Ήταν στραβό το κλήμα…

Γράφει ο Δημήτρης Πετσέτας

Δεν ξέρω αν υπάρχει πλέον γάιδαρος για να φάει το κλήμα, όμως ξέρω ότι το πράγμα είναι πολύ σοβαρό. Αναφέρομαι στον αφελληνισμό της κοινωνίας μας, η οποία οδηγείται με μαθηματική ακρίβεια σε μαρασμό, καθώς το ελληνικό στοιχείο συρρικνώνεται καθημερινά. Οι αιτίες είναι λίγο ως πολύ γνωστές και με αυτές θα ασχοληθώ στη συνέχεια.

Η αφορμή, για να γράψω αυτό το κείμενο, ήταν μία ανάρτηση του καλού μου φίλου Μάκη, που έφαγε τις θάλασσες με το κουτάλι, ταξιδεύοντας για πολλές δεκαετίες στα πέρατα της οικουμένης, με αποτέλεσμα να διαθέτει αρκετές γνώσεις και πλούσιες εμπειρίες. Στην ανάρτηση αυτή, μία δασκάλα παίρνει παρουσίες, διαβάζοντας τα ονόματα των μαθητών της. Αφού έχει διαβάσει 3-4 ονόματα από παιδιά αλλοδαπών, διαβάζει παραποιημένο το όνομα ενός ελληνόπουλου (υποτίθεται ότι ο εμπνευστής της αρχικής ανάρτησης, την οποία αντέγραψε ο φίλος μου, κάνει χιούμορ). Έτσι, ο μαθητής Χατζηλαζάρου Μιχάλης ακούει τη δασκάλα να τον καλεί με το όνομα Χατζή Λαζά Ρουμίχ Αλής και εκεί τελειώνει το πικρό αστείο, για να ασχοληθούμε με την ακόμα πιο πικρή πραγματικότητα.

Ο πατέρας μου και η μάνα μου είχαν έξι και τρία αδέρφια, αντίστοιχα, γεννημένα στη χρονική περίοδο 1921-1936. Από όλους αυτούς γεννήθηκαν συνολικά 24 παιδιά, που μπορεί να ήταν και περισσότερα αν ένας από αυτούς δεν έπεφτε θύμα τροχαίου σε ηλικία 22 ετών, πριν προλάβει να κάνει οικογένεια. Δηλαδή, οι θείοι και οι θείες μου είχαν από τρία παιδιά κατά μέσο όρο, γεννημένα στη χρονική περίοδο 1942-1974.

Ελπίζω να μην σας κούρασα πολύ με τους αριθμούς, τους οποίους ανέφερα ενδεικτικά, για να φανεί πώς ήταν τα πράγματα στις προηγούμενες γενιές. Φτάνοντας στη δική μας γενιά, κατά κανόνα είχαμε οικογένειες με δύο παιδιά και μία σαφή τάση για περαιτέρω μείωση του μέσου όρου των παιδιών ανά οικογένεια. Βλέποντας πώς πάει το πράγμα και βλέποντας ότι δεν υπήρχε καμία πολιτική που θα σταματούσε αυτή την πορεία, είχα κάνει μία δημόσια πρόταση στα μέσα της δεκαετίας του 1980, λέγοντας ότι η ενίσχυση των πολύτεκνων οικογενειών δεν αποτελεί λύση για το πρόβλημα της υπογεννητικότητας και πρέπει να πριμοδοτηθεί το τρίτο παιδί.

Κάτι πήγε να γίνει προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά τα μέτρα που πάρθηκαν ήταν πολύ ρηχά και τα περισσότερα από αυτά ανακλήθηκαν στην πορεία. Από αυτά που έχω μάθει στη ζωή μου, κρατάω ορισμένα σαν λάβαρα. Ένα από αυτά είναι ότι στην πολιτική χρειάζεται πρόβλεψη, αλλά αυτή απουσιάζει δραματικά από την ελληνική πολιτική σκηνή, η οποία είχε ανέκαθεν άλλες προτεραιότητες (εννοώ τα ρουσφέτια, τις κοκορομαχίες, τις ιδεολογικές αγκυλώσεις, τους κομματικούς στρατούς, την ευνοιοκρατία κλπ). Έβλεπα και συνεχίζω να βλέπω τον λαϊκισμό να ζει και να βασιλεύει, τα ουσιαστικά προβλήματα να παραμερίζονται και να πολλαπλασιάζονται.

Το σκηνικό συμπληρώθηκε με την αθρόα (νόμιμη ή παράνομη) είσοδο μεταναστών στη χώρα μας. Η πορεία δείχνει να είναι μη αναστρέψιμη πλέον, αφού σε όλα αυτά προστέθηκε και η μαζική φυγή πολλών νέων παιδιών στο εξωτερικό. Λόγω επαγγέλματος, τυχαίνει να γνωρίζω πολλές περιπτώσεις παιδιών, που είναι πολύ αξιόλογα και εντελώς απαραίτητα για να κάνουμε βήματα προς τα εμπρός. Είναι παιδιά που φεύγουν και ρίχνουν “μαύρη πέτρα” πίσω τους. Παιδιά με αρκετές γνώσεις, με πανεπιστημιακά πτυχία και με πολλές ικανότητες. Παιδιά στα οποία έχουν επενδύσει οι οικογένειες και ολόκληρη η κοινωνία, ξοδεύοντας για τις σπουδές τους.

Φεύγοντας αυτά τα παιδιά, δεν μπορούν πλέον να προσφέρουν στην Ελλάδα, μπορούν μόνον να σώσουν τους εαυτούς τους. Τα περισσότερα από αυτά τα παιδιά θα μείνουν στο εξωτερικό, εκεί θα κάνουν οικογένειες, εκεί θα παράγουν υπεραξίες με την εργασία τους, εκεί θα πληρώνουν φόρους και ασφαλιστικές εισφορές. Στην Ελλάδα θα έρχονται μόνον για διακοπές και για να δούνε τους δικούς τους.

Τα χρόνια που έρχονται θα είναι πολύ πιο δύσκολα από αυτά που ζήσαμε και από αυτά που ζούμε. Το ασφαλιστικό ζήτημα είναι βόμβα στα θεμέλια της κοινωνίας, η οποία δεν είχε την ωριμότητα να αφουγκραστεί αυτά που έλεγε η μελέτη του καθηγητή Γιάννη Σπράου, ούτε να αποδεχτεί τις τεκμηριωμένες προτάσεις του Τάσου Γιαννίτση, που έγιναν πριν μπούμε στον 21ο αιώνα. Οι πολιτικοί έκλεισαν τα μάτια τους και οι συνδικαλιστές υπερέβαλαν εαυτούς, αποθεώνοντας τον λαϊκισμό και αποδεικνύοντας πόσο ρηχά σκεφτόμαστε, πόσο κοντόφθαλμοι και πόσο “λίγοι” είμαστε.

Στα επόμενα χρόνια θα είμαστε μία κοινωνία με βαθιά γηρασμένο το ελληνικό της στοιχείο, αυτό είναι βέβαιο. Ποιοι θα πληρώνουν φόρους και εισφορές, για να πληρωθούν οι μισθοί των δημοσίων υπαλλήλων και οι συντάξεις; Ποιοι θα στηρίξουν την κατανάλωση και θα κρατήσουν ζωντανή την αγορά προϊόντων και υπηρεσιών;

Έχω γράψει πολλές φορές, αλλά δεν θα κουραστώ να το επαναλαμβάνω, ότι πρέπει να αγαπήσουμε την αλήθεια και να δείξουμε εμπιστοσύνη σε αυτούς που έχουν το θάρρος να την εκφράζουν. Μόνον έτσι θα ελπίζουμε ότι μπορούμε να σταματήσουμε την πορεία μας προς τον γκρεμό. Δεν έφεραν τα μνημόνια την κρίση… Η πολύπλευρη και βαθιά κρίση που μαστίζει για πολλά χρόνια την ελληνική κοινωνία, μία κρίση πρωτίστως πολιτισμική, μία κρίση αξιών έφερε τα μνημόνια και θα φέρει ακόμα χειρότερες καταστάσεις στο εγγύς μέλλον, αν δεν αφυπνιστούμε. Δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο, είναι πολύτιμη κάθε μέρα που περνάει.

Οι πολιτικοί αποτελούν τη βιτρίνα μας, εμείς τους επιλέγουμε “κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν”. Θα συνεχίσουμε να τρώμε αμάσητα τα ψέματα και να ανεχόμαστε την εύνοια των ημετέρων της εκάστοτε κυβέρνησης; Περιμένουμε να γίνουμε Βενεζουέλα για να καταλάβουμε πόσο βάθος έχει ακόμα το πηγάδι στο οποίο βρισκόμαστε; Μπορούμε να καταλάβουμε ότι έχουμε σημαντικό μέρος της ευθύνης για το σημερινό κατάντημα; Θα σοβαρευτούμε κάποτε, για να μπορούμε και να ελπίζουμε;

Υ/Γ. Υβριστικά και απρεπή σχόλια δεν πρόκειται να δεχτώ. Μπορώ να συμμετέχω μόνον σε πολιτισμένες συζητήσεις, οι κραυγές με ενοχλούν και τις απεχθάνομαι.