Μόνη τα Χριστούγεννα

Ήξερε πως τα Χριστούγεννα θα ‘ναι μόνη.

Τα Χριστούγεννα την βρήκαν μόνη. Μόνη, μπροστά από την αχνή φωτιά του τζακιού της, καθισμένη στην ξύλινη πολυθρόνα. Το τραπέζι ήταν γεμάτο γλυκά. Δίπλες, κουραμπιέδες, μελομακάρονα, γλειφιτζούρια, σοκολάτες. Στο φούρνο ψηνόταν λίγο στήθος γαλοπούλας. Άλλοτε τέτοια μέρα το σπίτι γέμιζε φωνές. Τα παιδιά της, τα εγγόνια της, ο άντρας της… Όλοι ήταν εκεί… Τα γλυκά δεν έμεναν για πολλή ώρα στο τραπέζι. Εξαφανίζονταν μέσα σε λίγα λεπτά. Η μια γαλοπούλα δεν έφτανε για τόσα άτομα που μαζεύονταν. Κι έτσι με το που ξυπνούσε ξεκινούσε το ψήσιμο και τις προετοιμασίες. Ο άντρας της φρόντιζε για μερικές τελευταίες πινελιές στο χριστουγεννιάτικο δέντρο, ώστε να είναι τέλειο! Κι όταν χτυπούσε το πρώτο κουδούνι πετούσε από τη χαρά της. Έτρεχε να ανοίξει την πόρτα φορώντας τον κατακόκκινο σκούφο του Άγιου Βασίλη και το πιο ζεστό της χαμόγελο. Κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο ένα σωρό δώρα. Τα καλύτερα δώρα για τον καθένα τους ξεχωριστά. Ένα μήνα πριν τις γιορτές ξεκινούσε τις έρευνες. Ρωτούσε, ξαναρωτούσε, έψαχνε να βρει ακριβώς ό, τι ο καθένας ήθελε. Κάποτε, βέβαια – όταν τα παιδιά της ήταν μικρά – συνήθιζε να φτιάχνει μόνη της τα δώρα. Ήδη από το φθινόπωρο προμηθευόταν τα υλικά και έφτιαχνε ένα σωρό κατασκευές. Πίστευε πως τα χειροποίητα δώρα έχουν άλλη αξία. Τα εγγόνια της, όμως, ήθελαν παιχνίδια, τα παιχνίδια που διαφήμιζε η τηλεόραση. Και φυσικά δεν μπορούσε να τους χαλάσει χατίρι.

Τώρα πια τα πράγματα είχαν αλλάξει. Κανείς δεν χτυπούσε το κουδούνι της, εκτός από τα παιδιά της γειτονιάς που έρχονταν να της πουν τα κάλαντα τα ξημερώματα κι εκείνη τους έδινε λιχουδιές… Μα, τα παιδιά της, τα εγγόνια της… όλοι είχαν τη δική τους ζωή τώρα. Και σε αυτήν δεν χωρούσε η γιαγιά. Τα παιδιά της είχαν τις οικογένειές τους, κανόνιζαν ταξίδια, γλεντούσαν… Τα εγγόνια της είχαν μεγαλώσει πια. Ήθελαν κι αυτά να περάσουν καλά με τους φίλους τους. Την προηγούμενη χρονιά, είχε τον άντρα της να παρηγοριέται. Το σπίτι τους δεν είχε, βέβαια, γεμίσει, μα ήταν οι δυο τους κι αυτό ήταν κάτι. Τώρα, όμως, ήταν μόνη. Ήταν τα πρώτα Χριστούγεννα που θα περνούσε μοναχή της. Όλοι είχαν περάσει από το σπίτι της τις προηγούμενες ημέρες για να της ευχηθούν και να την ενημερώσουν ότι και τη φετινή χρονιά κάτι άλλο είχαν κανονίσει και δεν θα περνούσαν μαζί της τα Χριστούγεννα. Τους έδωσε, λοιπόν, τα δώρα τους – τώρα πια τους έδινε χρήματα σε ένα φακελάκι – Πόσο άσχημο και απρόσωπο το δώρο της! Μα, αφού έτσι ήθελαν τα παιδιά, αυτό έκανε…

Περίμενε μόνο τα τηλεφωνήματά τους. Ήταν μόνη εκείνη τη μέρα, μα τα τηλεφωνικά «χρόνια πολλά» τους τα ήθελε. Τα χρειαζόταν. Κι ίσως… ίσως, σκεφτόταν και κάποιος να περάσει να την δει. Έστω για πέντε λεπτά. Να κάνει μια παύση από την ενδιαφέρουσα κοινωνική ζωή του και να αφιερώσει πέντε λεπτά στη γυναίκα αυτή… Στη γυναίκα που πάντα ανυπομονούσε για τα Χριστούγεννα γιατί μάζευε όλη την οικογένεια στο σπίτι. Κι ήταν τόσο ευτυχισμένη! Για αυτό είχε φτιάξει πάλι τόσα πολλά γλυκά… Ήξερε πως τα Χριστούγεννα θα ‘ναι μόνη. Μα, ήλπιζε βαθιά μέσα της πως κάποιοι… κάποιος θα έρθει να δοκιμάσει τα καλούδια της. Θα σκεφτεί πως η γιαγιά έμεινε μόνη και θα έρθει να της κρατήσει λίγη συντροφιά μέρα που είναι.

Και ξαφνικά… ανέλπιστα… χτύπησε η πόρτα… Με χαρά σηκώθηκε να ανοίξει. Ήταν όλη της η οικογένεια. Όλοι τους φορτωμένοι με χαμόγελα και δώρα. Όπως άλλοτε… Και τελευταίος ο άντρας της. Ήταν πάλι εκεί… Πόσο μεγάλη χαρά της έδωσαν. Τους κέρασε όλους γλυκά κι εκείνοι την παίνευαν για τη νοστιμιά τους! Οι γαλοπούλες ήταν έτοιμες. Έστρωσε τραπέζι και κάθισαν όλοι μαζί να φάνε. Τα εγγόνια της κάθονταν μαζί φωνάζοντας και γελώντας. Είχαν πέσει με τα «μούτρα» στα γλυκά και στα αναψυκτικά! Κι εκείνη τα μάλωνε γλυκά που τώρα δεν πεινούσαν! Η κόρη της, είχε αυτή την… κακιά συνήθεια… να είναι χορτοφάγος! Έτρωγε μόνο σαλάτες κι ο πατέρας την κορόιδευε… «πώς θα ζήσεις μόνο με τα χόρτα», της έλεγε κι η μάνα της την δικαιολογούσε, γιατί ποτέ δεν της χαλούσε χατίρι! Ο γαμπρός της με τον γιο της μάλωναν πάλι για το ποδόσφαιρο! Ολυμπιακός ο ένας, Παναθηναϊκός ο άλλος… είχαν πάντα αυτή τη μόνιμη κόντρα! Κι από δίπλα, ο άντρας της να συμπληρώνει την κουβέντα φωνάζοντας πως οι παίκτες τώρα πια » δεν παίζουν για τη φανέλα, όπως παλιά»…

Κι έπειτα, όλοι οι άντρες κάθισαν στο στρογγυλο τραπέζι! Ήταν η ώρα για την τράπουλα. Έστρωσε το πράσινο τραπεζομάντηλο, έφερε… στραγάλια για το ποντάρισμα κι έκατσε δίπλα στον άντρα της να παρακολουθήσει το παιχνίδι.

«Παίξε, βρε μάνα, κι εσύ λίγο. Έτσι, για το καλό της ημέρας», της έλεγαν. Μα, εκείνη δεν ήθελε. Δεν τα κατάφερνε με την τράπουλα, όπως τους έλεγε. Της άρεσε, όμως, να τους χαζεύει.

Απορροφημένη, όπως ήταν, στο παιχνίδι άκουσε το τηλέφωνο…

Ντριιιν, ντριιιν, ντριιιιιινννννν……

Άνοιξε τα μάτια της. Βρήκε τον εαυτό της δίπλα στο τζάκι, μέσα στο άδειο σπίτι… Κανείς δεν είχε χτυπήσει την πόρτα, κανείς δεν είχε έρθει.. Κι ο άντρας της… Πώς θα μπορούσε…; Χαμογέλασε πικρά. Κοίταξε τη φωτογραφία του πάνω στο τραπεζάκι κι ένας αναστεναγμός διαπέρασε τα στήθη της κι ανέβηκε ως τα χείλη. Ίσως δεν τους άρεσαν τα γλυκά της, ίσως το δέντρο να μην ήταν όμορφο χωρίς τις τελευταίες πινελιές του άντρα της, ίσως να έπρεπε να παίζει μαζί τους χαρτιά… για να μην σταματήσουν να έρχονται…

Το τηλέφωνο σταμάτησε να χτυπά, εκείνη όμως σηκώθηκε γιατί το φαγητό ήταν έτοιμο. Ετοίμασε το τραπέζι για ένα μόνο άτομο. Το κοίταξε προσεκτικά. Ένα πιάτο, ένα πιρούνι, ένα ποτήρι κρασί…

Και καθώς στεκόταν εκεί, μπροστά από το μοναχικά γιορτινό τραπέζι, ένιωσε έναν πόνο… Έναν πόνο δυνατό που της έκοψε την ανάσα. Κι ύστερα τίποτα…

Το μαρτύριο της μοναξιάς της είχε τελειώσει οριστικά… Έπαψε πια να είναι μόνη…

πηγή :http://fylada.gr/%CE%BC%CF%8C%CE%BD%CE%B7-%CF%84%CE%B1-%CF%87%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%85%CE%B3%CE%AD%CE%BD%CE%BD%CE%B1/