Μιχάλης Κατσιμπάρδης: «Είναι στοιχείο ηθικής ανωτερότητας και ανυπέρβλητης δύναμης να συγχωρείς αυτόν που σε έβλαψε»

Καλοκαίρι 1944. Λίγο πριν εγκαταλείψουν την Ελλάδα, οι Γερμανοί πυρπολούν, βασανίζουν, αιχμαλωτίζουν, αφανίζουν περιουσίες και ψυχές. Ο Κωστής, ένας νέος από το Λιόντι (Λεόντιο) της Νεμέας, γεμάτος όνειρα για τη ζωή, περίμενε τη στιγμή που θα του δινόταν η ευκαιρία για το μεγάλο φτερούγισμα. Ο πόλεμος όμως ανατρέπει τα οράματα. Βρέθηκε στη δίνη του, άγουρος ακόμα από ζωή. Αντιστάθηκε, αρνήθηκε την υποταγή στους κατακτητές, προδόθηκε, συνελήφθη, βασανίστηκε, σύρθηκε στα ναζιστικά στρατόπεδα της Γερμανίας. Γύρισε με λαχτάρα πίσω, σε μια πατρίδα όμως που δεν του άνοιξε ποτέ την αγκαλιά της. Μια μεταπολεμική Ελλάδα που κατασπάραζε τα παιδιά της, που έθετε διαχωριστικές γραμμές, που περιφρονούσε και τιμωρούσε.

Συνέντευξη στη Βιβή Μαργαρίτη

Στο βιβλίο «Δύο χειμώνες κι ούτε ένα καλοκαίρι» ο Μιχάλης Κατσιμπάρδης μας μεταφέρει την ιστορία του πατέρα του. «Μια ιστορία σαν πολλές άλλες που έμειναν σιωπηλές κι ανομολόγητες. Πρόκειται για ένα διαρκή αγώνα μιας γενιάς που έζησε τη φρίκη και τον παραλογισμό του πιο αιματηρού πολέμου της Ιστορίας» θα μου πει ο συγγραφέας. «Είναι στοιχείο ηθικής ανωτερότητας και ανυπέρβλητης δύναμης να συγχωρείς αυτόν που σε έβλαψε. Δεν είναι όμως εύκολο, απαιτεί υπερβάσεις» υποστηρίζει τονίζοντας παράλληλα ότι «η μνήμη προσδιορίζει αυτό που είναι ο καθένας μας και είμαστε υποχρεωμένοι να τη διαφυλάξουμε».

-Δύο χειμώνες κι ούτε ένα καλοκαίρι… Στο βιβλίο σας μας μεταφέρετε την ιστορία του πατέρα σας;

-Ακριβώς, κυρία Μαργαρίτη. Μια ιστορία σαν πολλές άλλες που έμειναν σιωπηλές κι ανομολόγητες. Πρόκειται για ένα διαρκή αγώνα μιας γενιάς που έζησε τη φρίκη και τον παραλογισμό του πιο αιματηρού πολέμου της Ιστορίας. Ξεκινά από τη συμμετοχή του νεαρού πατέρα μου στην αντίσταση, συνεχίστηκε με τις ανακρίσεις και φυλακίσεις και τη μεταφορά σε ναζιστικό στρατόπεδο της Γερμανίας. Ολοκληρώνεται με την επιστροφή και την παταγώδη διάψευση των προσδοκιών του στη μεταπολεμική Ελλάδα.

-Πόσο ακόμη θα κουβαλάμε αυτό το τραύμα της Κατοχής και του Εμφυλίου;

Ασφαλώς, όσο ακόμα βρίσκεται εν ζωή η γενιά που τα έζησε. Εθνική συμφιλίωση μπορεί να υπήρξε σε πολιτικό επίπεδο, ωστόσο οι ρίζες του μίσους που έσπειρε ο εμφύλιος και ο ρόλος ατόμων και ομάδων, τόσο σ’ αυτόν όσο και στην εποχή της κατοχής, δεν είναι εύκολο να αφαιρεθούν από τη συλλογική μνήμη. Θεωρώ όμως ότι σε μια εποχή έκπτωσης ιδεολογικών αναζητήσεων είναι πιο πιθανό το τραύμα, στο οποίο αναφέρεστε, όχι να επουλωθεί -πάντα τα τραύματα αφήνουν ουλές- αλλά τουλάχιστον να παραμείνει μόνο ως ιστορική μνήμη.

-Μπορεί κανείς να συγχωρήσει μετά από τόσα χρόνια;

Είναι στοιχείο ηθικής ανωτερότητας και ανυπέρβλητης δύναμης να συγχωρείς αυτόν που σε έβλαψε. Δεν είναι όμως εύκολο, απαιτεί υπερβάσεις. Δεν θα πρέπει πάντως να θεωρούμε ότι η συγχώρεση περιλαμβάνει τη λήθη. Επ’ ουδενί δεν πρέπει να λησμονείς, ατομικά ή συλλογικά, στοιχεία ιστορικών βιωμάτων, ειδικά των επώδυνων. Οφείλεις να τα διαχειρίζεσαι, μεριμνώντας να μην καλλιεργηθεί το τοπίο που θα τα αναβιώσει.

-Πιστεύετε ότι αν ο πατέρας σας είχε τη δυνατότητα της δεύτερης επιλογής, οι δικές του επιλογές θα ήταν ίδιες;

-Θα σας μεταφέρω χαρακτηριστικά τα λόγια του ίδιου όταν του υπέβαλα παρόμοια ερώτηση: «Εκτιμώντας εκ των υστέρων τα πράγματα βλέπεις τα λάθη, τις παραλείψεις, ακόμα και τις υπερβολές. Ωστόσο, ακόμα και με την ύστερη γνώση, θα έκανα τα ίδια πράγματα κι αυτό δεν ήταν ηρωισμός, ήταν υπαρξιακή ανάγκη».

-Ποια ήταν τα αισθήματά σας όταν γράφατε το βιβλίο;

Ένα από τα εμπόδια που είχα ν’ αντιμετωπίσω γράφοντας αυτό το βιβλίο ήταν να τιθασεύσω και να διαχειριστώ τα συναισθήματά μου, γιατί ο ήρωας ήταν ο πατέρας μου και τα βιώματά του αληθινά και τραγικά. Ίσως ήταν ένας από τους λόγους που η συγγραφή πήρε σε μάκρος. Εκ του αποτελέσματος φαίνεται ότι κατάφερα σε ικανοποιητικό βαθμό να μην εκβιάσω συναισθηματικά τον αναγνώστη.

-Γιατί αφήσατε να περάσει καιρός πριν γράψετε την ιστορία; Ποια ήταν η αφορμή;

Η χρονική απόσταση από την εξιστόρηση των βιωμάτων μέχρι τη συγγραφή όντως ήταν μεγάλος, ξεπέρασε τη δεκαετία. Αυτό συνέβη για πολλούς λόγους. Ο πρώτος ήταν ότι αρχικά δεν υπήρχε καν ο σχεδιασμός συγγραφής. Επιπλέον, ο χρόνος βοήθησε να καταλαγιάσει το συναίσθημα, που θα έβλαπτε το αφήγημα ως ιστορικό ντοκουμέντο. Ως αφορμή στάθηκε η αποκάλυψη κάποιων φωτογραφιών από την εποχή της απελευθέρωσής του πατέρα μου από τους Αμερικανούς, που με ώθησε να εμπλακώ σε ενδελεχή έρευνα για να καλυφθούν τα υπάρχοντα κενά.

-Η μνήμη είναι το πιο σπουδαίο περιουσιακό στοιχείο του εαυτού μας;

Η μνήμη προσδιορίζει αυτό που είναι ο καθένας μας. Χαράζει τον δρόμο μας, εφοδιάζοντάς μας με γνώσεις, τόσο από τον εαυτό μας όσο και από τον κόσμο, τις οποίες οφείλουμε να ανακαλέσουμε και να τις επεξεργαστούμε. Είμαστε υποχρεωμένοι να τη διαφυλάξουμε.

-Πόσο σημαντική θεωρείτε την αυτονόμηση της αναζήτησης της ιστορικής αλήθειας;

-Αυτό που αποκαλούμε ιστορική αλήθεια δεν είναι σαφές και αποδεκτό από όλες τις πλευρές. Το ιστορικό βίωμα έχει διαφορετική οπτική και ιδεολογική ερμηνεία. Ακόμα και η γλώσσα ενός αφηγήματος μπορεί να κατασκευάσει το περιεχόμενο της αλήθειας αντί απλώς να το εκφράσει. Ο αναγνώστης πρέπει να διαθέτει κρίση και ν’ αξιοποιεί τις προσλαμβάνουσές του.


Οπισθόφυλλο βιβλίου

Καλοκαίρι 1944. Λίγο πριν εγκαταλείψουν την Ελλάδα, οι Γερμανοί πυρπολούν, βασανίζουν, αιχμαλωτίζουν, αφανίζουν περιουσίες και ψυχές. Ο πατέρας μου ήταν νέος, γεμάτος όνειρα για τη ζωή, περίμενε τη στιγμή που θα του δινόταν η ευκαιρία για το μεγάλο φτερούγισμα. Ο πόλεμος όμως ανατρέπει τα οράματα. Βρέθηκε στη δίνη του, άγουρος ακόμα από ζωή. Αντιστάθηκε, αρνήθηκε την υποταγή στους κατακτητές, προδόθηκε, συνελήφθη, βασανίστηκε, σύρθηκε στα ναζιστικά στρατόπεδα της Γερμανίας. Έδωσε υπόσχεση να γυρίσει πίσω, στην πατρίδα και στους ανθρώπους του. Πάλεψε καθημερινά για την αξιοπρέπειά του μέσα στη φρίκη του στρατοπέδου, εκεί που η λέξη «άνθρωπος» χάνει το νόημά της. Γαντζώθηκε από τη ζωή και βγήκε απ’ αυτή τη μάχη λαβωμένος μα ζωντανός. Γύρισε με λαχτάρα πίσω, σε μια πατρίδα όμως που δεν του άνοιξε ποτέ την αγκαλιά της. Μια μεταπολεμική Ελλάδα που κατασπάραζε τα παιδιά της, που έθετε διαχωριστικές γραμμές, που περιφρονούσε και τιμωρούσε.

Το βιβλίο αυτό ανοίγει διάπλατα την ψυχή του ήρωα, που για χρόνια ήταν βυθισμένη στο σκοτάδι. Και φέρνει στο φως όχι μόνο συνταρακτικά ιστορικά ντοκουμέντα, ερμηνείες και απαντήσεις σε πολλά «γιατί», αλλά επιπλέον πραγματεύεται τη δύσκολη κι ανεξερεύνητη σχέση του πατέρα-ήρωα με τον γιο-συγγραφέα. Μια σχέση που ποτίστηκε με περισσότερες σιωπές και λιγότερα λόγια.


Ένα μικρό απόσπασμα από το β΄ αυτάκι του βιβλίου

«…Τώρα, υπήρχε μεν η ελπίδα και η αναμονή της λευτεριάς, η εξάντληση, όμως, τους οδηγούσε στα όρια της ολικής κατάρρευσης. Ζούσαν για να δουλεύουν διαρκώς, αγνοώντας συστηματικά το «πού», για λογαριασμό «τίνος», για «πόσο», τις αλλαγές των συνθηκών της απασχόλησής τους και τις συνεχείς μετακινήσεις τους.

Καμιά απάντηση, καμιά προσδοκία, μονάχα βλέμματα καθηλωμένα στο χώμα, από την εξάντληση, την παραίτηση, την ντροπή και την αναμονή, αυτή την καταραμένη ατέλειωτη αναμονή…»

Βιογραφικό σημείωμα

Ο Μιχάλης Κατσιμπάρδης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην αργολική γη. Έζησε, όπως όλοι της γενιάς του, χορτάτα παιδικά χρόνια, με ατέλειωτα παιχνίδια στις αλάνες, με διάβασμα βιβλίων και μεγάλα όνειρα. Ευτύχησε να έχει καλούς γονείς, που αποτέλεσαν για την παιδική του ψυχή σπουδαίο σχολείο. Σπούδασε και διδάσκει φιλολογία. Ζει στην Αθήνα, όπως οι μισοί Έλληνες, εδώ και πολλά χρόνια. Πιστεύοντας ότι «είμαστε η μνήμη μας», προσπαθεί να τη διαφυλάξει ακέραιη, όσο οδυνηρή μπορεί να είναι μερικές φορές.

Σ’ αυτό το πρώτο λογοτεχνικό του εγχείρημα τιμά αυτή την ανεκτίμητη γνωστική και ψυχική λειτουργία, αποχαιρετώντας μ’ αυτόν τον τρόπο οριστικά τον πατέρα του, δύο ακριβώς δεκαετίες μετά τον θάνατό του.