O αργαλειός… του Τάκη Γεραρδή

«Ζήσαμε πάντα σε υγρές κι ανεξερεύνητες παραλίες

Στα σιωπηλά καφενεία με τις ετοιμοθάνατες καρέκλες»

Μαν. Αναγνωστάκης

Οδηγούσα το φορτηγάκι ανάμεσα από έργα και παρεμβάσεις. Μποτιλιάρισμα στον Κηφισό, οι οδηγοί απελπισμένοι, οι μηχανές με τις μεγάλες δαγκάνες έκοβαν τη γη σαν σοκολατένιο κέικ κι οι μπετονιέρες βιαστικά σκέπαζαν το ποτάμι. Σ’ ένα χρόνο οι Ολυμπιακοί. Μανία κι αυτή με τους ανθρώπους της εποχής μας να σκεπάζουν τα ποτάμια. Αυτά τα υπέροχα δημιουργήματα της φύσης, που παίρνουν στην αγκαλιά τους την ευλογημένη βροχή απ’ τις πλαγιές των βουνών κι αν μη τι άλλο ενώνουν τον ουρανό με τη θάλασσα. Αλλά το ίδιο δε γίνεται και με τα πηγάδια; Κι αυτά σκεπασμένα άχρηστα βγήκαν. Κι αφού πρώτα βαφτίστηκαν «γεώτρηση» κι «Αρτεσιανό», κατόπιν έγιναν βόθροι.

Άλλοτε μας ήταν εύκολο ν’ αντλήσουμε είδωλα και στολίδια για να χαρούν οι φίλοι που μας έμειναν ακόμη πιστοί, σκεπτόμουν, και καθώς κοίταζα αφηρημένα μπροστά, παρουσιάστηκε ο πατέρας μου κρατώντας κάτω απ’ τη μασχάλη του, διπλωμένη συνωμοτικά, την Αυγή και δίπλα η μάνα καθισμένη στον αργαλειό, κυκλωμένη από γριές που έγνεθαν στις ρόκες πολύχρωμες κλωστές. Γκαπ-γκουπ-γκαπ ο αργαλειός να υφαίνει νησιά, ποτάμια, λίμνες, αρχαίες κολώνες, ακρωτηριασμένα αγάλματα, το γκρεμισμένο Τελεστήριο της Ελευσίνας και κάθε τόσο να παλεύει να στριμώξει ανάμεσα στις λεπτές κι όμορφες κλωστές της ρόκας κάποια κορδέλα αποφοριού – όλα ταιριάζουν έλεγε, αυτοί δεν είμαστε; Αρχαίοι και σύγχρονοι, πλούσιοι και φτωχοί, αριστεροί και δεξιοί απ’ το ίδιο πηγάδι δεν πίνουμε;

 Και δωσ΄του μεσ’ από τραγούδια και σκωπτικά πειράγματα, με τον πατέρα να σφίγγει τις ξεχαρβαλωμένες σανίδες του πανάρχαιου αργαλειού, γκαπ-γκουπ-γκαπ ένα πηγάδι, υγρό, βαθύ και σκιερό, μ’ όλου του κόσμου το νερό και σκαλισμένο φιλιατρό, που γύρω του μαζεύτηκαν κοπέλες φρέσκες κι ένας αντάρτης καβάλα στ’ άλογό του με φυσεκλίκια και μακριά γενειάδα, σκύβει να πιει κι από την πλάτη του να τρέχει αίμα. Στήσε τα σκιάχτρα στο μποστάνι, να φοβηθούνε τα τσακάλια κι οι καρακάξες, αντάρτες στήστε ολόγυρα, φονιάδες, φονεμένους, μπαμ- μπουμ- μπαμ οι τουφεκιές ακούγονται, χωρίς κανείς να ξέρει ποιος ρίχνει και γιατί.

Κι ύστερα φάνηκε η παραλία με δροσερά και λάγνα αγοροκόριτσα, η θάλασσα να σέρνεται αργά σαν ερπετό κι ο ήλιος ξαφνιασμένος απ’ την αναίδεια των παιδιών, κρύβει το χαμόγελό του πίσω από ένα συννεφάκι, κι η μουσική χαρούμενη και παιχνιδιάρα, κι ένα καράβι μακριά, κι ένα δελφίνι, βουνά, στεριές και θάλασσες, ποτάμια και λαγκάδια, όλα ταιριάζουν έλεγε, όλα ποτίζονται απ’ το ίδιο πηγάδι.

Κι ήρθε η νύχτα, γκαπ-γκουπ-γκαπ, και φάνηκε η Άρκτος, κι άπλωσε η μάνα στο υφαντό κεριά, πεντάλφες, και παράξενους σταυρούς, κι ύφανε τα τέσσερα πέπλα: της ύπαρξης και της στοργής, της αλήθειας και της οργής κι έφτιαξε το μονοπάτι κάθε ξεστρατισμένου οδοιπόρου κι ο πατέρας να κρατάει τον αργαλειό γερά στα χέρια του, γιατί οι κινήσεις της μάνας έγιναν βίαιες κι ανεξέλεγκτες.

Κι όπως χάραζε, γκαπ-γκουπ-γκαπ σχηματίστηκε στο υφαντό ολόκληρη η Ελλάδα, με τα βουνά, τις θάλασσες, τα εκκλησάκια πάνω στα βράχια, τους γεωργούς και τους ψαράδες κι απ’ τη ψηλότερη κορφή του Ολύμπου, ένα πουλί άνοιξε τις πελώριες φτερούγες του και την αγκάλιασε απ’ άκρη σ’ άκρη, σήμαναν χαρμόσυνα οι καμπάνες κι ακούστηκε το τραγούδι «της δικαιοσύνης ήλιε Νοητέ» κι ύστερα έφυγε η μάνα κι ο πατέρας κι έμεινε ο αργαλειός να σαπίζει και να στοιχειώνει, μιας και θρέφεται μονάχα απ’ το νερό της μνήμης.