Μια εκπληκτική εκδήλωση για τον “εξομολόγο του Θεού” στο Μουσείο Τσιτσάνη

Σε μία καταπληκτική εκδήλωση και με πλήθος κόσμου (δεδομένων των μέτρων κατά της διασποράς του covid που τηρήθηκαν σχολαστικά πολλοί ήταν εκείνοι που δεν κατάφεραν να μπουν στο χώρο) παρουσιάστηκε το απόγευμα του Σαββάτου στα Τρίκαλα το μυθιστόρημα «Ο εξομολόγος του Θεού» του Νίκου Μάντζιου (εκδόσεις απόπειρα).  Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με το βιβλιοπωλείο Τσιοπελάκος στην ανακαινισμένη αίθουσα του μουσείου «Τσιτάνη». Ήταν μία εξαιρετική παρουσίαση που έγινε υπό μορφή θεατρικού αναλογίου. Για το βιβλίο μίλησε η φιλόλογος Φανή Μπαλαμώτη κι ο Ψυχίατρος Αχιλλέας Οικονόμου. Διάβασαν οι ηθοποιοί Χρήστος Χαλβαντζάρας και η Αντονέλλα Χήρα, ενώ η Δέσποινα Μητούλα έπαιξε τσέλο σε πρωτότυπη μουσική σύνθεση.Σχετικά με το βιβλίο

Ο εξομολόγος του Θεού» είναι ένα βιβλίο που παρουσιάζει ανθρώπινες ιστορίες, θέλημα θεού που ο ανθρώπινος νους δεν τις χωρά. Ιστορίες που πονούν και προβληματίζουν σε ένα βιβλίο με «ανατρεπτικό τίτλο». Ο Τρικαλινός συγγραφέας Νίκος Μάντζιος στο βιβλίο «Ο εξομολόγος του Θεού» παρουσιάζει 16 αυτοτελείς ιστορίες που συγκινούν. Ένα βιβλίο καλογραμμένο που σου κόβει την ανάσα. Βαθύτερα νοήματα, ζωές που δεν βιώθηκαν, άνθρωποι που έφυγαν άδικα, στιγμές που πάγωσαν στο χρόνο σε ένα ομιχλώδες τοπίο και μία καταχνιά που σκεπάζει τα πάντα κι αποτελεί το φόντο της κάθε ιστορίας. Ένα πραγματικό αριστούργημα που σίγουρα θα αποτελέσει από τα βιβλία τα οποία θα απασχολήσουν τον αναγνώστη για καιρό. Κάθε ιστορία μοναδική. Η γραφή καταπληκτική…

“Ο τίτλος προέκυψε όταν θυμήθηκα τη συγκλονιστική φράση που βρέθηκε χαραγμένη σε τοίχο του Άουσβιτς «Αν υπάρχει Θεός θα πρέπει να με παρακαλέσει για να τον συγχωρήσω». Όλος ο πόνος και το παράπονο του ανθρώπου προς τον Θεό, σε μία φράση. Αυτή η φράση «έδεσε» το περιεχόμενο του βιβλίου” μας λέει ο ίδιος ο συγγραφέας Νίκος Μάντζιος.

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου

Βγήκαν από τη σκιά στο ξέφωτο. Ήταν κάμποσοι κι όλο έρχονταν κι άλλοι. Στην αρχή φοβισμένοι, με δέος γι’ αυτό που πήγαιναν να κάνουν, αλλά σιγά σιγά έπαιρναν το θάρρος που δίνουν οι πολλοί. Κοιτάζονταν με νόημα – ξέρω γιατί είσαι κι εσύ εδώ – και οι ματιές τους έπλεκαν ιστό που παγίδευε την υπόσχεση να μη λιποψυχήσουν. Καθένας τους κουβάλαγε τον σταυρό του κι ένα κούτσουρο να καθίσει, χαμηλό, να δείχνει την ταπεινότητά του – μονάχα ο Μεσούτ ο νάνος αντί για σταυρό κουβάλησε ένα άδειο κοντάρι για λαχεία.
Κάθισαν ένα γύρο και σιωπηλά πρόβαρε ο καθένας αυτά που θα ’λεγε όταν θα έρχονταν η ώρα.
Τα χείλη τους σάλευαν σαν να ’καναν προσευχή. Τη συγχωρητική ευχή τούς είχε βάλει ο παπα-Ευτύχης να την αποστηθίσουν, και στη μέση του ξέφωτου, πάνω στην Πέτρα, το πετραχήλι του διπλωμένο, έτοιμο να το φορέσει ο εξομολόγος. Ο παπάς, ως αντ’ Αυτού, είχε αποκλειστεί απ’ τη Σύνοδο, γιατί θα γεννιόταν θέμα ασυμβίβαστου και (α)μεροληψίας. Όλοι όσοι βρίσκονταν εκεί ήταν έτοιμοι να πολεμήσουν για μια καθαρή ήττα. Έτοιμοι για την κάθαρση. Τουλάχιστον αυτοί.