Με τον φόβο να… στεγνώσει ο θεσσαλικός κάμπος με αφορμή τις περιορισμένες βροχοπτώσεις, τα μικρά αποθέματα νερού, αλλά και την αρδευτική περίοδο ζουν εκατοντάδες παραγωγοί της Θεσσαλίας, οι οποίοι αγωνιούν τόσο για τη φετινή χρονιά όσο και για το μέλλον των καλλιεργειών τους.
Η λειψυδρία αποτελεί ένα από τα πιο σοβαρά περιβαλλοντικά και κοινωνικά ζητήματα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα, με ιδιαίτερη ένταση στη Θεσσαλία. Η κλιματική αλλαγή, η ανεπαρκής διαχείριση των υδάτινων πόρων και οι αυξημένες ανάγκες άρδευσης συνθέτουν ένα εκρηκτικό μείγμα που απειλεί την αγροτική παραγωγή και την ευημερία των τοπικών κοινωνιών. Οι καταστροφικές πλημμύρες του Σεπτεμβρίου 2023, ανέδειξαν ακόμη περισσότερο το ζήτημα, ενώ από την πρώτη στιγμή τέθηκε το ζήτημα της διαχείρισης των υδάτων ως μόνης λύσης για να αποφευχθούν αφενός παρόμοια φαινόμενα στο μέλλον, και αφετέρου να εξασφαλιστεί το νερό που αποτελεί …είδος προς εξαφάνιση.
Η Θεσσαλία στο επίκεντρο της κρίσης
Η Θεσσαλία, γνωστή ως ο «σιτοβολώνας» της Ελλάδας, αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα λειψυδρίας. Οι παρατεταμένες περίοδοι ξηρασίας, σε συνδυασμό με την υπεράντληση των υπόγειων υδάτων, έχουν οδηγήσει σε σημαντική μείωση των διαθέσιμων υδάτινων πόρων. Οι αγρότες αναγκάζονται να αντλούν νερό από μεγάλα βάθη, γεγονός που αυξάνει το κόστος παραγωγής και επιβαρύνει το περιβάλλον. Ακόμη και όταν αυτό δεν είναι εφικτό αναγκάζονται να χρησιμοποιήσουν τις γεωτρήσεις τους, με αποτέλεσμα το κόστος παραγωγής να εκτοξεύεται σημαντικά.
Σε μία Θεσσαλία, η οποία το μεγαλύτερο ποσοστό της απασχολείται με τη γεωργία, το καμπανάκι της λειψυδρίας χτυπάει ακόμα πιο δυνατά. Το ζήτημα της άρδευσης αποτελεί τον σημαντικότερο παράγοντα για τον οποίο τα υδατικά αποθέματα μειώνονται και κινδυνεύουν να… στερέψουν.
Σε πανελλαδικό επίπεδο το 86% του νερού προορίζεται για την άρδευση, ενώ σε επίπεδο Θεσσαλίας το ποσοστό αυτό ξεπερνάει ακόμα και το 90%. «Στη Θεσσαλία, όταν μιλάμε για λειψυδρία, μιλάμε κατά κύριο λόγο για άρδευση» αναφέρει χαρακτηριστικά ο Νικήτας Μυλόπουλος, Καθηγητής και Πρόεδρος του Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και Διευθυντής του Εργαστηρίου Υδρολογίας και Ανάλυσης Υδατικών Συστημάτων του ίδιου Πανεπιστημίου. Ο ίδιος επισημαίνει ότι από το 92% του νερού που προορίζεται για την άρδευση της Θεσσαλίας παραπάνω από το μισό, οδηγείται σε… σπατάλη.
Η άρδευση αποτελεί βασικό στοιχείο για τη γεωργική παραγωγή στη Θεσσαλία, αλλά η ανεπαρκής υποδομή και η κακή διαχείριση των αρδευτικών συστημάτων οδηγούν σε σπατάλη νερού και μειωμένη αποδοτικότητα.
Οι λόγοι που οδηγούν σε σπατάλη
Σύμφωνα με τον καθηγητή υπάρχουν δύο βασικοί λόγοι για τους οποίος σε μία αμιγώς γεωργική περιοχή, όπως είναι ο θεσσαλικός κάμπος, γίνεται κατασπατάληση του νερού. Βασικός λόγος είναι το γενικότερο παραγωγικό μοντέλο που ακολουθείται στη γεωργική παραγωγή, το οποίο, ωστόσο, βαδίζει προς το… παρελθόν.
Η επιλογή των καλλιεργειών στη Θεσσαλία δεν γίνεται με βάση τη φέρουσα ικανότητα του οικοσυστήματος της Θεσσαλίας, αλλά με βάσει το άμεσο κέρδος και τις… επιδοτήσεις που γίνονται. Από το 1970, που το βαμβάκι εμφανίστηκε στον θεσσαλικό κάμπο, οι καλλιέργειες που απαιτούν μεγάλες ποσότητες νερό, όπως το καλαμπόκι, κυριαρχούν στα είδη των καλλιεργειών που παράγουν οι Θεσσαλοί αγρότες.
«Η Θεσσαλία είχε ανέκαθεν σιτηρά, καθώς πρόκειται για μία περιοχή με έντονη ξηρασία. Η σχεδόν καθολική αλλαγή των καλλιεργειών σε υδροπονικές καλλιέργειες προκαλούν μεγάλο πρόβλημα αφενός στη διαχείριση του νερού, αλλά και στο πότισμα τέτοιων καλλιεργειών. Οι παραγωγοί από εδώ και στο εξής θα αντιμετωπίζουν σημαντικά προβλήματα με τα… ποτίσματα» εξηγεί ο κ. Μυλόπουλος.
Ο ίδιος αναφέρει ότι στο τρέχον γεωργικό μοντέλο που ακολουθείται δεν εφαρμόζεται καθόλου η αμειψισπορά, με αποτέλεσμα το έδαφος να μην εμπλουτίζεται από συστατικά που άλλα φυτά απορροφούν και άλλα αποδίδουν στο έδαφος.
Ο δεύτερος βασικός λόγος σπατάλης προκύπτει από την απουσία αρδευτικών δικτύων και έργων υποδομής, αλλά και από τις ίδιες τις αρδευτικές μεθόδους που ακολουθούν οι παραγωγοί.
Πολλά αρδευτικά δίκτυα είναι παλαιά και παρουσιάζουν διαρροές, ενώ η έλλειψη σύγχρονων τεχνολογιών, όπως τα συστήματα στάγδην άρδευσης, περιορίζει τη δυνατότητα εξοικονόμησης νερού.
«Οι μέθοδοι που ακολουθούνται τώρα είναι χαμηλότερες σε αποδοτικότητα, με αποτέλεσμα το 50% περίπου να μην ωφελεί τις καλλιέργειες, αλλά να χάνεται» αναφέρει ο κ. Μυλόπουλος σημειώνοντας ότι ξοδεύουμε, στην ουσία, διπλάσιο νερό από αυτό που απαιτείται.
Η ανάγκη για εκσυγχρονισμό των αρδευτικών υποδομών είναι επιτακτική. Η χρήση τεχνολογιών αιχμής, όπως τα συστήματα τηλεμετρίας και οι έξυπνοι αισθητήρες, μπορεί να βελτιώσει τη διαχείριση των υδάτινων πόρων και να μειώσει τις απώλειες. Παράλληλα, η εκπαίδευση των αγροτών σε βέλτιστες πρακτικές άρδευσης είναι ζωτικής σημασίας για την επίτευξη βιώσιμης γεωργίας.
Ανάγκη ενιαίας πολιτικής
Η λειψυδρία στη Θεσσαλία αποτελεί ένα πολυδιάστατο πρόβλημα που απαιτεί συντονισμένες προσπάθειες από την πολιτεία, τους φορείς και τους πολίτες. Η βιώσιμη διαχείριση των υδάτινων πόρων και ο εκσυγχρονισμός των αρδευτικών συστημάτων είναι κρίσιμα βήματα για την αντιμετώπιση της κρίσης και τη διασφάλιση της αγροτικής παραγωγής και της ευημερίας των τοπικών κοινωνιών.
«Χρειάζεται να υπάρξει μία ενιαία υδατική πολιτική. Να αλλάξει ο γενικότερος τρόπος σκέψεις γύρω από το ζήτημα της άρδευσης, αλλά και γενικότερα το ζήτημα του νερού. Το νερό δεν είναι, δυστυχώς, ανεξάντλητο και όσο αυτό δεν γίνεται αντιληπτό τόσο περισσότερα προβλήματα θα αντιμετωπίζουν αφενός οι αγρότες και αφετέρου οι ιθύνοντες» τονίζει ο κ. Μυλόπουλος επισημαίνοντας ότι η Ελλάδα, αλλά και η Θεσσαλία ειδικότερα, βρίσκεται στο μάτι μεσογειακών κυκλώνων και τέτοια φαινόμενα θα επαναλαμβάνονται με μεγαλύτερη συχνότητα στο μέλλον.
Η αυξανόμενη ξηρασία σε συνδυασμό με τα πλημμυρικά φαινόμενα θα προκαλούν όλο και μεγαλύτερο πρόβλημα στο ζήτημα της διαχείρισης των υδάτων γι’ αυτό και είναι επιτακτική ανάγκη να ληφθούν μέτρα.
Προτάσεις για βιώσιμη διαχείριση των υδάτων
Για την αντιμετώπιση της λειψυδρίας και τη διασφάλιση της αγροτικής παραγωγής θα πρέπει να γίνει εκσυγχρονισμός των αρδευτικών υποδομών με την αντικατάσταση των παλαιών δικτύων με σύγχρονα, αποδοτικά συστήματα που μειώνουν τις απώλειες νερού, εφαρμογή τεχνολογιών εξοικονόμησης νερού μέσω χρήσης συστημάτων στάγδην άρδευσης και τηλεμετρίας για την παρακολούθηση και τον έλεγχο της κατανάλωσης νερού. Ο κ. Μυλόπουλος προτείνει ακόμη την αγροκλιματική ζωνοποίηση των περιοχών, ώστε κάθε παραγωγός να γνωρίζει σε τι καλλιέργεια μπορεί να επενδύσει ανάλογα με την φέρουσα ικανότητα που του δίνει η γη.
Πολύ σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και η εκπαίδευση των παραγωγών μέσω της συμμετοχής τους σε προγράμματα κατάρτισης για την ενημέρωση των αγροτών σχετικά με τις βέλτιστες πρακτικές άρδευσης και διαχείρισης των υδάτινων πόρων.
Μεγαλύτερο ενδιαφέρον από τη νέα γενιά
Ωστόσο, προς τη σωστή κατεύθυνση φαίνεται να κινείται η νέα γενιά των αγροτών. Οι νέοι αγρότες είναι πολύ πιο ενημερωμένοι για την κατάσταση που επικρατεί, αλλά και για τους κινδύνους που μπορεί να προκύψουν, με αποτέλεσμα να επενδύουν σημαντικά στην πρόληψη. Οι ίδιοι, μάλιστα, είναι και πιο «ανοιχτοί» στο να πειραματιστούν με νέες καλλιέργειες, οι οποίες μπορεί μακροπρόθεσμα να τους εξασφαλίσουν το μέλλον τους. Η νέα γενιά παραγωγών έχει αποποιηθεί, σε μεγάλο μέρος, των παραδοσιακών πρακτικών και χρησιμοποιεί περισσότερο την τεχνολογία και την τεχνογνωσία στην παραγωγή.
«Ωστόσο, το δυσάρεστο είναι ότι αυτά τα νέα παιδιά δεν έχουν στήριξη από πουθενά. Η πολιτεία δεν επενδύει στη νέα γενιά και στην τεχνολογία όσον αφορά το κομμάτι του πρωτογενούς τομέα, όσο θα έπρεπε» είναι το σχόλιο του κ. Μυλόπουλου.