, η παραγωγή μπύρας από μικροζυθοποιίες, θα πρέπει όλοι οι ζυθοποιοί να επενδύσουμε σε αυτό.  Ότι χρήματα βγάζουμε από την μπύρα να τα ξαναρίξουμε στην μπύρα.  Στο τέλος, θα μείνουν αυτοί που πιστεύουν στην μπύρα και που έχουν άλλα εισοδήματα για να επιβιώνουν. Για την μπύρα χρειάζονται χιλιάδες πράγματα.  Μηχανήματα, σχεδιασμός, μπουκάλια, τρόπος προσέγγισης του πελάτη και άλλα πολλά. Εμείς σαν ποτοποιία, από την μπύρα δεν βγάζουμε ούτε σεντς γιατί επενδύουμε συνέχεια».

 

 

Μαύρη μπύρα με καρύδα

Πέρα από διάθεση για πειραματισμούς, προκειμένου να φτιάξεις μια καλή μπύρα, διαφορετική από τις άλλες, χρειάζεται και φαντασία. Ο Γιώργος έχει φαντασία και σχέδια για το μέλλον. «Όσον αφορά την χρήση της καρύδας, προέκυψε από μια συζήτηση που κάναμε με έναν τύπο στο Μπάτεν.  Κοντά στην Νυρεμβέργη» λέει και συνεχίζει: «Δουλεύει σε ένα βυνοποιείο και αποφασίσαμε να κάνουμε αυτή την μπύρα μαζί.  Εμένα στόχος μου είναι να βγάζω μια νέα μπύρα κάθε μήνα.  Από τις μπύρες που θα βγάλω, κάποιες θα προχωρήσουν και κάποιες όχι. Το επόμενο διάστημα, θα φτιάξω ξύλινά κιβώτια για την μπύρα.  Θα αγοράζεις μπύρες και θα τις παίρνεις σε ξυλοκιβώτια, όπως παλιά, με επιστρεφόμενα μπουκάλια. Μου αρέσει να πηγαίνω πίσω και να βλέπω τι γινότανε παλιά. Ετοιμάζω μια δυνατή μπύρα ξανθιά, που θα ονομάζεται «θεώρημα».  Όχι το Πυθαγόρειο θεώρημα. Είναι ένα έργο του Παζολίνι με τον κηπουρό. Έχω φτιάξει και την «μεταμόρφωση» που είναι εμπνευσμένη από τον Κάφκα. Το θεώρημα, είναι ένα έργο του Παζολίνι που θέλει να δείξει την υποκρισία που υπήρχε στην καθολική εκκλησία.  Είναι ένας κηπουρός στην βίλα από μια πλούσια οικογένεια, όπου στην αρχή έκανε έρωτα με την γυναίκα του ιδιοκτήτη, ύστερα με την κόρη του και ύστερα με τον ίδιο.  Μέσα από όλα αυτά ο Παζολίνι θέλει να δείξει την έλλειψη συνοχής της οικογένειας. Το μόνο που τους ένωνε ήταν το χρήμα. Τώρα θα νομίσεις ότι σου κάνω τον κουλτουριάρη και ότι μιλάω για τέχνη. Δεν κάνω τέχνη. Κάνω ότι μου αρέσει. Κάνω, ότι με ενοχλεί.  Δεν θέλω να κάνω πράγματα για να αρέσω στους άλλους. Μόνον να τους σέβομαι θέλω. Αν κάνεις κάτι που αρέσει στους άλλους, είναι μόδα.  Αν κάνεις κάτι που αρέσει σε σένα, δεν είναι μόδα. Είναι αυθεντικό. Από την μπύρα δεν βγάζω ούτε ένα σεντς.  Είναι αυτό που μου αρέσει.  «Όσο με πληγώνεις, τόσο με πορώνεις» της λέω.  Θα την κάνω και Μούσα μου και τελείωσε η υπόθεση.  Δεν θα βλέπω ποτέ τα μειονεκτήματα της αν την κάνω Μούσα. Θα βλέπω μόνο τα ωραία ή θα τα φαντάζομαι. Πάντως μου αρέσει να πειραματίζομαι και σε άλλα ποτά. Η ποτοποιία είναι χημεία.  Θέλει δουλειά και αγάπη. Έχω φτιάξει και πειραματικό άμβυκα των 5 λίτρων για να δοκιμάζω πράγματα.  Τώρα θέλω να κάνω κάποιους πειραματισμούς για ένα νέο κονιάκ. Θα χρησιμοποιήσω μέλι από πορτοκάλι. Πρέπει όμως να το αγαπάς. Θυμάμαι κάποια στιγμή, έφτιαχνα μια παρτίδα λικέρ με μαστιχέλαιο και μου το θόλωνε.  Σηκώθηκα στις πέντε το πρωί και πήγα στο μαγαζί γιατί είχα αγωνία να δω αν ξεθόλωσε ή αν δεν ξεθόλωσε το λικέρ».

 

Η Πλάστιγγα

Το όνομα που έδωσε ο Γιώργος στην ζυθοποιία του, προέκυψε από την ιστορία του ποτοποιού.  «Τα παλιά χρόνια, στα ποτοποιία, πίνανε κιόλας. Όταν ερχόταν στο ποτοποιείο του πατέρα μου, ανεβαίνανε πρώτα πάνω στην πλάστιγγα και τους ζύγιζε. Στο τέλος, τους ζύγισε ξανά και τους έλεγε ότι θα πληρώσουν  την διαφορά στο βάρος τους. Το κάνανε για πλάκα, όμως είχε καθιερωθεί κι έτσι βγήκε το όνομα της μπύρας» θυμάται ο Γιώργος.

humanstories.gr