Σαν σήμερα το 1864 πέθανε η ηγετική μορφή της Ελληνικής Επανάστασης Γιάννης Μακρυγιάννης

Ο Γιάννης Μακρυγιάννης (1797 – 1864) ήταν αγωνιστής της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, στρατιωτικός και πολιτικό πρόσωπο μετά τη δημιουργία του ελεύθερου ελληνικού κράτους. Ήταν επίσης αυτοδίδακτος και οψιμαθής συγγραφέας απομνημονευμάτων.

Η μύηση στη Φιλική Εταιρεία

Το 1820 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία, άγνωστο από ποιόν, αφού ο ίδιος δεν τον ονομάζει στα Απομνημονεύματά του, είχε την ιδιότητα του κληρικού-οικονόμου Τον Σεπτέμβριο του 1820 φτάνει στην Άρτα ο βοεβόδας της Ναυπάκτου Μπαμπά πασάς και συλλαμβάνει τον Θανάση Λιδωρίκη και τον έμπιστό του Μακρυγιάννη, αλλά ο πρώτος κινητοποιώντας το δίκτυο των γνωριμιών του στο αληπασάδικο και σουλτανικό περιβάλλον της Άρτας, κατόρθωσε να απελευθερωθεί ο ίδιος και ο πρώην υποτακτικός του. Από την Άρτα έφυγε στις 13 Μαρτίου 1821 και με ενδιάμεσο σταθμό το Μεσολόγγι έφτασε στην Πάτρα με σκοπό να πραγματοποιήσει εμπορικό ταξίδι αλλά κυρίως να πληροφορηθεί την όλη κατάσταση στην περιοχή για λογαριασμό των Φιλικών της Άρτας. Όπως λέει χαρακτηριστικά ο Απόστολος Βακαλόπουλος, για την αποστολή αυτή του Μακρυγιάννη, λειτουργούσε ως ο « πρώτος επίσημος Έλληνας κατάσκοπος της Επαναστάσεως». Στην Πάτρα έγινε αντιληπτός από τις τουρκικές αρχές και κινώντας υποψίες, βρίσκει προσωρινό καταφύγιο στο ρωσικό προξενείο και μετά από ανθρωποκυνηγητό διαφεύγει με μια φελούκα. Επιστρέφοντας όμως στην Άρτα συλλαμβάνεται και φυλακίζεται επειδή ήταν «ένα πρόσωπο του αληπασάδικου περιβάλλοντος που είχε ύποπτες επαφές και μόλις γύρισε από έναν εξεγερμένο τόπο». Τελικά με τη βοήθεια του Ισμαήλ μπέη από την Κόνιτσα, Αλβανού αξιωματούχου και εξαδέλφου του Αλή πασά, απελευθερώθηκε.

Η επαναστατική του δράση

Τον Αύγουστο του 1821 με 18 άντρες από την Άρτα, με την ιδιότητα του μπουλουκτζή, και σε συνεργασία με το ένοπλο σώμα του Γώγου Μπακόλα, πήρε μέρος στη μάχη του Σταυρού στα Τζουμέρκα. Συμμετείχε στη μάχη του Πέτα, όπου τραυματίσθηκε ελαφρά στο πόδι και στην πολιορκία της Άρτας και την εκπόρθησή της. Μετέβη στο χωριό Σερνικάκι Σαλώνων, όπου ανάρρωνε μετά από ασθένεια. Επέλεξε να μείνει στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα κυρίως επειδή εντάχθηκε στα τοπικά δίκτυα προυχόντων και ενόπλων που στήριζαν τον Οδυσσέα Ανδρούτσο. Με τον τελευταίο πολέμησε στην κατάληψη της Αθήνας. Ως αναγνώριση των υπηρεσιών του, του προσφέρθηκε το αξίωμα του πολιτάρχη της απελευθερωμένης πόλης. Έτσι ερχόταν σε άμεση επαφή με τους Έλληνες που υπέφεραν από διάφορες αυθαιρεσίες από τον φρούραρχο της Ακρόπολης Γιάννη Γκούρα. O Μακρυγιάννης εγκαταλείπει το Κάστρο της Αθήνας και πηγαίνει στη Σαλαμίνα όπου συναντά τον Νικηταρά, ο οποίος τον παροτρύνει να επιστρέψει στη Ρούμελη. Πηγαίνει κατευθείαν στη Βελίτσα όπου συναντά τον Ανδρούτσο ο οποίος θα προσπαθήσει να τον προσεταιριστεί να πάρουν από τον Γκούρα το κάστρο της Ακρόπολης. Το 1823 συνεργαζόμενος με το σώμα του Νικηταρά συμμετείχε σε μια σειρά στρατιωτικών επιχειρήσεων στη Στερεά Ελλάδα.

Σχέσεις με οθωνικό καθεστώς

Γύρω στα 1851 φημολογείται πως ο Μακρυγιάννης βρίσκεται στο επίκεντρο συνωμοσιών σε βάρος του Όθωνα και της Αμαλίας, με συνέπεια το 1852 να διατυπωθεί ανοικτά η σε βάρος του σχετική κατηγορία. Το Μάρτιο του 1853 δικάζεται σε στρατοδικείο με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας και χωρίς σοβαρά αποδεικτικά στοιχεία καταδικάζεται σε θάνατο. Ο μόνος μάρτυρας ήταν ο δικηγόρος Ν. Στεφανίδης, ο οποίος κατέθεσε πως ο Μακρυγιάννης τού εμπιστεύθηκε ότι στις 25 Μαρτίου 1853 θα δολοφονούσε με ανθρώπους του το βασιλικό ζεύγος έξω από τον τότε μητροπολιτικό ναό της Αγίας Ειρήνης. Η ποινή του τελικώς μετατρέπεται σε ισόβια και κατόπιν σε δεκαετή κάθειρξη, για να αποφυλακιστεί στις 2 Σεπτεμβρίου 1854 με παρέμβαση του Δημητρίου Καλλέργη, τότε Υπουργού Εξωτερικών καθώς και Υπουργού Στρατιωτικών. Στις 17 Οκτωβρίου 1862 η προσωρινή κυβέρνηση τον αποκατέστησε στο βαθμό του υποστρατήγου και στις 20 Απριλίου 1864 προβιβάστηκε σε αντιστράτηγο.

Ο θάνατος

Πέθανε στις 27 Απριλίου του 1864 στην Αθήνα εξ υπερβαλλούσης σωματικής εξαντλήσεως σε ηλικία 67 ετών. Την επομένη έγινε η κηδεία στο μητροπολιτικό ναό. Τον επικήδειο εκφώνησε ο γιατρός Αναστάσιος Γούδας και τον επιτάφιο ο Οδυσσέας Ιάλεμος, «δημοκρατικός» δημοσιογράφος από τη Λέσβο. Ποίημα απήγγειλε ο Αχιλλέας Παράσχος.

Πηγή: Βικιπαίδεια