Όταν στη Λάρισα ζούσαν ελέφαντες, ρινόκεροι και ιπποπόταμοι

ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΔΕΙΧΝΕΙ ΟΤΙ ΣΤΟΝ ΠΗΝΕΙΟ ΖΟΥΣΑΝ ΚΑΠΟΤΕ ΓΙΓΑΝΤΙΑΙΑ ΘΗΛΑΣΤΙΚΑ

ίναι αλήθεια πως για τον σύγχρονο άνθρωπο ένα από τα πράγματα που σίγουρα του φαίνεται αδιανόητο, είναι να δει στην ύπαιθρο ελέφαντες, λιοντάρια, άλογα, βίσωνες, ιπποπόταμους, ύαινες κλπ. Πώς θα αισθανόσασταν όμως αν σας λέγαμε ότι κάποτε ακόμη και στην περιοχή της Λάρισας, και ειδικά γύρω από τον Πηνειό ποταμό, μπορούσε κανείς να συναντήσει άγρια ζώα που σήμερα εντοπίζονται στην Αφρική και στην Ασία;

Σίγουρα αποκτά ενδιαφέρον αν αντιληφθούμε ότι πριν ακόμη ο σύγχρονος άνθρωπος εξαπλωθεί στην Ευρώπη και κυριαρχήσει στην πανίδα της, η ήπειρός μας διέθετε πανίδα μεγάλων θηλαστικών  πλουσιότερη από τη σημερινή.

Σύμφωνα με μια σημαντική μελέτη του γεωλόγου–παλαιοντολόγου  δρ. Αθ. Αθανασίου με τίτλο «Ο παλαιολιθικός κόσμος του Πηνειού» αλλά και με βάση τα ευρήματα στην κοιλάδα του ποταμού Πηνειού, φαίνεται πως έχουν αποκαλυφθεί κατά τα τελευταία 50 χρόνια πολυάριθμα σκελετικά στοιχεία θηλαστικών ηλικίας της τάξεως των 30.000 –45.000 ετών.

Τα απολιθωμένα θηλαστικά που έχουν προσδιοριστεί μέχρι σήμερα στην κοιλάδα του Πηνειού είναι:

• ελέφαντας (Elephas antiquus)
• ταύρος (Bos primigenius)
• βούβαλος (Bubalus cf. arnee)
• αίγαγρος (Capra ibex)
• αντιλόπη σάιγκα (Saiga tatarica)
• ρινόκερος (Stephanorhinus hemitoechus)
• ίπποι (Equus ferus και Equus hydruntinus)
• ιπποπόταμος (Hippopotamus sp.)
• μεγαλόκερος (Megaloceros sp.)
• ελάφι (Cervus sp.)
• πλατόνι (Dama sp.)
• ζαρκάδι (Capreolus capreolus)

Σύμφωνα με τον κ. Αθανασίου, θέσεις με απολιθωμένα οστά θηλαστικών έχουν εντοπιστεί στις φυσικές τομές που δημιουργεί ο Πηνειός στην Ανατολική Λεκάνη, διαβρώνοντας τις παλαιότερες αποθέσεις του. Σποραδικά ευρήματα αναφέρονται και από άλλα σημεία της κάτω κοιλάδας του ποταμού, όπως στην περιοχή Ροδιάς και στο δέλτα, όμως ο αριθμός τους είναι πολύ περιορισμένος.

Η καλύτερα ερευνημένη και η πιο πλούσια σε απολιθώματα περιοχή της κοιλάδας του Πηνειού είναι το τμήμα δυτικά της Λάρισας, μέχρι τα Στενά του Καλαμακίου (Αμυγδαλιά), όπου συστηματικές έρευνες έχουν αποκαλύψει πολυάριθμα σκελετικά λείψανα ζώων του Ανωτέρου Πλειστοκαίνου, καθώς και ανθρωπογενή κατάλοιπα της Μέσης Παλαιολιθικής εποχής.

Πρέπει να σημειωθεί πως η ανακάλυψη και η πρώτη συλλογή υλικού στην περιοχή του Πηνειού έγινε το 1958 κατά τη διάρκεια γερμανικής αρχαιολογικής αποστολής. Κατά τις επόμενες δεκαετίες, αναφέρει ο κ. Αθανασίου στην μελέτη του, έχουν γίνει αρκετές συλλογές απολιθωμάτων, σε περιόδους χαμηλής στάθμης του ποταμού, και έχουν συγκεντρωθεί περισσότερα από διακόσια απολιθώματα μεγάλων θηλαστικών.

Διαχρονικό Μουσείο Λάρισας

Όπως εξήγησε στην «LarissaPress.gr» ο Δρ. Γεώργιος Τουφεξής Προϊστάμενος Τμήματος Προϊστορικών Κλασικών Αρχαιοτήτων και Μουσείων της Εφορείας Αρχαιοτήτων Λάρισας, τα περισσότερα ευρήματα που έχουν αποκαλυφθεί στον Πηνειό, βρίσκονται σε χώρο του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας – Ιατρική Σχολή, ενώ ορισμένα από αυτά βρίσκονται και στο Διαχρονικό Μουσείο της Λάρισας  (ένας χαυλιόδοντας ελέφαντα, κέρατα από άγριο βόδι, αλλά και ένα κρανίο από ένα ελάφι).

Διαχρονικό Μουσείο Λάρισας

Ο ελέφαντας (Elephas antiquus)

Πρόκειται για ένα είδος ελέφαντα που εντοπίστηκε πως ζούσε στην περιοχή του Πηνειού. Είναι πολύ κοινό είδος στο Μέσο και Ανώτερο Πλειστόκαινο της Ευρώπης. Επειδή τα οστά και τα δόντια του είναι μεγάλου μεγέθους και πολύ ανθεκτικά, διατηρούνται καλύτερα ως απολιθώματα συγκριτικά με τα λείψανα πιο μικρόσωμων ζώων, αναφέρει έρευνά του ο κ. Αθανασίου.

Συγγενής του σημερινού ινδικού ελέφαντα, ήταν σημαντικά μεγαλύτερος από αυτόν: ορισμένα αρσενικά άτομα ίσως έφταναν σε ύψος τα 4 μ. και το βάρος τους ξεπερνούσε τους 10 τόνους. Ωστόσο τα θηλυκά, αλλά και κάποια αρσενικά άτομα, ήταν σαφώς μικρότερα (οι ελέφαντες εμφανίζουν μεγάλες αποκλίσεις μεγέθους, ιδίως μεταξύ των δύο φύλων).

Το ογκώδες κρανίο έφερε δύο μεγάλου μήκους και σχετικά ευθείς χαυλιόδοντες. Στην Ελλάδα είναι γνωστός από τουλάχιστον είκοσι θέσεις.

Ο Elephas antiquus θεωρείται ζώο των δασών: Ζούσε σε ανοιχτά δάση με εύκρατο κλίμα, που μπορούσαν να ικανοποιήσουν τις μεγάλες απαιτήσεις του σε τροφή. Όταν κατά τις μεσοπαγετώδεις εποχές του Πλειστοκαίνου (δηλ.  η γεωλογική περίοδος από το 2.588.000 π.Χ. ως το 11.700 π.Χ.) το κλίμα γινόταν θερμότερο, οι πληθυσμοί αυτού του ελέφαντα επέκτειναν τη γεωγραφική τους εξάπλωση μέχρι τη Β. Ευρώπη.

Αντίθετα, κατά τις παγετώδεις εποχές, το είδος περιοριζόταν στις νοτιότερες εκτάσεις της ηπείρου, δηλαδή στην Ιβηρική, την Ιταλική και τη Βαλκανική χερσόνησο, καθώς στη Κεντρική και τη Βόρειο Ευρώπη τα δάση έδιναν τη θέση τους στην ψυχρή στέπα.

Ο Elephas antiquus έζησε κατά τη διάρκεια του Μέσου και του Ανωτέρου Πλειστοκαίνου περίπου από τα 800.000 έως τα 20.000 έτη πριν από σήμερα.

Διαχρονικό Μουσείο Λάρισας

Μεγάλα βοοειδή

Στην κοιλάδα του Πηνειού φαίνεται πως ζούσαν κάποτε μεγάλα βοοειδή τους είδους Bos primigenius. Είναι πολύ μεγαλόσωμο και πολύ εύρωστο είδος ταύρου, με μεγάλα κέρατα που στρέφονταν προς το πλάι και προς τα εμπρός, αναφέρει ο κ. Αθανασίου στην έρευνά του.

Το ύψος στους ώμους των αρσενικών ατόμων έφθανε τα 1,65 –1,85 μ, αν και ορισμένα ίσως ξεπερνούσαν τα 2μ. Τα θηλυκά ήταν 20 –25% μικρότερα.

Κατά το Μέσο και Ανώτερο Πλειστόκαινο οι ταύροι αυτοί είχαν εξαπλωθεί σε ολόκληρη την Ευρασία και τη Β. Αφρική. Κατά το Ολόκαινο οι πληθυσμοί τους παρουσίασαν μεγάλη κάμψη λόγω του εντατικού κυνηγιού και απώλειας βοσκοτόπων. Το τελευταίο άτομο του είδους πέθανε στην Πολωνία το 1627.

Τα μικρά βοοειδή: αίγαγρος των Άλπεων και σάιγκα

Ο αίγαγρος Capra ibex είναι ορεσίβιο θηλαστικό, ικανό να αναρριχηθεί στα πιο απόκρημνα υψώματα. Ο φυσικός του χώρος περιορίζεται σήμερα στις Άλπεις, σε υψόμετρο άνω των 1500 m, κατά το παρελθόν όμως ήταν κοινό σε όλα τα ορεινά οικοσυστήματα της Ευρώπης. Ο αίγαγρος εμφανίζει έντονο φυλετικό διμορφισμό, δηλαδή τα άτομα των δύο φύλων διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους: Τα αρσενικά είναι πολύ μεγαλύτερα από τα θηλυκά (έχουν σχεδόν το διπλάσιο βάρος) και έχουν πολύ μακρύτερα κέρατα.

Το ύψος στους ώμους των αρσενικών φθάνει μέχρι 1 μ, το μήκος του σώματος τα 1,60 μ και το βάρος μπορεί να ξεπεράσει τα 100 κιλά. Τα πλειστοκαινικά άτομα του είδους ήταν ελαφρώς μεγαλύτερα.

Σύμφωνα με τον κ. Αθανασίου, τα κέρατα των αρσενικών καμπυλώνονται έντονα προς τα πίσω και είναι ελλειπτικής διατομής. Λόγω της οργανικής τους σύστασης, τα κέρατα δεν απολιθώνονται. Αυτά που διατηρούνται ως «κέρατα» στα απολιθώματα είναι οι οστέινες αποφύσεις του κρανίου (γόμφοι κεράτων), στις οποίες στηρίζονται εσωτερικά τα κέρατα. Ο αίγαγρος των Άλπεων εμφανίστηκε στο τέλος του Μέσου Πλειστοκαίνου, πριν από τουλάχιστον 200.000 χρόνια.

Η σάιγκα (Saiga tatarica) είναι μια αντιλόπη που ζει σήμερα στις ψυχρές στέπες της Κεντρικής Ασίας. Μέχρι πριν από δύο αιώνες η γεωγραφική της εξάπλωση έφτανε όμως μέχρι την Κεντρική Ευρώπη, όπου ζούσε στις στέπες και τα αραιά δάση.

Το μήκος της φτάνει τα 1,45 μ και το ύψος της τα 80 εκατ. Χαρακτηρίζεται από την ογκώδη μύτη της, η οποία σχηματίζει μικρή προβοσκίδα. Μόνο τα αρσενικά άτομα φέρουν κέρατα. Σε αυτό το είδος αποδίδεται από Γερμανούς ερευνητές μία κάτω γνάθος που βρέθηκε στην κοιλάδα του Πηνειού το 1958, αναφέρει στην μελέτη του ο κ. Αθανασίου.

Ο ρινόκερος

Τα διάφορα είδη ρινοκέρων ήταν κοινά θηλαστικά στην Ευρώπη, ήδη από την αρχή της εξέλιξής τους. Κατά τη διάρκεια του Πλειστοκαίνου (δηλ. γεωλογική περίοδος από το 2.588.000 π.Χ. ως το 11.700 π.Χ)  υπήρξαν τουλάχιστον τέσσερα είδη, τα οποία εντάσσονται στα γένη Stephanorhinus και Coelodonta. Το γένος Stephanorhinus είναι στενός συγγενής του σημερινού δασόβιου ρινόκερου της Σουμάτρας Dicerorhinus sumatrensis. Στο Coelodonta ανήκει ο τριχωτός ρινόκερος που έζησε κατά τις παγετώδεις εποχές μαζί με τα μαμούθ. Οι πλειστοκαινικοί ρινόκεροι της Ευρώπης έφεραν δύο ρινικά κέρατα και ήταν μεσαίου –μεγάλου μεγέθους.

Στην πανίδα του Πηνειού αντιπροσωπεύεται πιθανότατα μόνο το είδος Stephanorhinus hemitoechus, ένα είδος που ζούσε σε ανοιχτές εκτάσεις και αραιά δάση. Ο Stephanorhinus hemitoechus δεν ήταν ιδιαίτερα μεγαλόσωμος ρινόκερος: το ύψος του στους ώμους δεν ξεπερνούσε τα 1,40 –1,60 m. Το βάρος του πρέπει να υπερέβαινε τον 1 τόνο.

Ελαφοειδή

Στην πανίδα του Πηνειού περιλαμβάνονται και τα τρία πολύ γνωστά μας είδη ελαφοειδών που απαντούν σήμερα στα εύκρατα δάση της Ευρώπης, δηλαδή το ελάφι, το πλατόνι και το ζαρκάδι. Εκτός όμως από αυτά περιλαμβάνεται και ένα, εξαφανισμένο σήμερα, γιγαντιαίο είδος, που ονομάζεται μεγαλόκερος (Megaloceros giganteus). Το ύψος του στους ώμους ξεπερνούσε τα 2 m, και τα αρσενικά άτομα χαρακτηρίζονταν από τα τεράστια παλαμοειδή κέρατά τους, πλάτους άνω των 3 μ. Πρόκειται για το μεγαλύτερο ελαφοειδές που έζησε ποτέ. Ο μεγαλόκερος έζησε σε εύκρατες περιοχές της Ευρασίας μέχρι το τέλος του Πλειστοκαίνου, και σε ορισμένες θέσεις επέζησε και στο Ολόκαινο.

Τα υπερβολικά μεγάλα κέρατα του μεγαλόκερου έχουν προκαλέσει πολλές συζητήσεις ήδη από την ανακάλυψη των πρώτων απολιθωμάτων αυτού του είδους, στις αρχές του 19ου αιώνα. Θεωρήθηκαν αρχικώς όπλα κατά των σαρκοφάγων ή άλλων αρσενικών ατόμων του είδους, αλλά το μέγεθός τους θα αποτελούσε με βεβαιότητα μεγάλο πρόβλημα στην κίνηση του ζώου, ειδικά όπου η βλάστηση ήταν πυκνή. Το μέγεθος των κεράτων θεωρήθηκε μάλιστα η αιτία της εξαφάνισης του είδους. Σήμερα οι ερευνητές συμφωνούν ότι τα κέρατα του μεγαλόκερου εξελίχθηκαν ως μέσο επίδειξης κατά την περίοδο του ζευγαρώματος, και η αποτελεσματικότητά τους ως μέσο εντυπωσιασμού φαίνεται ότι συνέβαλε στη μεγέθυνσή τους από γενιά σε γενιά.

Ο ιπποπόταμος (Hippopotamus sp.)

Αποκλειστικά αφρικανικό ζώο σήμερα, ο ιπποπόταμος εξαπλώθηκε κατά τις θερμές μεσοπαγετώδεις περιόδους του Πλειστοκαίνου προς Βορρά μέχρι την Αγγλία. Η σημερινή του γεωγραφική εξάπλωση δεν αποτελεί παρά ελάχιστο μέρος της πλειστοκαινικής. Ο ευρωπαϊκός ιπποπόταμος ήταν αρκετά μεγαλύτερος από τον σημερινό: ορισμένα άτομα πρέπει να ξεπερνούσαν σε μήκος τα 5 μ και σε βάρος τους 4 τόνους). Ήταν ημιυδρόβιος και ζούσε κοντά σε λίμνες και ποτάμια. Χαρακτηρίζεται από πολύ παχύ κορμό, κοντά πόδια και πολύ μεγάλη κεφαλή με υπερμεγέθεις κυνόδοντες (χαυλιόδοντες).

Εκτός από τη μικρή διαφορά μεγέθους, δεν παρατηρείται καμία σημαντική ανατομική διαφορά μεταξύ των πλειστοκαινικών και των σημερινών ιπποποτάμων, και γι’ αυτό θεωρούνται από τους περισσότερους ερευνητές μέλη του ιδίου είδους, Hippopotamusamphibius.

Διαχρονικό Μουσείο Λάρισας

Χρονολόγηση της πανίδας

Σύμφωνα με την μελέτη του κ. Αθανασίου, η σύσταση της πανίδας του Πηνειού δείχνει ότι τοποθετείται γεωχρονολογικώς στο Ανώτερο Πλειστόκαινο. Ωστόσο το Ανώτερο Πλειστόκαινο καλύπτει την αρκετά μεγάλη, για τα ανθρώπινα μέτρα, χρονική περίοδο 180.000 –10.000 έτη πριν από σήμερα. Προκειμένου να κατανοηθεί καλύτερα η εξέλιξη του ποτάμιου συστήματος του Πηνειού κατά το Πλειστόκαινο και το Ολόκαινο, έχουν γίνει κατά το παρελθόν απόλυτες χρονολογήσεις ορισμένων ιζημάτων της κοιλάδας του».

Με βάση τις χρονολογήσεις αυτές, γράφει ο κ. Αθανασίου στην μελέτη του,   τα ιζήματα στην περιοχή των Στενών Καλαμακίου αποτέθηκαν πριν από περίπου 30.000 –45.000 χρόνια. Η ηλικία αυτή, κατά την οποία έζησαν τα απολιθωμένα θηλαστικά του της κοιλάδας του Πηνειού, εμπίπτει εντός της τελευταίας παγετώδους περιόδου, που σημαίνει ότι το κλίμα ήταν αισθητά πιο ψυχρό από το σημερινό.

Ωστόσο, λόγω του σχετικά μικρού γεωγραφικού πλάτους της Θεσσαλίας, τα παγετικά φαινόμενα δεν ήταν τόσο έντονα.

Αυτό συνάγεται από την απουσία στην απολιθωμένη πανίδα ζώων απόλυτα προσαρμοσμένων σε ψυχρά περιβάλλοντα, όπως το μαμούθ και ο τριχωτός ρινόκερος. Αντιθέτως, η πανίδα περιλαμβάνει θηλαστικά, όπως ο ιπποπόταμος, που δεν μπορούν να ζήσουν σε συνθήκες παγετού.

Η παρουσία ταύρου αντί του βίσωνα  είναι μία ακόμη ένδειξη απουσίας ακραίων κλιματικών συνθηκών. Τέλος, η παρουσία ειδών που προτιμούν τα δάση, όπως τα ελαφοειδή και ο Elephas antiquus αποκλείει επίσης τις παγετικές συνθήκες, στις οποίες τα δέντρα δεν ευδοκιμούν.

πηγή : https://www.larissapress.gr/2020/01/18/otan-sti-larisa-zousan-elefantes-rinokeroi-kai-ippopotamoi/