Ο ΝΙΚΟΛΟΣ ΣΤΟΡΝΑΡΗΣ ΚΑΙ Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟΥΣ ΤΟΥΡΚΟΥΣ ΣΤΟΝ ΑΣΠΡΟΠΟΤΑΜΟ (5 ΙΟΥΛΊΟΥ 1821)

Του φιλολόγου Σπυρίδωνος Βλιώρα

_(Η ΠΛΉΡΗΣ ΕΚΔΟΧΉ ΤΟΥ ΚΕΙΜΈΝΟΥ ΘΑ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΕΊ ΣΕ ΒΙΒΛΊΟ ΠΟΥ ΘΑ ΕΚΔΟΘΕΊ
ΠΡΟΣΕΧΏΣ…)_

2Ο ΜΈΡΟΣ: ΝΙΚΟΛΌΣ ΣΤΟΡΝΆΡΗΣ

ΕΠΏΝΥΜΟ

[1]

Το «_επώνυμο_»1 [2] του Νικολού, γιου του
Ευθυμίου, άλλοτε γράφεται ως Στορνάρης,
άλλοτε ως Στουρνάρης, άλλοτε ως
Στουρνάρας κ.λπ. Στην παρούσα μελέτη θα
προτιμήσουμε την πρώτη εκδοχή, καθώς
έτσι βλέπουμε να το γράφει ο ίδιος ο
Νικολός.

Ο Νικόλαος Γιαννούλης στη μελέτη του
«_Το Αρματολίκι του Ασπροποτάμου κι οι
Στορναραίοι_» παραθέτει μια παράδοση,2
[3] κατά την οποία στο βουνό Στορνάρι,3 [4]
μεταξύ Βιτζίστας4 [5] και Κουρνεσιού,5 [6]
έγινε προεπαναστατικά σύναξη
κλεφταρματολών Πίνδου και
Αιτωλοακαρνανίας, κατά την οποία
δόθηκε το αρματολίκι στον Στορνάρη
αλλά και το επώνυμό του από το όνομα του
βουνού αυτού, καθώς μέχρι τότε δεν είχε
σταθερό επώνυμο.

[7]

Sturnari [8] / sturnare [9] (χαλαζίας)

Προσωπικά, θεωρούμε πιο πιθανό ο
γερο–Στορνάρης ή κάποιος πρόγονός του
να πήρε το «επώνυμο» από την αλβανική
λέξη stanar [10],6 [11] που σημαίνει «_βοσκός,
τσέλιγκας, ιδιοκτήτης στάνης_»7 [12] και
να λεγόταν αρχικά Στανάρης, λόγω
επαγγέλματος, και στη συνέχεια από
επιρροή της αρωμουνικής λέξης sturnari [8] /
sturnare [9],7α [13] που σημαίνει «_χαλαζίας_»
αλλά και «_πυρίτης λίθος_»,8 [14]
«_σιδηροπυρίτης_» να προέκυψε το
Στο(υ)ρνάρης. Απ’ αυτήν την αρωμουνική
λέξη πρέπει να ονομάστηκε και το βουνό
Στουρνάρι / Στορνάρι.

[15]

Σιδηροπυρίτης [16].

1775: ΓΈΝΝΗΣΗ ΝΙΚΟΛΟΎ ΣΤΟΡΝΆΡΗ

Ο Νικολός Στορνάρης γεννήθηκε στα
Κούτσενα, τόπο καταγωγής των
Στορναραίων,9 [17] γύρω στα 1775, γιατί όπως
μας λέει ο Κασομούλης παντρεύτηκε γύρω
στα 1800, όταν και ήταν 25 ετών: «_Ἀφοῦ (ο
Ευθύμιος Στορνάρης) εἶχεν
ὑπανδρευμένον τὸν πρωτότοκον υἱόν
του Νικόλαον, εἰκοσιπέντε ἐτῶν
σχεδὸν ἡλικίας, μὲ μίαν ἐντοπίαν
κόρην ἑνὸς προκρίτου ἀπὸ Δραμίζι (1800
ἔτος)._»10 [18]

Τα Κούτσενα γενικά ήταν ένα μικρό
χωριό. Στα 1820 είχαν 10 οικογένειες,
δηλαδή καμιά πενηνταριά κατοίκους.11 [19]

ΜΌΡΦΩΣΗ

Ο νεαρός Νικολός, ως γιος αρματολού,
πρέπει να έμαθε κάποια γράμματα —καθώς
τον βρίσκουμε αργότερα να γνωρίζει
ανάγνωση και γραφή— είτε στο
Μιρόκοβο,12 [20] στο οποίο βρισκόταν
μορφωμένοι και εγγράμματοι,13 [21] είτε
στα γειτονικά Άγραφα.14 [22]

1787: ΟΙ ΣΤΟΡΝΑΡΑΊΟΙ ΔΕΝ ΧΆΝΟΥΝ ΤΟ
ΑΡΜΑΤΟΛΊΚΙ ΤΟΥΣ

«_Ο Αλή πασάς Τεπελενλής [23] είχε
διοριστεί γενικός δερβέναγας [24] της
περιοχής το 1787 και αμέσως άρχισε την
καταδίωξη των Αρματολών της
δικαιοδοσίας του, για να τους υποτάξει,
τους Στορναραίους όμως δεν τους
πείραξε, γιατί δήλωσαν φιλία και στον
νέο δερβέναγα [24]. Έχοντας στο νου τους
οι Στορναραίοι τα παθήματα Μεϊντάνη
και Λάπα από τη μια μεριά, κι από την
άλλη τον συσχετισμό των δυνάμεων της
περιοχής, σ’ αυτά τα χρόνια,
αφοσιώθηκαν στον Αλή πασά [23], σαν
ικανοί διπλωμάτες που αποδείχτηκαν, μα
που το γεγονός αυτό, όταν αργότερα θ’
αλλάξει η κατάσταση, δεν θα τους
εμποδίσει σε τίποτε από του να μην
εγκαταλείψουν τον Αλή. Από τότε λοιπόν,
άρχισε ο Αλή πασάς [23] να δείχνει
μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στους
αρματολούς της περιοχής, δηλαδή στους
Στορναραίους, και να χάνουν την επιρροή
τους οι επίσημοι προεστοί στο
Ασπροπόταμο, όπως ο Χατζηπέτρος κ.ά.,
που ήταν, όπως φαίνεται, άνθρωποι του
προηγούμενου τουρκικού καθεστώτος._»15
[25]

Ο ΝΙΚΟΛΌΣ, ΑΝΤΊΘΕΤΑ ΑΠΌ ΤΟΝ ΠΑΤΈΡΑ ΤΟΥ,
ΚΆΝΕΙ ΚΙ ΆΛΛΕΣ ΔΟΥΛΕΙΈΣ

[26]

Ο Ευθύμιος Στορνάρης, όσο ήταν
επικεφαλής του αρματολικιού, δεν έκανε
άλλη δουλειά, αλλά βιοποριζόταν από τον
μικρό μισθό του αρματολού και τα
λεγόμενα «_τυχηρά_», τουτέστιν τα
μικροποσά που λάμβανε για την αποστολή
ταχυδρόμων στα χωριά, τους τζερεμέδες
[27] (δηλαδή τα πρόστιμα) που επέβαλλε,
καθώς ως αρματολός είχε και κάποια
δικαστικά ή αστυνομικά καθήκοντα κ.λπ.

Αντίθετα, ο γιος του Νικολός φρόντισε
από μικρός να καλλιεργεί χωράφια, από
τα οποία προμήθευε και τον πατέρα του.

«_Ὁ πατήρ μου δὲν ἐγνώριζεν ἄλλον
πόρον παρὰ πρόσμενεν τὰ τυχηρὰ_16 [28]_
ἀπὸ τὸ ἀρματολίκι καὶ τὸν ὀλίγον
μισθόν. Ἐγὼ παιδιόθεν ἐφρόντισα καὶ
ἔβαλα ζευγάρια, καὶ εἰς δύο χρόνους
προμήθευσα καὶ τὸν πατέραν μου._»17 [29]

1799–1800: ΠΑΡΑΜΈΡΙΣΗ ΧΑΤΖΗΠΕΤΡΑΊΩΝ ΑΠΌ
ΑΛΉ

Γύρω στα 1799 / 1800, όταν ο Νικολός ήταν 24 ή
25 ετών, οι προεστοί του Ασπροποτάμου
και κυρίως ο Γούσιος Χατζηπέτρος
έχασαν την εύνοια του Αλή, εξαιτίας
κάποιων καταχρήσεων που έκαναν.
Άρχισαν λοιπόν οι Στορναραίοι να
αναλαμβάνουν κάποια από τα
φοροεισπρακτικά καθήκοντα των
προεστών, αλλά και να κάνουν αυτοί
πλέον εμπόριο με τον Αλή πασά: υφάσματα,
ζώα, ξυλεία για οικοδομική ύλη κ.λπ. Η
παραμέριση αυτή των Χατζηπετραίων
συνεχίστηκε και στα επόμενα χρόνια,
όπως θα δούμε, όταν ανέλαβε το
αρματολίκι ο Νικολός.

«_Ἤμουν εἰς ἡλικίαν πλέον·_18 [30]_
αἰσθανόμην ὅλα τὰ κακά. Ὁ κύριος
Γούσιος καὶ αὐτάδελφοί του, διὰ
μερικάς καταχρήσεις ὁποῦ ἔκαμαν, καὶ
διότι δὲν ἐνέδωσαν εἰς μερικὰς
θελήσεις του, δὲν τοὺς ἐμπιστεύετο ὁ
Ἀλῆ πασᾶς, καὶ τοὺς ἄφησεν χωρὶς
δουλειάν, καὶ ἔφθασαν εἰς ἄκραν
δυστυχίαν. Δὲν τοὺς εἶχεν πλέον
βοηθούς, παρὰ μὲ λόγους._19 [31]»20 [32]

1800: ΠΑΝΤΡΕΙΆ, ΚΟΥΜΠΑΡΙΈΣ–ΣΥΜΠΕΘΕΡΙΈΣ
ΣΤΟΡΝΑΡΑΊΩΝ ΜΕ ΆΛΛΟΥΣ ΑΡΜΑΤΟΛΟΎΣ ΚΑΙ
ΠΡΟΕΣΤΟΎΣ

[33]

Γύρω στα 1800, όπως είδαμε, πέθανε ο
αρματολός παππούς του Νικόλαος (;)
γερο–Στορνάρης και ανέλαβε αρματολός
Ασπροποτάμου ο πατέρας του Ευθύμιος.
Την ίδια χρονιά ο εικοσιπεντάχρονος
Νικολός παντρεύτηκε την Μαρία, κόρη
ενός προκρίτου από το χωριό Δραμίζι, 18
περίπου χιλιόμετρα ανατολικά των
Κούτσενων.

«_Ἀφοῦ (ο Ευθύμιος Στορνάρης) εἶχεν
ὑπανδρευμένον τὸν πρωτότοκον υἱόν
του Νικόλαον, εἰκοσιπέντε ἐτῶν
σχεδὸν ἡλικίας, μὲ μίαν ἐντοπίαν
κόρην ἑνὸς προκρίτου ἀπὸ Δραμίζι (1800
ἔτος)._»21 [34]

Γενικά, οι Στορναραίοι φρόντιζαν να
δένονται με κουμπαριές και συμπεθεριές
με άλλους αρματολούς ή προκρίτους
γειτονικών περιοχών.

«_Ὁ Στέργιος εἶχεν σύζυγον τὴν
θυγατέραν τοῦ Γώγου Μπακόλα ἀπὸ
Ῥαντοβίζι [35]. Ὁ Γιακωβάκης εἶχεν τὴν
ἀδελφὴν τῶν Κουτελιδαίων ἀπὸ
Τζιομέρκα. Ὁ Γρηγόρης Λιακατᾶ,
κολιτζὴς τοῦ τμήματος Κλινοβοῦ,
εἶχεν σύζυγον τὴν θυγατέραν τοῦ
Νικολάου Στορνάρη. Ὁ υἱὸς τοῦ Νάσιου
Μάνταλου εἶχεν τὴν θυγατέραν τοῦ
Ζαρκαλῆ Στορνάρη, ἀδελφὴν τοῦ
Γιακωβάκη. Αἱ τέσσαρες αὐτὲς
συμπεθεριὲς ἔδεναν τοὺς Στορναραίους
συγγενικῶς μὲ τὸ Ῥαδοβίζι, μὲ τὰ
Τζιομέρκα, μὲ τὸ Κλινοβόν καὶ μὲ τὰ
Χάσια._»22 [36]

«_Λημεργιάζοντες μία τῶν ἡμερῶν εἰς
Κόρμπον, ὁ κύριος Γούσιος ἐζήτησεν
τὴν θυγατέραν τοῦ Στορνάρη Εἰρήνην
εἰς τὸν υἱόν του Πετράκην, ὅστις ἦτον
εἰς τὴν Βιέννην·_23 [37]_ ἐστοχάσθη, ὅταν
συνδεθῇ μὲ ἓν τοιοῦτον συνοικέσιον,
νὰ ὠφεληθῇ. Ὁ Στορνάρης τὸ ἀπέφυγεν
ἐπὶ λόγῳ ὅτι: “Ὅταν ὁ πατήρ μου
ἐζήτησεν ἀπὸ τὴν οἰκογένειάν των,
δὲν καταδέχθησαν νὰ δώσουν μίαν
ἀδελφήν των διὰ ἐμένα· τώρα δὲν
δέχομαι κὶ ἐγὼ νὰ δώσω οὔτε σκῦλον,
ὄχι κόρην μου. (…) Ἡ Μαρία, σύζυγος τοῦ
Στορνάρη, ἐπιθυμοῦσεν νὰ συνδεθοῦν
μὲ αὐτὸ τὸ σπίτι, ἔχουσα μέρος καὶ
αὐτὴ ἀπὸ πατέραν προεστόν· εὕρισκεν
ἁρμόδιον τὸν Χριστόδουλον, πλὴν ἦτον
ὑπανδρευμένος τὴν θυγατέραν τοῦ
προεστοῦ Οἰκονόμου ἀπὸ Κλινοβόν, καὶ
εὕρισκεν δυσκολίας. Ἐπειδὴ ὁ κύριος
Γούσιος ἀπότυχεν ἀπὸ αὐτοῦ, ἔδωσεν
μίαν ἀνεψιάν του εἰς τὸν ἀδελφὸν τοῦ
Στορνάρη, τὸν Μῆτρον, καὶ οὕτως
ἑνώθησαν αἱ δύο τοῦται οἰκογένειαι
καὶ διακεκριμένως ἀντιφερόμεναι._»24
[38]

1812: Ο ΝΙΚΟΛΌΣ ΣΤΟΡΝΆΡΗΣ ΓΊΝΕΤΑΙ
ΑΡΜΑΤΟΛΌΣ

[39]

Στα 1812, όπως είδαμε, πέθανε ο πατέρας
του Ευθύμιος, έπειτα από βαριά
ασθένεια, και ανέλαβε το αρματολίκι
Ασπροποτάμου ο τριανταεφτάχρονος
Νικολός,25 [40] αφήνοντας για ένα
διάστημα, όπως ήταν η συνήθεια της
εποχής, τον αδερφό του Γεώργιο ως
«_ενέχυρο_» στα Ιωάννινα, στον Αλή πασά,
ώστε να μην στραφεί εναντίον τού πασά ο
νέος αρματολός.

«_Ύστερα από το θάνατο του πατέρα του,
Ευθύμιου, ανέλαβε το αρματολίκι ο
Νικολός Στορνάρης,_26 [41]_ στα 1812. Οι θείοι
του Γιαννάκης και Ζαρκαλής
παρουσιάστηκαν προσωπικά στον Αλή
πασά, στα Γιάννενα, μαζί με τον νέο
Καπετάνιο, τον Νικολό, και ο Αλής δεν
δίστασε να επικυρώσει την εκλογή τους,
γιατί και οι δυο ήταν αφοσιωμένοι στον
Αλή, από παλιά._»27 [42]

«_Οἱ θεῖοι μου Ζαρκαλῆς καὶ Γιαννάκης
ἐπρόβλεψαν καὶ μὲ πῆραν μαζί των καὶ
πήγαμεν εἰς τὸν Ἀλῆ πασᾶν· μὲ
ἐπαρουσίασαν· τὸν εἶπαν τὸν θάνατον
τοῦ πατρός μου, καὶ νὰ συγκατανεύσῃ
νὰ γνωρίσῃ διὰ Καπιτάνον ἐμένα. Ὁ
Ἀλῆ πασᾶς, εὐχαριστημένος ἀπὸ τὴν
δούλευσιν τοῦ πατρός μου μὲ
εὐχαρίστησιν μὲ ἔδωσεν τὴν διαταγὴν
τῆς Καπιτανίας, συμβουλεύοντάς με νὰ
φανῶ ἀξιώτερος τοῦ πατρός μου, καὶ
ὅτι θέλει μὲ τιμήσει. Διὰ ἐνέχυρον
ἐπέμψαμεν τὸν ἀδελφόν μου Γεώργιον.
Καὶ οὕτως ἄρχισα νὰ ἐνεργῶ._»28 [43]

Αν και ήταν σχετικά νέος και άπειρος, ο
Νικολός έδειξε από την αρχή την φρόνηση
και αποφασιστικότητά του, αρχίζοντας
να μην ακούει κάποιες συμβουλές
συγγενών του και συμβούλων του που
είχαν επιζήμιο για την πατρίδα
αντίκτυπο.

«_Νέος τὴν ἡλικίαν καὶ ἄπειρος ἕως
τότε, ἐπαινούμενος ὅμως μᾶλλον διὰ
τὴν φρόνησίν του παρὰ διὰ τὸν
πολέμιον χαρακτῆρα, ἔλαβε τὴν
διεύθυνσιν συναισθανόμενος τὸν
ἑαυτόν του· ἀντικρούων τὰς συμβουλὰς
καὶ τῶν προκρίτων πολιτικῶν καὶ τῶν
θείων καὶ συμβούλων τοῦ πατρός του,
ἐνέδιδε εἰς ὅσα δὲν ἐδύνατο νὰ κάμῃ
ἀλλέως καὶ ἐπέμενεν εἰς ὅσα
ἠμποροῦσεν νὰ φυλάξῃ μὲ τὴν γνῶσιν
του._»29 [44]

ΔΟΛΟΦΟΝΊΑ ΚΛΈΦΤΗ ΖΑΧΑΡΙΆ

Στην αρχή της καπετανίας του ο
Στορνάρης είχε πρόβλημα με κάποιον
Κλέφτη Ζαχαριά, παλιό συμπολεμιστή του
Βλαχάβα, που φαίνεται ότι έψεγε συχνά
τον Νικολό για την στάση των
Στορναραίων στη βλαχάβεια επανάσταση.
Έπειτα από προτροπή του Αλή πασά, έβαλε
και σκότωσαν τον Ζαχαριά, παρόλο που
ήταν και γαμπρός σε κάποια ξαδέρφη του.

«_Κάποιος Ζαχαριᾶς, γαμβρός μας ἀπὸ
ἐξαδέλφην, βαλμένος ἀπὸ τοὺς
δημογέροντας δὲν ἡσύχαζεν, ὅσα καλὰ
καὶ ἂν ἔκαμα εἰς αὐτόν. Τὸ ἔβλεπα,
καὶ δὲν ἤξευρα πῶς νὰ φερθῶ.
Ὑποπτευόμουν μήπως ὁ ἴδιος ὁ Ἀλῆ
πασᾶς τὸν ἔβαλεν νὰ ἐντενεργῇ κατ’
ἐμοῦ. Ἀναφέρθην εἰς τὸν Ἀλᾶ πασᾶ
προσωπικῶς, καὶ ζητῶν τὴν ἄδειάν του.
Μὲ εἶπεν: “Σ’ ἔδωσα τὴν ἐξουσίαν·
γίνου ἄξιος·” καὶ κινῶν τὴν χεῖρα
παντοειδῶς, μ’ ἐσχημάτιζεν ὅτι
πρέπει νὰ τὸν κόψω. Δὲν μὲ ὠμίλησεν
ἄλλο. Ἀπῆλθον εἰς Ἀσπροπόταμον. Εἰς
μάτην ἐκοπίασα νὰ τὸν διορθώσω· εἶδα
ὅτι πανταχόθεν ἤμουν στενά.
Καιροφύλαξα, καὶ ἔβαλα καὶ τὸν
ἐφόνευσαν. Ἔστειλα τὸ κεφάλι του εἰς
τὸν Ἀλῆ πασᾶν. Περισσοτέραν
δούλευσιν ἀπὸ ἐμένα δὲν καρτεροῦσεν
ὁ Ἀλῆ πασᾶς, διότι τὸν εἶχεν τὸν
Ζαχαριᾶν ἀπὸ τὸν καιρὸν τῶν
Μπλαχαβαίων εἰς τὸ στομάχι. Ἐκδικήθη
δι’ ἐμοῦ, καὶ ἔκτοτε ἄρχισεν νὰ μὲ
γράφῃ “υἱὸν” καὶ “ἀγαπητόν”._»30 [45]

ΑΝΆΘΕΣΗ ΑΠΌ ΤΟΝ ΑΛΉ ΣΤΟΝ ΝΙΚΟΛΌ
ΣΤΟΡΝΆΡΗ ΤΗΣ ΣΥΓΚΈΝΤΡΩΣΗΣ ΤΩΝ ΦΌΡΩΝ
ΑΣΠΡΟΠΟΤΆΜΟΥ

«_Κερδίζων ἡμέραν παρ’ ἡμέραν τὴν
εὔνοιάν του, μὲ ἐπιφόρτισεν νὰ συνάζω
καὶ τὰ δικαιώματά του. Τοῦτο ἦτον
ἔργον τῶν προεστῶν, πλὴν δὲν
ἐδυνάμην νὰ τὸ ἀποφύγω._»31 [46]

Καθώς ο Νικολός κέρδιζε καθημερινά όλο
και περισσότερο την εύνοια του Αλή
πασά, οι Στορναραίοι συγκέντρωναν
περισσότερα φοροεισπρακτικά και άλλα
καθήκοντα, αφαιρώντας τα έτσι από τους
προεστούς, για παράδειγμα τον Μήτρο
Χατζηπέτρο, που στις 15 Ιουνίου 1813
υπογράφει ως βεκίλης32 [47] σε λογαριασμό
χρεωστικών υπολοίπων στο κόλι
Πολιάνα.33 [48]

Βέβαια, ο Νικολός Στορνάρης φαίνεται
ότι φερόταν σχετικά δίκαια,
προσέχοντας τα συμφέροντα των απλών
συμπολιτών του, όπως φαίνεται και από
το εξής περιστατικό: «_Ἕνας ἐκ τῶν
ἀρματολῶν, Σπύρος Χειμώνας
ὀνομαζόμενος, ἐδάνειζεν εἰς τοὺς
πτωχοὺς μὲ τόκον πρὸς 10% τὸν μῆνα·
ἀφοῦ ἀπόκτησεν ἕως 100 χιλιάδας
γρόσια, ζητοῦσεν νὰ ἀλλάξῃ τὲς
ὁμολογίες προσθέτων τὸν τόκον χρόνων
πολλῶν. Ὁ Στορνάρης ὅλα αὐτὰ τὰ
ἐμπόδιζεν ὡς ἀναγόμενα εἰς τὴν
κατηγορίαν τῶν τουρκικῶν χρεῶν. Ὅλοι
οἱ τοκισταὶ ἦσαν δυσαρεστημένοι διὰ
τοῦτο._»34 [49]

1815(;): ΠΑΝΤΡΕΙΆ ΛΙΑΚΑΤΆ ΜΕ ΚΌΡΗ ΝΙΚΟΛΟΎ
ΣΤΟΡΝΆΡΗ

[50]

Γύρω στα 1815 ο σαραντάχρονος Νικολός
Στορνάρης αναγκάστηκε από τον Αλή πασά
να παντρέψει την (δεκαπεντάχρονη;) κόρη
του Ευαγγελή με το νεαρό (εικοσάχρονο;)
«_βλαχάκι_»35 [51] Κλινοβίτη Γρηγόρη
Λιακατά, που ο Αλής, για δικούς του
λόγους, όπως θα δούμε, έκανε κολιτζή στο
κόλι του Κλινοβού. «_Κι έτσι το
αρματολίκι, από πολιτική σκοπιμότητα,
χωρίστηκε σε δύο, στο λεγόμενο Πόρτα_36
[52]_ κόλι με καπετάνιο τον Νικολό
Στορνάρη και το Κλινοβό κόλι με
καπετάνιο τον Γρηγόρη Λιακατά._»37 [53]

«_Ἀναγκασμένος (διὰ νὰ μὴν ἔχῃ
ἀντίζηλον ἐχθρὸν πατρικὸν εἰς τὸ
πλευρόν του) ἐνέδωσε νὰ νυμφευθῇ,
κατ’ εἰσήγησιν τοῦ Ἀλῆ πασᾶ [23], ὁ
Γρηγόρης Λιακατᾶ, νέος Καπιτάνος,
βλαχόπουλον, τὴν θυγατέρα του καὶ
ἐστήριξε ἕνα γαμβρόν του πλέον εἰς τὸ
τμῆμα τοῦ Κλινοβοῦ. Ἡμέραν παρ’
ἡμέραν προχωρῶν, διετήρησεν ἑαυτὸν
καὶ τὴν οἰκογένειαν καὶ τοὺς ὑπ’
αὐτὸν ἀβλαβεῖς μεταξὺ τῶν
ἀντικρούσεων τοῦ πατρὸς Ἀλῆ καὶ τοῦ
υἱοῦ Βελῆ πασᾶ [54]._»38 [55]

«_Ὁ Ἀλῆ πασᾶς μὲ ὑποχρέωσεν νὰ
δεχθῶ εἰς τὸ τμῆμα τοῦ Κλινοβοῦ
Καπιτάνον τὸν Γρηγόρην Λιακατᾶν,
γαμβρόν μου τώρα, τοῦ ὁποίου εἶχεν
τὴν ἀδελφήν του εἰς τὸ παλάτι,_39 [56]_
καὶ διότι, νέος ὤν, ἐφόνευσεν εἰς τὴν
στάνην των ἕναν περίφημον Κλέπτην, τὸν
ἔδωκεν τὴν Καπιτανίαν. Μετὰ ἕναν
χρόνον μὲ ὑποχρέωσεν ὁ Ἀλῆς νὰ δώσω
καὶ τὴν θυγατέρα μου Εὐαγγελὴν εὐς
αὐτόν. Ἢ ἔπρεπεν νὰ φύγω ἢ ἔπρεπεν
νὰ ἐνδώσω. Ἂν καὶ ὁ Γρηγόριος ἦτον
ἕνα Βλαχάκι, δὲν μὲ ἐφάνη τόσον
παράξενον νὰ δώσω τὴν θυγατέραν μου
εἰς αὐτόν, διότι τὸν θεωροῦσα τίμιον
νέον καὶ ὅστις ἀπὸ τὴν στάνην του
ἔλαβεν τὸν τίτλον καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν
αὐλὴν τοῦ Ἀλῆ πασᾶ. Τὸ ὑποσχέθηκα·
μὲ τοῦτο ἐνδυνάμωσα περισσότερον,
καὶ ὅλας τὰς ὑποθέσεις του ὁ Ἀλῆ
πασᾶς τὰς ἐπιφόρτιζεν εἰς ἐμένα._»40
[57]

Έτσι οι σχέσεις των δύο ανδρών, Νικολού
Στορνάρη και Γρηγόρη Λιακατά, πεθερού
και γαμπρού, θα γίνουν στενές και θα
ακολουθήσουν, όπως θα δούμε, μια κοινή
πορεία μέχρι τον θάνατό τους.

1816.10.02: ΈΓΓΡΑΦΟ 903 ΑΡΧΕΊΟΥ ΑΛΉ ΠΑΣΆ

Τον Οκτώβριο του 1816 ο προεστός Τρικάλων
Δημητράκης Γιαννακός στέλνει
αρτζουχάλι [58]41 [59] προς τον Αλή πασά με
το οποίο τον ενημερώνει πως ο Δήμος
Τζατζάγιας, «_ῥαγιὰς τοῦ Σελήμπεη,_42
[60]_ ὁποῦ ἐπρόσταξες νὰ τὸν πιάσωμεν
καὶ νὰ τὸν στείλωμεν στὸ χουζούρι
τῆς ὑψηλότητός σας_»,43 [61] έχει
καταφύγει στα Κούτσενα, στον Νικολό
Στορνάρη. «_Εἶναι καὶ ὁ καπετὰν
Γληγόρης (Λιακατάς) ἐκεῖ, καὶ ἐκεῖ
ἀρχίνησεν καὶ κάμνῃ τὰ κακά του
θελήματα καὶ προδοσίες. Καὶ ἔστειλαν
οἱ καπεταναραῖοι ἐδῶ στὰ Τρίκαλα
καὶ ἐπιάσαν δύο Κρανιῶτες [62]_44 [63]_ μὲ
δεκαπέντε ἄλογά τους καὶ τοὺς ἔδεσαν
καὶ τοὺς ἐπῆραν στὰ Κούτζανα. Καὶ
γένου βοκούφης_45 [64]_ ἀπὸ τὴν γραφὴν
ὁποῦ στέλνουν οἱ καπεταναραῖοι τοῦ
σκλάβου σου Γούσιου Κρανιώτη, ἐδῶ στὰ
Τρίκαλα, ὁποῦ τὸν φοβερίζῃ νὰ
ἀνακατέψῃ καὶ αὐτὸν νὰ τὸν χαλάσῃ
καὶ νὰ χαλάσουν καὶ τὸ χωριὸ μαζί. (…)
Ἀκόμα, ἀφέντη μου, ἂν εἶναι ὁρισμός
σου νὰ προστάξῃς τὸν καπετὰν Γληγόρη
νὰ σοὶ τὸν στείλῃ τὸν Τζατζάιαν, ὅτι
τὸν ἔχει στὸ χέρι του._»46 [65]

Διαπιστώνουμε από το έγγραφο αυτό πως,
αν και βρίσκεται μόλις τέσσερα χρόνια
επικεφαλής στο ασπροποταμίτικο
αρματολίκι ο Νικολός Στορνάρης
φαίνεται αποφασιστικός και
αλληλέγγυος με άλλους κατοίκους του
αρματολικιού του που βρίσκονται σε
κίνδυνο, ακόμα και στα όρια της
σύγκρουσης με τον Αλή πασά.

ΔΙΑΒΟΛΉ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΟΎ ΣΤΟΡΝΆΡΗ ΣΤΟΝ ΒΕΛΉ
ΠΑΣΆ ΑΠΌ ΑΣΠΡΟΠΟΤΑΜΊΤΕΣ ΠΡΟΕΣΤΟΎΣ

Αφού έχασαν τα προνόμιά τους, οι
προεστοί κατηγόρησαν τον Νικολό
Στορνάρη στον Βελή πασά, γιο τού Αλή,
για καταχρήσεις, εξαπάτηση του Αλή,
εμπλοκή σε απόπειρα δολοφονίας του κ.ά.
Ο Βελής κάλεσε τον Νικολό Στορνάρη σε
απολογία και πείστηκε από τις
εξηγήσεις του για την αθωότητά του,
διώχνοντας μάλιστα από τα Τρίκαλα τον
πρωτοστατούντα προεστό του χωριού Πίρα
Αδάμη Πυργιώτη.47 [66]

«Τὰ δίκαια τῶν προεστῶν τὰ
καταπάτησα, κατέχων ἐκ τούτου
πολιτικήν ἀλλὰ καὶ πολεμικὴν θέσιν.
Ὅλοι λοιπὸν οἱ προεστοὶ ἐσυμφώνησαν
κατ’ ἐμοῦ καὶ ἄρχισαν νὰ μὲ
διαβάνουν εἰς τὸν Βελῆ πασᾶν ὅτι
καταχρῶμαι τὰ εἰσοδήματα τοῦ πατρός
του, ὅτι φέρω δυσκολίας εἰς τὰς
προσταγάς του, καὶ ἄλλα. Ἔπρεπεν αὐτὰ
νὰ τὰ ἀπαντήσω. Ἔκαμα φίλον τὸν
Δημήτρην Μωραΐτην48 [67] γραμματέαν του,
ὅστις εἶχεν ὅλην τὴν ἰσχύν· εἶχα
καὶ μερικοὺς Τούρκους Ἀλβανοὺς
φίλους παλαιοὺς τοῦ σπιτιοῦ μας.
Συνέπεσεν ἡ ὐπόθεσις τοῦ Πασιόμπεη,
ὁποῦ ἔστειλεν ὁ πατήρ του νὰ τὸν
φονεύσῃ καὶ δὲν ἐδυνήθη, εἰς τὴν
Λάρισαν, καὶ ἀμέσως οἱ προεστοὶ
κατηγόρησαν καὶ ἐμένα ὅτι συνήργησα
τὸ περισσότερον μέρος εἰς τὴν
ἀπόπειραν. Ἔγινεν ἀναφορὰ κατ’ ἐμοῦ
ἀπὸ ὅλους τοὺς προεστούς, καὶ
καλέσθην ἀπὸ τὸν Βελῆ πασᾶν. Ὁ Βελῆ
πασᾶς, ἅμα παρουσιάσθηκα, μὲ ὕβρισεν
ἐρωτῶν πῶς βάνω χέρι καὶ ἀντενεργῶ
εἰς τὰς διαταγάς του. Ἐπῆρα τὴν
ἄδειάν του, νὰ λάβῃ ὑπομονὴν νὰ τοῦ
ἐξηγηθῶ. (σελ. 318) Toῦ ἐξήγησα ὁποίας
ὁδηγίας εἶχα τοῦ πατρός του, καὶ ὅτι
ἐγὼ δὲν ἔκάμνα ἄλλο παρὰ ὅ,τι μὲ
πρόσταζεν ἐκεῖνος. Τὸν παρακάλεσα
ἔπειτα νὰ ἐξομαλίσῃ τάς ὑποθέσεις
του μὲ τὸν πατέρα του διὰ τὰ
δικαιώματα τῶν ζευγαριῶν49 [68] καὶ νὰ
σηκώσῃ ἀπὸ ἐμὲ τὴν ὀργήν του. Ὁ
Βελῆ πασᾶς ἀκούσας τὴν ἀλήθειαν,
κράζει τὸν ἐκ τῶν προυχόντων Ἀδάμην
Πυργιώτην, ὅστις τοῦ ἔφερεν τὴν
ἀναφοράν, τὸν ὑβρίζει, τὸν φοβερίζει
νὰ τὸν κόψῃ, καὶ τὸν διώχνει νὰ μὴν
ξαναφανῇ ἐκεῖ πλέον.»50 [69]

«_Οὕτως ἐκέρδισα καὶ τὸν Βελῆ πασᾶν
[54]. Ἔμειναν οἱ προεστοὶ ὅλοι νεκροὶ
πλέον, χωρίς χουλιάρα [70]._51 [71]_ Τὴν
χουλιάρα  [70]τὴν ἔλαβα ἐγώ, καὶ
ἐπειδὴ ἦτον γλυκὸς ὁ τσορβάς [72],_52 [73]_
ἄρχισα καὶ τὴν βαστοῦσα καλά, καὶ
ὅποτε ἤθελα, τοὺς ἔδιδα ἀπὸ ὀλίγον
νὰ ροφῄσουν καὶ αὐτοί._»53 [74]

Ο Στορνάρης είχε επικρατήσει στη
διαμάχη του με τους προεστούς, αλλά δεν
κράτησε εκδικητική στάση. «_Βλέπων
ὅμως τὴν δυστυχίαν τῶν Χατζηπετραίων,
συνήργησα νὰ δίδεται ἕνα χρονικὸν
εἰσόδημα εἰς τὸ σπίτι αὐτὸ διὰ
πατρικὰς εὐγνωμοσύνας. Ὁ Ἀλῆ πασᾶς
προσδιώρισεν ἕνα ἐτήσιον εἰσόδημα
ἀπὸ τὸ ἀρματολίκι διὰ τὸν κύριον
Γούσιον προσωπικῶς, καὶ ὄχι διὰ τοὺς
ἀδελφούς του._»54 [75]

1819: ΜΎΗΣΗ ΣΤΗΝ ΦΙΛΙΚΉ ΕΤΑΙΡΕΊΑ

[76]

Πριν από τα 1819 ο Χριστόδουλος
Χατζηπέτρος, που όπως θα δούμε
βρισκόταν ως όμηρος στην αυλή τού Αλή
πασά, μυήθηκε από τα ξαδέρφια του, τον
Καλαριτινό Γεώργιο Τουρτούρη [77] και
τον Σιρακιώτη Ιωάννη Κωλέττη [78] στην
Φιλική Εταιρεία [79] και με τη σειρά του
μύησε τον πατέρα του Γούσιο και στη
συνέχεια, γύρω στα 1819,55 [80] πολλούς
Ασπροποταμίτες και Χασιώτες: Νικολό
Στορνάρη, Γρηγόρη Λιακατά, Νάσιο
Μάνταλο,56 [81] Βλαχαβαίους, παπα–Θανάση
Οικονόμου και άλλους πολλούς σε
Ασπροπόταμο, Χάσια, Άγραφα κ.α.57 [82]

Έτσι ο Νικολός Στορνάρης «_μεμυημένος
τοῦ μυστηρίου τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας
[79] (…) καθημερινῶς προσηλωμένος εἰς
τὴν ἐλευθερίαν τῆς πατρίδος, παρὰ
τοῦ ἀρματολικιοῦ, ὑπερασπιζόμενος
πάντα Ἀπόστολον ὅστις τὸν
ἐπαρουσιάζετο, ἀποβαίνων ἡμέραν παρ’
ἡμέραν ὁ πλέον ἀδιάλλακτος ἐχθρὸς
ἐν γένει τῶν ὀθωμανῶν, καὶ πρὸ
πάντων τοῦ Ἀλῆ πασᾶ [23], ὑπὸ τὸν
ὁποῖον ὑπηρετοῦσεν._»58 [83]

1820: ΠΎΛΗ ΕΝΑΝΤΊΟΝ ΑΛΉ

Στα 1820 ο Αλή πασάς για τα σχέδιά του και
την εν γένει στάση του κηρύχθηκε από
τον σουλτάνο Μαχμούτ Βʹ [84] ένοχος
εσχάτης προδοσίας και αποστάτης
(φερμανλής).59 [85] «_Συμβουλίου δὲ
γενικοῦ κροτηθέντος ἤδη παρὰ τῇ
Ὑψηλῇ Πύλῃ, συνεζητήθη καὶ ἐψηφίσθη
ὡς ἀναγκαιοτάτη ἡ καταστροφὴ τοῦ
Ἀλῆ καὶ νομικὴ γνώμη (φετφᾶς)
ἐκδοθεῖσα ἀμέσως ὑπηγόρευε καὶ
ὑπέβαλλεν εἰς ἕκαστον πιστὸν
ὑπήκοον τῆς βασιλείας τὸ ἱερὸν χρέος
πρὸς καταδίωξιν τοιούτου ἐχθροῦ._»60
[86] «_Τὸν Φεβρουάριον τοῦ 1820
διετάχθησαν ἵνα ἐκστρατεύσωσιν εἰς
Ἥπειρον ὁ Μουχαμὲτ πασᾶς [87] (Dramalı Mahmut
Paşa), ἤδη τοπάρχης τῆς Δράμας, ὁ τοῦ
Ῥουτζουκίου (Русчук / Русе [88])
Μπεχλιβὰν Μπαμπᾶ πασᾶς [89] (Pehlivan İbrahim
Paşa) καὶ ὁ τῆς Θεσσαλίας Σουλεϊμὰν
Πασᾶς (Süleyman Paşa)· διετάχθησαν ἐν
τούτοις ὁ Σελὶμ πασᾶς, ἡγεμὼν τῆς
Ῥουμελίας [90] (Yusuf Muhlis Paşa Serezli) καὶ ὁ
τῆς Σκόνδρας σατράπης Μουσταφᾶ πασᾶς
[91] (Mustafa pashë Bushatlliu) ἵνα ἀποστείλωσιν
εἰς Ἥπειρον τοὺς στρατούς των,
διορισθέντος ἤδη τοῦ Ἰσμαὴλ Πασόμπεη
[92] (Ismail Bej) σατράπου τῶν Ἰωαννίνων καὶ
Δελβίνου καὶ στρατάρχου τῶν κατὰ τοῦ
Ἀλῆ κινουμένων καὶ κινηθησομένων
στρατῶν. Μεταβὰς ἐκ Πρεβέζης εἰς
Ἰωάννινα ὁ Ἀλῆς ἐνησχολεῖτο ἤδη
εἰς ἀμυντικὰς προπαρασκευὰς_61 [93]_
ἐπὶ ἀντικρούσει τῶν κατ’ αὐτοῦ
ἐπερχομένων δυνάμεων. Προσελκύσας δὲ
εἰς τὴν ὑπηρεσίαν του πάντας τοὺς
τότε διαπρέποντας ἀρματολοὺς, διώρισε
τὸν Ὀδυσσέα Ἀνδρούτζου [94], (…) τὸν
Στορνάρην εἰς τὸν Ἀχελῷον, (…) τοὺς
Μπλαχαβαίους εἰς τὰ Χάσια, καὶ ἄλλους
ἀλλαχόσε εἰς θέσεις ὀχυρὰς καὶ
στενωπούς._»62 [95]

Ανάμεσα στους πρώτους που υπολογίζει ο
Αλής να τον βοηθήσουν στην ύστατη αυτή
αντιπαράθεσή του με τον σουλτάνο είναι
ο Νικολός Στορνάρης στον Ασπροπόταμο
καθώς και οι Βλαχαβαίοι στα Χάσια.

Όμως οι περισσότεροι κλεφταρματολοί
της περιοχής, όπως άλλωστε και ο
Νικολός Στορνάρης, ήταν πλέον μέλη της
Φιλικής Εταιρείας και υποστήριζαν ή
πολεμούσαν τον Αλή ανάλογα με τα
ελληνικά σχέδια και συμφέροντα, όπως τα
κατέστρωναν οι Φιλικοί και ιδίως ο
Σιατιστινός Νικόλαος Λασπάς,63 [96] ένας
«_ἐκ τῶν τολμηροτέρων καὶ
ἐπιδεξιωτέρων μελῶν τῆς Φιλικῆς
Ἑταιρείας [79]_», που διατέλεσε
γραμματέας «_τῶν πλείστων πασάδων τῆς
Ἠπείρου καὶ Θεσσαλίας_»,64 [97] όπως του
Σουλεϊμάν πασά, που έγινε «_σατράπης
τῆς Θεσσαλίας μετὰ τὴν ἔξωσιν τοῦ
Βελῆ_.»65 [98] (1819)

1820: ΟΙ ΣΤΟΡΝΑΡΑΊΟΙ ΔΙΕΥΚΟΛΎΝΟΥΝ ΤΟΥΣ
ΑΝΤΙΠΆΛΟΥΣ ΤΟΥ ΑΛΉ ΠΕΡΝΏΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΑΠΌ
ΤΟΝ ΑΣΠΡΟΠΌΤΑΜΟ

[99]

Η κίνηση των σουλτανικών στρατευμάτων
από την Πόρτα μέχρι τα Ιωάννινα.

Ο επικεφαλής των σουλτανικών
στρατευμάτων Ἰσμαὴλ Πασόμπεης [92]_ (Ismail
Bej)_ ανέθεσε στον Μαξούτ αγά (Maksut Ağa) να
οδηγήσει πεντακόσιους στρατιώτες από
την Πόρτα προς τα Ιωάννινα έχοντας ως
κολαούζους [100] και οδηγούς άνδρες του
Νικολού Στορνάρη με επικεφαλής τον
αδερφό του Στέργιο. Αφού πέρασαν από το
χωριό Γαρδίκι66 [101] και την περιοχή
Κριθάρια,67 [102] επιτέθηκαν στους
Αρβανίτες του Αλή πασά και κατέλαβαν
τους Καλαρίτες. Εκεί τους συνάντησε και
ο Λιακατάς, που είχε επισκεφτεί την
αδερφή του στα Ιωάννινα. Στην συνέχεια
προχώρησαν όλοι μαζί μέχρι τα Ιωάννινα,
συναντώντας έξω από την πόλη τον Μάρκο
Μπότσαρη [103].68 [104]

«_Η εκστρατεία εκείνη των σουλτανικών
στρατευμάτων με στρατάρχη τον Πασόμπεη
[92] απέτυχε και ο Σουλτάνος [84]
αναγκάσθηκε να τον αντικαταστήσει με
τον Χουρσίτ Πασά [105] της Πελοποννήσου. Ο
Λιακατάς εντωμεταξύ επέστρεψε με την
γυναίκα του στον Κλινοβό και ο
Στορνάρης με τους άντρες του στην Πόρτα
των Τρικάλων. Αργότερα ήλθε στο
Βετερνίκο των Τρικάλων από τα Γιάννενα
και ο Χριστόδουλος Γούσιου
Χατζηπέτρος, που υπηρετούσε στην αυλή
του Αλή Πασά [23] ως δεύτερος γραμματικός
του. Η θέση του αυτή αποτελούσε εύσχημη
ομηρία για να έχει με το μέρος του ο
Αλής [23] τον κοτζάμπαση πατέρα του τον
Γούσιο Χατζηπέτρο._»69 [106]

ΠΗΓΈΣ

«_Ἀποκηρύχθη ὁ Ἀλῆ πασᾶς ἀπὸ τὸν
Σουλτάνον, ἐνῷ ἐγὼ ἤμουν ἐπίτροπος
ὅλων τῶν εἰσοδημάτων τοῦ
ἀρματολικιοῦ, καὶ εὑρέθην μὲ ὀλίγα
χρήματα εἰς χεῖρας. Ἅμα εἶδα ὅτι οἱ
Ἀλβανοὶ τὸν προδίδουν καὶ
ὑποχωροῦν,_70 [107]_ ἔγραψα τὸν
Πασόμπεην, ὅστις ὑπώπτευεν νὰ
εἰσέλθῃ εἰς Θεσσαλίαν γνωρίζοντάς με
ὠφελημένον ἀπὸ τὸν Ἀλῆν, νὰ κινηθῇ,
καὶ τοῦ γίνομαι ὁδηγὸς ἐγώ. (…) Ὁ
Πασόμπεης ἔστειλεν εἰς Ἀσπροπόταμον
τὸν Μαξούταγαν_ (Maksut Ağa) _ἀντιπρόσωπόν
του μὲ ἕως 500, καὶ ἑνωθέντες ἡμεῖς
μετ’ αὐτοῦ, μὲ ἕναν πόλεμον ὁποῦ
ἐκάμαμεν εἰς Γαρδίκι καὶ Κριθάρια,
ὑποχώρησεν ὁ Οὐμὲρ Κομπάρος (Ομέρ
Βριόνης) [108],_71 [109]_ καὶ ἡμεῖς
ἐμβήκαμεν εἰς τὸ Καλάρι._72 [110]_
Εἰδοποίησα τὸν Γρηγόρην Λιακατᾶν
γαμβρόν μου εἰς Ἰωάννινα, καὶ ἔβγαλεν
τὴν Εὐαγγελὴν σύζυγόν του, καὶ ἦλθεν
καὶ αὐτὸς ἐκεῖ. Ἑνωθέντες ὅλοι
ἐκστρατεύσαμεν εἰς Ἰωάννινα κατὰ
τοῦ Ἀλῆ πασᾶ, ὄντες ἡμεῖς οἱ
πρῶτοι._»73 [111]

«_Ἐπὶ τῆς ἀποκηρύξεως τοῦ Ἀλῆ πασᾶ
καὶ τῶν τέκνων του, σύμφωνοι μὲ τὸν
γαμβρόν του Γρηγόρην Λιακατᾶ,
ἐμφανισθέντες οἱ πρῶτοι ἐχθροί του,
ἤνοιξαν τὰ στενὰ εἰς τὰ στρατεύματα
τοῦ Σουλτάνου, τὰ ὁποῖα ἐδιευθύνοντο
παρὰ τοῦ Πασιόμπεη (Ἰσμαήλμπεη),
ὁδηγῶν ταῦτα ὁ Στέριος αὐτάδελφός
του καὶ ὁ γαμβρός του, σπεύδοντες νὰ
φθάσουν ταχύτερα εἰς Ἰωάννινα ἀπὸ
τὰς ἰδίας θέσεις ὁποῦ ὁ πατήρ του
Εὐθύμιος ὡδήγησεν τὰ τοῦ Ἀλῆ πασᾶ
κατὰ τῆς ἐπαναστάσεως τῶν Βλαχαβαίων
καὶ λοιπῶν τὸ 1809._»74 [112]

1821: ΜΕΤΈΧΕΙ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΆΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821

Έτσι ο Νικολός Στορνάρης, «_σύμφωνος μὲ
ὅλους τοὺς συναδέλφους του
ἀρματολοὺς καὶ ἐναντίον τῆς γνώμης
τῶν συμβούλων καὶ προκρίτων
Ἀσπροποτάμου πράττων, ὅταν ἦλθεν ἡ
ὥρα τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ Ἔθνους, τὸ
1821, ὕψωσαν τὴν σημαίαν μετὰ τοῦ
γαμβροῦ του Γρηγόρη Λιακατᾶ καὶ τοῦ
Γεωργάκη Βελῆ Ἀγραφιώτου. Ἂν καὶ
ἐσταμάτησεν πολλάκις ἀπὸ ἀδυναμίαν
καὶ ἀσυμφωνία τῶν συγγενῶν του καὶ
πρωτοπαλικαριῶν του, πιστὸς ὅμως εἰς
τὸν ὅρκον του, ἐξηκολούθησε τὸ
στάδιον τοῦ Ἀγῶνος ὑπὲρ τῆς
ἐλευθερίας, ξεπλύνων καὶ τὸν ῥῦπον,
τὸν ὁποῖον ἐπροξένησεν ἡ διαγωγὴ
τοῦ πατρός του εἰς τὴν συμφορὰν τῶν
Βοτζιαραίων καὶ Βλαχαβαίων ἀπὸ τὴν
οἰκογένειάν του._»75 [113]

ΥΠΟΣΗΜΕΙΏΣΕΙΣ

1 [114] «_Θυμίζουμε ότι την εποχή αυτή δεν
υπάρχουν συγκροτημένα επώνυμα, αλλά οι
άνθρωποι ξεχωρίζουν είτε από το
πατρικό τους όνομα είτε από κάποιο
επαγγελματικό ή άλλο χαρακτηριστικό
τους γνώρισμα._» Βλιώρας 2019 (Αρχοντικό)
[115], 45, Βλιώρας 2021 (Καλαμπάκας) [116].

2 [117] «_Ο Κασομούλης δεν αναφέρει τέτοια
παράδοση, παρά μόνο ο Αλέξανδρος
Χατζηγάκης στο βιβλίο του_. (Χατζηγάκης
1950, 289)» Γιαννούλης 1981 (Στορναραίοι), 37.

3 [118] 39°26’17.4″N 21°19’15.4″E [119], με υψόμετρο 1.450
μ.

4 [120] Σημερινή Μεσοχώρα, στη θέση 39°28’23.2″N
21°19’27.9″E [121], σε υψόμετρο 880 μ.

5 [122] Σημερινό Μοσχόφυτο, στη θέση
39°26’07.9″N 21°22’14.1″E [123], σε υψόμετρο 850 μ.

6 [124] Mann 1948β, 460, λήμμα «stan». Πβ. και την
σλαβική станар [125] / stànār [126].

7 [127] Και η ελληνική λέξη στάνη [128] και η
αλβανική stan [129] προέρχονται από τη
σλαβική стан [130] (< πρωτοσλαβική *stanъ [131]
(κατάλυμα) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα
*steh₂- [132]: ἵστημι)

7α [133] Cunia 2010, 980, λήμμα sturnari / sturnare.

8 [134] Νικολαΐδης 1909, 512, λήμμα
«Στουρνάρε». «_Πάντως στορνάρι [135]
είναι και η γνωστή πέτρα, που είναι
“πυρίτης λίθος”, η παλιά
τσακμακόπετρα με τον πριόβολο [136] και
την ίσκα [137], που έτσι ανάβανε τα
τσιμπούκια τους και που κατ’ επέκταση
σημαίνει λίθος σκληρός, αιχμηρός,
αγύριστος. Με την τελευταία αυτή
σημασία μεταχειριζόμαστε και σήμερα τη
λέξη στορνάρι. Ίσως, λοιπόν, το επώνυμο
να σήμαινε άνθρωπο σκληρό, αγύριστο
στις αποφάσεις του, που τέτοιος,
πιθανόν, να ήταν ο πρώτος Στορνάρης._»
Γιαννούλης 1981 (Στορναραίοι), 37.

9 [138] «_Πρωτεύουσα του Αρματολικιού ήταν
τα Κούτσιανα (τώρα Στουρναραίικα),
τόπος καταγωγής των Στορναραίων,
αντίκρυ και έξω από τον αυλώνα [139]
Πόρτες, που χωρίζει τα αρματολίκια
Άγραφα και Ασπροπόταμο._» Γιαννούλης 1981
(Στορναραίοι), 26.

10 [140] Κασομούλης Α, 89.

11 [141] Γιαννούλης 2017 (Κώδικας), 281. Στα 1454
είχαν 64 οικογένειες (γύρω στους 300
κατοίκους) και στα 1881 475 κατοίκους.
Νημάς 2018 (Ιστορία), 580.

12 [142] Που βρίσκεται 50 περίπου
χιλιόμετρα νοτιοδυτικά των Κούτσενων,
11 περίπου ώρες ποδαρόδρομο.

13 [143] Νημάς 2020 (Εκπαίδευση), 170.

14 [144] Νημάς 2020 (Εκπαίδευση), 175–181.

15 [145] Γιαννούλης 1981 (Στορναραίοι), 38.

16 [146] «Ποδοκόπια (έξοδα για την αποστολή
ταχυδρόμων στα χωριά), τζερεμέδες
(πρόστιμα), που ο Καπιτάνος ως δικαστής
τ’ αποφάσιζε σε ζητήματα αστυνομικά
κ.λ.π.» Κασομούλης Α, 315, υποσημείωση 3.

17 [147] Κασομούλης Α, 315.

18 [148] «Ο συγγραφέας διέγραψε τη φράση
“24–25 χρονῶν”.» Κασομούλης Α, 315,
υποσημείωση 8.

19 [149] «_Το αρματολίκι ήταν πολύ πλούσιο
και έκανε εξαγωγή υφασμάτων για καπότα.
Φαίνεται λοιπόν πως ο Αλή πασάς δεν
έκανε πια τις παραγγελίες του για
υφάσματα, ζώα, ύλη οικοδομική κ.λπ. με το
μέσο των προεστών, αλλά του αρματολού
και πρώτα απ’ όλα δεν εισέπραττε τα
“δικαιώματά του” με το δικό τους
μέσο._» Κασομούλης Α, 315–316, υποσημείωση
9.

20 [150] Κασομούλης Α, 315.

21 [151] Κασομούλης Α, 89.

22 [152] Κασομούλης Α, 267, Γιαννούλης 1981
(Στορναραίοι), 39.

23 [153] «_Ο αρχηγός της εύπορης
οικογένειας Γούσιος Χατζηπέτρος είχε
σχέσεις με τους ελληνικού εμπορικούς
οίκους της Βιέννης, και έστελνε εκεί τα
παιδιά του για εμπόριο._»

24 [154] Κασομούλης Α, 321.

25 [155] Κασομούλης Α, 89–90.

26 [156] «_Ο αρχηγός (καπετάνιος) ήταν συχνά
εύπορος άνθρωπος. Λένε ότι κάποιος
Στουρνάρης από τη Δυτική Ελλάδα είχε
στην εξουσία του 120 χωριά, το καθένα με 70
οικογένειες. Είχε ο ίδιος περιουσία 8.000
κεφάλια γιδοπρόβατα και η οικογένειά
του 500.000· τα γιδοπρόβατα αυτά τα
εκμίσθωναν σε βοσκούς, που τους
πλήρωναν σε είδος. Ο ίδιος και η
οικογένειά του είχαν στην ιδιοκτησία
τους και πολυάριθμα χωράφια· από αυτά,
άλλα τα φρόντιζαν οι γυναίκες της
οικογένειας και άλλα τα νοίκιαζαν σε
μορτίτες. Με κανονικές συνθήκες
διατηρούσε 400 παλικάρια, που ήταν
οπλισμένα με καριοφύλια, πιστόλες,
γιαταγάνια και μαχαίρια, και
στολισμένα με κοσμήματα και χαϊμαλιά
ανάλογα με το βαθμό τους._» Dakin 1999, 33.

27 [157] Γιαννούλης 1981 (Στορναραίοι), 39.

28 [158] Κασομούλης Α, 316.

29 [159] Κασομούλης Α, 90.

30 [160] Κασομούλης Α, 316.

31 [161] Κασομούλης Α, 316–317.

32 [162] Εκπρόσωπος, πληρεξούσιος,
εντολοδόχος, φοροεισπράκτορας (<
τουρκική vekil [163]).

33 [164] Αρχείο Β 2007, 347–348.

34 [165] Κασομούλης Α, 321.

35 [166] Κασομούλης Α, 317.

36 [167] Τα Κούτσενα βρίσκονται κοντά στις
πηγές του Πορταϊκού ποταμού, 16 περίπου
χιλιόμετρα δυτικά της Πόρτας (Πύλης),
και ελέγχουν στο στενό πέρασμα που
οδηγεί από την Ήπειρο και τον
Ασπροπόταμο προς την πεδιάδα των
Τρικάλων.

37 [168] Γιαννούλης 1981 (Στορναραίοι), 39.

38 [169] Κασομούλης Α, 90.

39 [170] «_Την περίφημη για την ομορφιά της
Δέσπω του Λιακατά, γνωστή από το
τραγούδι. Όπως και ο Γρηγόρης αδελφός
της, που σκοτώθηκε στο Μεσολόγγι, ήταν
άντρας πανέμορφος._»

40 [171] Κασομούλης Α, 317.

41 [172] Αρτζουχάλι: αίτηση ή αναφορά. [<
τουρκική arzuhal < οθωμανική τουρκική
عرضحال (arzıhal) < αραβική عَرْض· (ʿarḍ) +
حَال· (ḥāl)]

42 [173] Πιθανόν του Σελίμ μπέη, γιου του
Βελή πασά.

43 [174] Αρχείο Β 2007, 727.

44 [175] Οι επιμελητές του δεύτερου τόμου
του αληπασαλίδικου αρχείου υποθέτουν
ότι αναφέρεται στην «_Κρανιά της
σημερινής επαρχίας Καρδίτσας_» (Αρχείο
Β 2007, 727).

45 [176] «γνώστης, πληροφορημένος,
ενημερωμένος» Αρχείο Δ 2009, 197.

46 [177] Αρχείο Β 2007, 728.

47 [178] «_―“Πῶς ὑποφέρεις”, τὸν λέγω,
“τὸν Ἀδὰμ Πυργιώτην, ὅστις σὲ
ἔφερεν εἰς τὸν θάνατον ἐπὶ Βελῆ
πασᾶ, καὶ ἔπειτα ἀκόμη;” “―Ἔχομεν
ἀνέκαθεν παραγγελίαν ἀπὸ τοὺς
πάππους μας, εἰς τὸν ἐχρθόν μας ὅσον
δυνάμεθα καλὸν νὰ κάμνωμεν, καὶ ποτὲ
κακόν νὰ μὴ ζητῶμεν νὰ τὸν γίνῃ.
Αὐτὸ τὸ ἐβάσταξαν οἱ ἰδικοί μου
ὅλοι, καὶ τὸ βαστῶ κὶ ἐγώ.” Τοῦτο τὸ
εὐαγγελικὸν καὶ ἠθικὸν ἀξίωμα μ’
εὐχαρίστησεν ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα
περισσότερον. Διότι τί ἄλλο ἀνώτερον
ὑπάρχει εἰς ἕναν ἐξουσιααστὴν —καὶ
εἰς ποῖον μάλιστα; Εἰς ἕναν
Κλεφτοκαπιτάνον εἴτε Ἀρματολὸν
ὁδηγούμενον ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἀξίωμα νὰ
συγχωρῇ τοὺς ἐχθρούς του._»
Κασομούλης Α, 320.

48 [179] «Δημήτριο Αποστολόπουλο».

49 [180] «Τους φόρους της καλλιέργειας της
γης.»

50 [181] Κασομούλης Α, 317–318.

51 [182] Κουτάλα (χουλιάρι < ελληνιστική
κοινή κοχλιάριον).

52 [183] Είδος (πηχτής) σούπας (< τουρκική
çorba < περσική شوربا (shōrbā: χυλός,
χορτόσουπα, σούπα).

53 [184] Κασομούλης Α, 318.

54 [185] Κασομούλης Α, 318.

55 [186] Ο Κασομούλης ισχυρίζεται ότι ο
Νικολός Στορνάρης είχε μυηθεί ήδη από
το 1816 κατευθείαν από τον Γεώργιο
Τουρτούρη [77]: «_Μεμυημένος τοῦ
μυστηρίου τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας [79]
ἀπὸ τὰ 1816 παρὰ τοῦ κυρίου Τουρτούρη
[77], ὑποστηριζόμενος ἀπὸ τὸν
Ἑταιρίσταν γραμματέα τοῦ Ἀλῆ πασᾶ [23]
κύριον Μάνθον._» Κασομούλης Α, 90. Ο
Βασίλειος Σκαφιδάς (1958, 92–93) στα 1820.

56 [187] «_Ὁ Γρηγόρης Λιακατᾶ καὶ Νάσιος
Μάνταλος ἐθεωροῦντο ὅτι ἐκρέμαντο
ἀπὸ τὰ νεύματα τοῦ Στορνάρη, καὶ
οὕτως ἦτον._» Κασομούλης Α, 288.

57 [188] Γιαννούλης 1981 (Στορναραίοι), 45.

58 [189] Κασομούλης Α, 90.

59 [190] Βακαλόπουλος Ε 1980, 135, Ιστορία ΙΒ
1975, 70.

60 [191] Αραβαντινός 1856α (Ήπειρος), 323–324.

61 [192] Είναι χαρακτηριστικό πως ήδη από
τον Μάιο του 1818 κάποιος ξάδερφος του
Στορνάρη συνοδεύει μερικούς
Ασπροποταμίτες εργάτες που «_πρόκειται
να δουλέψουν στα χαντάκια των
οχυρώσεων της Πρέβεζας_» (Αρχείο Ε 2018,
345, έγγραφο 1647).

62 [193] Αραβαντινός 1856α (Ήπειρος), 325.

63 [194] Γεώργιος Μπόντας, «Ο Σιατιστινός
Φιλικός Νικόλαος Λασπάς», _Ἐλιμειακά_,
35 (Θεσσαλονίκη 1995) 168–170.

64 [195] Δημήτριος Στωικός, Βιογραφία Ρήγα
τοῦ Βελεστινλῆ, Ὲπιμέλεια,
εἰσαγωγικά, ψηφιοποίηση Δημητρίου
Καραμπερόπουλου, Αθήνα 2018, σελ. 111 (πρώτη
δημοσίευση: περιοδικὸ τοῦ Ζωσιμᾶ
Ἐσφιγμενίτου Προμηθεύς, τ. ζʹ, Βόλος 1895)

65 [196] Αραβαντινός 1856α (Ήπειρος), 324 [197].

66 [198] 39°32’27.0″N 21°15’27.6″E [199], σε υψόμετρο 1100
μ.

67 [200] Περιοχή στη 39°34’60.0″N 21°10’54.2″E [201],
ανάμεσα σε Καλαρίτες και Γαρδίκι.

68 [202] Σκαφιδάς 1958, 92–93, Γιαννούλης 1981
(Στορναραίοι), 42.

69 [203] Σκαφιδάς 1958, 92–93.

70 [204] Λιποταχτούν.

71 [205] «_Ο Ομέρ Βριόνης [108] είχε βγει μαζί
με τον Καραϊσκάκη στ’ Άγραφα, για να
σηκώσουν τον τόπο και να
στρατολογήσουν υπέρ του Αλή· όμως, από
ψυχρή υποδοχή που βρήκανε στ’ Άγραφα,
κι αφού χτυπηθήκαν από τον Στορνάρη,
τραβηχτήκανε στα Γιάννενα._»
Κασομούλης Α, 318, υποσημείωση 5. Για την
ορθογράφηση της λέξης Βριόνης, όσον
αφορά τον Ομέρ Βριόνη [108], βλ.
https://sarantakos.wordpress.com/2021/03/19/1821-16.

72 [206] Καλαρίτες.

73 [207] Κασομούλης Α, 318.

74 [208] Κασομούλης Α, 91.

75 [209] Κασομούλης Α, 91.