Νόστιμον ήμαρ!

Ν  ό  σ  τ  ι  μ  ο  ν     ή  μ  α  ρ  !

Γράφει ο Βάιος Φασούλας

«Πόσο ακόμα, γιόκα μου, θε να σε στερηθώ;

Πόσα ταξίδια μακρινά θέλεις να καρτερώ;

Πόσες φορές βασιλικού τους κλώνους θε να κόβω,

την στράτα σου την μακρινή με ρόδα να τη στρώνω;

Τα δάκρυα μου, κι αυτά, άρχισαν να στερεύουν!

Απόκαμα, μαθές, και δεν αντέχω άλλο  Μη θέλεις, σε παρακαλώ, να λιώσω από καημό!

Κι αυτός ακόμα ο γέρος σου δεν είναι πια καλά.

Κι ας τον βλέπεις σιωπηλό, μέσα του ζει ο πόνος!

Άντε, παιδάκι μου χρυσό, σταμάτα ως εδώ και δε σχολνούν τα ξένα,

λίγο να ζήσουμε κι εμείς στα υστερνά μας χρόνια!»

Ν  ό  σ  τ  ι  μ  ο  ν     ή  μ  α  ρ  !

Οι πέρα και οι δώθε των ωκεανών και των ηπείρων έλληνες Ιθαγενείς

 

Ε, εσύ, καλή σου ημέρα, απόδημη δασκάλα και αδελφή μου!

Καλή σου ημέρα και στις ρίζες σου, που θυμίζουν βαρυποινίτη με αλυσίδες

χωμένες βαθιά στη γη.

Εκεί, στην ξένη που βρίσκεσαι, ξεχάστηκες και κάποια στιγμή θα γύρεις μ’ αυτές.

Το λυκαυγές του γυρισμού σου, θαρρώ δε θα το δεις ποτέ!

Τάχα κι εγώ το είδα; Χα!

Θολός, μουντός ο ορίζοντας απ’ όπου και αν τον κοιτάξεις δείχνει το γκρίζο

πρόσωπό του κρύβοντας κάθε φωτεινή αχτίδα.

Μάταια και η αναμονή, φρούδα και η ελπίδα και η πίστη, σκεπασμένη μ’ ένα μακάβριο κι άυλο πέπλο, προσκυνά τη θεά της δίνης.

Μιας δίνης που καταπίνει ό, τι πιο ωραίο υπάρχει για το απόδημο ανθρωπάκι της γης, που ολοκληρώνει το ταξίδι της επιστροφής του καταβάλλοντας όλες

τις δυνάμεις και αντοχές που του απομένουν στα όλο και πιο βαριά βήματα που κάνει.

Και αυτός που καρτεράει να ’ρθει κάποια στιγμή που θα τον φέρει

στην ομαλή και ήρεμη σαν λιμάνι επιστροφή.

Και για κείνους και τους άλλους των τεσσάρων μας σημείων που όταν φτάσουν, όλοι θέλουνε να ζήσουν μια γλυκιά επιστροφή.

Μα εγώ που έχω φτάσει αγαλλίαση δεν βρήκα, βάλσαμο για την ψυχή!

 

Tι λέγαμε χτες, προχτές κι αντιπροχτές, δασκάλα μου απ’ την ξένη,

όπου εκεί παρέμεινες, σαν καλαμιά, καημένη…!

– Ωιμέ! Πώς, μωρέ, μου ξέφυγε και σου είπα καημένη!

Για τη δική μου επιστροφή ποιος θα βρει κάποια λέξη;

Λοιπόν, τα ίδια λέμε και σήμερα.

Κι είμαστε κι οι δυο, ίδιοι κι ανάθεμα τον Αίολο που έσυρε τα καράβια

σε μακρινά και άγνωστα λιμάνια

και χάλασε και σκόρπισε τραντάγματα κι αντάρα!

Και να δεις πως μοιάζουμε σαν δυο σταγόνες νερό σε κύπελο που όλο γιομίζει.

Και δεν έχουμε καν αδειάσει τις ανατολές και τις δύσεις της ζωής μας κάπου…

Όχι τίποτε άλλο, αλλά να έχουνε τα παιδιά των παιδιών μας κάτι να λένε,

αν ποτέ θελήσουν να μάθουν για μας.

 

Αδέλφια μου! Της ξενιτιάς, βαριά και δύσκολη η ανάπνα της ζωής!

Κάποτε ακούγεται σαν βρόγχος, πότε ακούγεται φύσημα και φωνή

κι άλλοτε ακούγεται σαν σφύριγμα του τρένου καθώς χάνεται σε μια στροφή.

Και της επιστροφής, ακόμα πιο άγευστη και σκληρή!

Η μια χλωμή σαν πεθαμένου όψη. Και η άλλη, της πατρίδας, θολή.

Δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν.

Αν και χωματένιοι καθώς τάχτηκε να είμαστε, στους μεγάλους βοριάδες αντισταθήκαμε αποκομώντας πότε νίκες και πότε ήττες.

Σήμερα, στον ρου του τρέχοντος αιώνα, καθώς η πορεία του είναι εξαρτημένη

από τον «θεό»-άνθρωπο, μόνο ήττες περιμένουμε.

Πώς να συμπεριφερθεί και ο νόστος που όλο γιγαντώνεται μέσα μου:

 

Νόστιμον ήμαρ! Προσπαθώ να τη νιώσω δική μου· ολότελα δική μου.

Όμως, κατά παράδοξο τρόπο όσο και αφύσικο δεν αισθάνομαι τη θέρμη της·

το αγκάλιασμά της. Ψυχρό το νιώθω· αδιάφορο, φευγαλέο, ξενικό.

Εκεί μας φτάσανε τα θηρία: στην τραγική απώλεια των αισθήσεων

Μόνο από κάτι γνωστές μου φωνούλες που ξεχωρίζω και από ελάχιστες φιλικές διάσπαρτες σαν διάττοντες αστέρες αναλαμπές σ’ ένα μακάβριο σύθαμπο, ανακτώ λίγες δυνάμεις.

Έτσι μου φαίνεται. Θαρρώ η ημέρα της επιστροφής μου στην πατρίδα,

με πνίγει, με εγκαταλείπει και ταξιδεύει αφήνοντας πίσω της κάτι σαν χνάρια, όπως εκείνα που έλεγαν παλιά πως βλέπανε στον έναστρο ουρανό κάτι που μοιάζαν με άχυρα και ήταν του παπά που έκλεψε απ’ τ’ αλώνι κι από τον φόβο τον τρανό, που έλεγε η εντολή: «Ου κλέψειςτα έσπειρε ο φουκαράς, δεν είχε να τα κρύψει κι ο τρόμος του τα μοίρασε, σκορπώντας τα παντού…,

κι εγώ να φωνάζω πότε υστερικά, πότε παρακαλεστικά κι άλλοτε με σαρκασμό που οδηγεί σε κλάμα, όπου δεν μπόρεσα να γευτώ την επιστροφή μου…

Στάσου, μείνε, μη φεύγεις ή πάρε με μαζί σου…φώναζα τότε

και δεν γνωρίζω αν φωνάζω και σήμερα· η παλιννόστηση έχει διαβρωθεί

κι ένας επαναπροσδιορισμός μένει μετέωρος.

Πάραυτα πάντα και παντού ακολουθεί τον συνοδοιπόρο, τον πολυταξιδευτή,

τον πρόσφυγα, τον μετανάστη περιμένοντας τη στιγμή της επιστροφής του

να του αποδώσει ένα βαρύ τίμημα, που θα τον ξεκουράσει, θα του ελαφρύνει την ψυχή και θα ζωντανέψει τις παμπάλαιες θύμησες

της μητέρας, του πατέρα και της φαμελιάς,

της γειτονιάς του χωριού και της πόλης

μα πιότερο της πατρίδας που πολλά χρόνια πριν,

σαν ακριβό εμπόρευμα τον φόρτωσε σ’ ένα καράβι για δρόμους ξενικούς.

 

Είναι στιγμές που η γιορτινή ήμαρ θα διαλύσει όλα τα «αχ!» και «βαχ!»

Του επαναπατριζόμενου! Του παλιννοστούντα!

Του βαφτισμένου σε θάλασσες και ωκεανούς!

Του βαμμένου από σκόνες θειαφιού της βαθιάς γης!

Του αποδήμου που γέρνει σαν τις κορφές των δέντρων.

Τον καπνισμένο από ραδιενεργά απόβλητα και σκόνες που αφήνει το φύσημα του.

Τον ξεχασμένο και περιφρονημένο από την εγχώρια επιλογή,

όπως του μωρού που επιλέγει το γαλακτερότερο στήθος της μάνας του,

αυτού του έλληνα που πρόσφερε τα παιδιά του στην ξένη,

όταν η πατρίδα του, η Ελλάδα, ανέκαθεν δε τα θέλησε στον τόπο της ποτέ.

Τον άλλο που δεκαετιών αγώνες με ιδρώτα και αίμα πρόσφερε στην πατρίδα του,

στη μάνα που δεν πρόκανε να δει τη Νόστιμον ήμαρ του γιου της.

Όλα αυτά περνώντας μπροστά από τα μάτια του με κινηματογραφική ταχύτητα όλα όσα έζησε, τι δημιούργησε και τι έχασε, δίνεται και μια τρανή ευκαιρία εξιλέωσης στην πατρίδα…

 

Ε εσείς, απόδημοι αδελφοί μου, ζυμωμένοι με τον ίδιο πόνο και κλάμα,

τροβαδούροι στα υγρά και σκοτεινά σοκάκια της ξένης,

ανεξίτηλα τ’ αχνάρια που αφήσατε και στοιχειωμένα από τέχνες νιες και παλιές,

με ρίζες ζαρωμένες, εκεί στην ξένη,

με τα αργά και λιγοστά λυκόφως να σας συντροφεύουν,

δεν ταίριαξε να παιχτεί η πολυπόθητη σκηνή,

σκηνή που αποτέλεσε φάρο και οδηγό για την επιστροφή μου στην πατρίδα.

Τα αφουγκράσματα γύρα μας σφραγίζουν το άνοιγμα της αγκαλιάς της προξενώντας περίσσια πικράδα στην ψυχή, αφόρητη κάψα στα μάτια μου

και έντονες τάσεις φυγής.

 

Νόστιμον Ήμαρ! Με δέος και ανατριχιά, χάρη στις φωνούλες που άκουσα,

στιγμές λίγες την ένιωσα στις πρώτες μέρες του επαναπατρισμού μου.

Μετά σιγά, σιγά χάθηκε.

Τη θέρμη της διαδέχτηκε η βοή των πραγμάτων.

Οι αλλαγές που μας ταλαιπωρούν, οι ατιμωρησίες που θριαμβεύουν.

Οι ταπεινώσεις της πατρίδας και των ανθρώπων της,

ο τρόμος που προκαλούν τα ψαλίδια των κούρων που αδιάκοπα κόβουν

γη και αίμα και τους ιθαγενείς τούτων των χωμάτων

κι είναι τ’ αδέλφια μας που καρτερούν να δούνε το τέλος του σύθαμπου

πότε θα το χάψει το σκοτάδι…

Και είναι, αν όχι κακό, ασυγχώρητο λάθος να αγαπάς την πατρίδα σου.

Νόστιμον ήμαρ! Δεν έδωσε τη χαρά που καρτερούσα!

 

Αγαπητή μου δασκάλα, κόρη του ατλαντικού και αγαπητή κόρη της Μούσας.

Όσο μπορούσα απάντησα στη γραφή σου.

Η επιστροφή μου στις ρίζες θα μπορούσαν να ήταν αλλιώς.

Όμως τίποτα δεν αλλάζει για τον απόδημο και γηγενή έλληνα.

Τα αισθήματα αμοιβαία, απέθαντα και η γλυκιά ταραχή που δημιουργεί

η απόσταση, συντηρεί το Νόστο. Νοερά είμαστε πάντα μαζί.

Η αγάπη για την πατρίδα μένει ανεξάντλητη, αναλλοίωτη, ζωντανή.

Αν μας χρειαστεί, άπαντες είμαστε παρόντες.

Άντε, η Ελλαδίτσα μας με όλα τα χάλια της και τα μασκαρέματά της

έχει πάντα την αγκαλιά της ανοιχτή.

Σε αυτή αφήνει ο Νόστος του ξενιτεμένου τα παράπονά του

και αυτή τον ξεκουράζει.

Πάντα το έκανε· ακόμα και όταν τις σβήνανε τα λυχνάρια,

αυτή είχε τον τρόπο κι έφεγγε.

Δεν υπάρχει περίπτωση να έχει πληγώσει ούτε ένα παιδί της.

Και ας λέει ο ποιητής, «η Ελλάδα με πληγώνει»!.

Αλληγορικός ο λόγος του. Οι έλληνες πληγώνουν εαυτούς και την πατρίδα.

Με όλα αυτά θα πούμε κι εμείς:

Άξια της μοίρας σου, σε κάνανε πατρίδα!

Αλλά! Εμείς, δεν λέμε πάντα…,(και στο εμείς είμαι κι εγώ που έγινα για τρίτη φορά μετανάστης στον τόπο μου και που δέχομαι από κοντά τα «αχ!» και τα «βαχ»

της πατρίδας μας…,) εμείς λοιπόν δεν είμαστε που πάντα λέμε:

 

«Κι ας είμαστε κάμποσοι, γυναίκες και άντρες, που μείναμε

ξεχασμένοι, άγονοι και θαμμένοι με χώμα ξερό

Είμαστε εμείς που θα πάρουμε τα τσαπιά και τα λισγάρια απ’ τα θηρία

για να ανοίξουμε περάσματα μέσα απ’ του κόσμου τα χαλάσματα…

Θ’ ανοίξουμε με τα νύχια μας τρύπες, να φανεί ο ήλιος…»

Άντε δασκάλα μου που με τα γραπτά σου, πάντα σκάφτεις μέσα μου

και με ξεσηκώνεις…

 

Λάρισα Μάρτιος 07 του 2018