Γιώργος Τσιαντούλας: «Οι νέοι επιλέγουν σθεναρά στάση για όσα συμβαίνουν» λέει ο Τρικαλινός ηθοποιός

Ο ηθοποιός που συμμετέχει στην τηλεοπτική «Τούρτα της Μαμάς» των Ρήγα-Αποστόλου και στην «Αυλή των θαυμάτων» του Ιάκωβου Καμπανέλλη, που ανεβαίνει στο Μέγαρο σε μορφή μιούζικαλ, μιλά για τη θεατρική του πορεία στις παραστάσεις του Λιβαθινού, του Καστελούτσι και του Παπαϊωάννου, για την κατάρριψη των στερεοτύπων στην ελληνική τηλεόραση και για τις δυσκολίες τού να παράγεις πολιτισμό στην επαρχία.

— Μεγάλωσες στα Τρίκαλα και διδάσκεις εκεί σε θεατρικό εργαστήρι. Γιατί επιδιώκεις να κρατάς δεσμούς με τον τόπο καταγωγής σου;

Δεν ήταν καθόλου στον «προγραμματισμό» μου, ίσα-ίσα, μεγαλώνοντας ως έφηβος σε επαρχιακή πόλη με συγκεκριμένα όρια, ήθελα να φύγω. Με το που πέρασα στις Πανελλήνιες, μάζεψα όλο το δωμάτιό μου σε ένα κουτί και ως φοιτητής δεν είχα κρατήσει καθόλου επαφές, δεν γυρνούσα, έμενα εδώ.

Το ’15 μαζευτήκαμε μια ομάδα ανθρώπων για μια παράσταση-αφιέρωμα στον Τσιτσάνη, σε συνεργασία με το μουσείο Τσιτσάνη – εγώ τότε έπαιζα στην παράσταση του Καστελούτσι. Μπήκα σε μια διαδικασία να γνωρίσω και να τοποθετήσω ξαφνικά ανθρώπους σε άλλους ρόλους – τον γείτονά μου, που τον ήξερα 20 χρόνια, έναν παλιό συμμαθητή μου με τον οποίο δεν είχα καν επαφές, παλιούς γνωστούς, ακόμα και τους γονείς μου και οικογενειακούς φίλους.

Και κάπως έτσι ξεκίνησα στο «Έαρ» ένα ερασιτεχνικό θεατρικό εργαστήρι, που με φέρνει σε επαφή με τη δουλειά μου με έναν πολύ πρωτόλειο και αρχετυπικό τρόπο, σε σχέση με το τι είναι το επάγγελμά μου και γιατί υπάρχει. Αν μπορεί να θεωρηθεί λειτούργημα, μέσα από τη διδασκαλία μπορώ να καταλάβω τον λόγο, πράγμα που δεν συμβαίνει όταν βρίσκομαι σε μια επαγγελματική διεργασία που έχει να κάνει με άλλους παράγοντες και έχει άλλη αφετηρία γενικότερα. Είναι μια μικρή ουτοπία για μένα τα Τρίκαλα πια.

— Ο δικός σου ρόλος εκεί ποιος είναι ακριβώς;

Εγώ έχω την επιμέλεια του εργαστηρίου, κάνω μαθήματα σε ενήλικες, εφήβους και παιδιά, που έχουν να κάνουν με το θεατρικό παιχνίδι, ενώ υπάρχουν και τμήματα που στο τέλος φτιάχνουν μια παράσταση. Τα τελευταία έξι χρόνια, αν εξαιρέσεις τις καραντίνες, είμαι σε ένα πηγαινέλα κάθε Κυριακή, αλλά αξίζει τον κόπο.

Το φύλο, το έθνος, αυτά είναι πράγματα για τα οποία δεν μας διδάσκει κανείς. Στην Ελλάδα είναι γεγονός ότι θα σκεφτώ αν κάποιον θα τον αποκαλέσω μαύρο ή έγχρωμο. Υπάρχει μια πατίνα συντηρητισμού, λάθος προτύπων, labeling, που κάνει τους ανθρώπους να διπλοσκέφτονται πράγματα πριν τα πουν επειδή δεν έχουν εκπαιδευτεί από τους θεσμούς προς καμία μειονότητα. Πιάνω τον εαυτό μου καθημερινά να προσπαθεί να τοποθετηθεί όσο πιο αποτελεσματικά στην κοινωνία, γιατί δεν ξέρω πώς να το κάνω.

— Τα Τρίκαλα, εντωμεταξύ, είναι μια επαρχιακή πόλη που πρωτοπορεί σε πολλά πράγματα. Πόσο δύσκολο είναι όμως να παράγεις πολιτισμό, θέατρο στην επαρχία της Ελλάδας αυτήν τη στιγμή; Ξέρουμε ότι τα ΔΗΠΕΘΕ το παλεύουν πολύ, αλλά τα πράγματα είναι περιορισμένα.

Για μένα είναι ένα στοίχημα σε σχέση με την πόλη, γιατί σωστά αναφέρεις ότι έχει αυτό τον προοδευτικό χαρακτήρα σε πολλά πράγματα, αλλά σε ό,τι αφορά τον πολιτισμό δεν υπάρχουν πολλά ερεθίσματα. Εμείς παλαιότερα πηγαίναμε με το σχολείο μία φορά τον χρόνο τουλάχιστον στο θέατρο. Αυτό πλέον γίνεται σπάνια.

Συναντάω ανθρώπους που δεν έχουν δει στ’ αλήθεια ποτέ θέατρο. Κάποιοι ενήλικες δεν μπορούν να ορίσουν τη διαφορά ανάμεσα σε μια παράσταση και μια ταινία. Για μένα, λοιπόν, το στοίχημα είναι, αντί κάποιος να βγει το Σάββατο σε ένα από τα δεκάδες καφέ, να πάει θέατρο.

— Σπούδασες στο Ωδείο Αθηνών, σωστά;

Αποφοίτησα το 2013 και πριν είχα τελειώσει την αγγλική φιλολογία.

— Και το ’13 ξεκίνησες με τον Στάθη Λιβαθινό στην «Ιλιάδα» του, όπου υποδύθηκες τον Πάρι. 

Αμέσως μετά τη σχολή, ναι.

— Τι θυμάσαι από τότε;

Πολλή δουλειά. Για μένα ήταν σαν μεταπτυχιακό, ήμουν πολύ ψαρωμένος με αυτό τον άνθρωπο, αυτούς τους συνεργάτες, που ήξερα τη φήμη τους. Πολλή σπουδή, πολλή δοκιμή, ήταν για μένα σταθμός στον τρόπο με τον οποίο μπήκα στο θέατρο. Ωραία είσοδος, δύσκολη πίστα.

— Από τότε μέχρι σήμερα έχεις συνεργαστεί με μεγάλα ονόματα, όπως ο Ρομέο Καστελούτσι και ο Δημήτρης Παπαϊωάννου. Έχω την αίσθηση, ωστόσο, ότι έχεις πει και πολλά «όχι». Ισχύει;

Καθόλου!

— Μου φαίνεται, βλέποντας το βιογραφικό σου, ότι οι συνεργασίες σου είναι πολύ επιλεκτικές.

Αυτό που συνέβη είναι ότι κάπως τα πράγματα ήρθαν το ένα μετά το άλλο. Ίσα-ίσα, είχα πολλές απορρίψεις στην αρχή, ως νέος ηθοποιός.

— Ο Καστελούτσι πώς προέκυψε;

Ο Λιβαθινός είχε μόλις αναλάβει τη διεύθυνση του Εθνικού. Ήμασταν στο Μέγαρο με τον «Γάμο του Φίγκαρο» και είχε κάνει τότε ένα ανοιχτό διαδικτυακό κάλεσμα ο Καστελούτσι για να βρει άτομα για ένα επετειακό ανέβασμα των 20 χρόνων της «Ορέστειας», που του είχε ζητήσει το Θέατρο Odéon, και βέβαια είχε δηλώσει συμμετοχή όλη η Ευρώπη. Στην αρχή δεν είχα καν απάντηση. Δεν είχε βρει όμως έναν χαρακτήρα, τον Αίγισθο, και τότε, όλως τυχαίως, ήταν η περίοδος που είχε έρθει στη Στέγη με το «Go Down, Moses» και μου είπε «έλα να σε δούμε εσένα», τον Έλληνα, δηλαδή, που είχε στείλει αίτηση. Κι έτσι έκατσε.

Παίξαμε για έναν μήνα στο Παρίσι, μετά για έξι μήνες σε όλη τη Γαλλία, κι έπειτα για άλλα δύο χρόνια σε διεθνές tour. Κάτι παρόμοιο έγινε και με τον Παπαϊωάννου, για άλλα τρία χρόνια. Δεν είναι λοιπόν ότι έλεγα «όχι» σε συνεργασίες, απλά δεν ήμουν εδώ τα τελευταία εξίμισι χρόνια, ήμουν εντελώς απών και από το ελληνικό θέατρο και από οτιδήποτε συνέβαινε στην Ελλάδα.

«Δεν χρειάστηκε να προστατέψουμε την εκπροσώπηση της γκέι κοινότητας στην οθόνη. Σ’ αυτό συνέβαλε όχι μόνο η γραφή των χαρακτήρων, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο είναι τοποθετημένοι. Πώς τους συμπεριφέρεται η οικογένειά τους, που για μένα είναι ακόμα πιο σημαντικό σε σχέση με τη δική μας προσέγγιση ή αυτήν του σκηνοθέτη. Ένα πλαίσιο αγάπης, από κάθε άποψη». Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν / LiFO

— Όταν έβλεπα στο Instagram σου τα ταξίδια σου με τον «Μεγάλο Δαμαστή» του Παπαϊωάννου μού είχε δημιουργηθεί η εξής απορία: Πώς γίνεται να συμμετέχεις σε μια παράσταση που έχει τρομερές σωματικές απαιτήσεις και παράλληλα να περιοδεύεις; Πώς καταφέρνεις να κρατάς μια ρουτίνα στη γυμναστική, τη διατροφή, τη φυσική σου κατάσταση; Μου φαίνεται τρομερά δύσκολο.

Είναι! Όταν περιοδεύεις αποδέχεσαι ότι γίνεσαι τσιγγάνος. Από εκεί που έπαιρνες 20 κιλά βαλίτσα ξαφνικά είσαι με 2 και αυτά σου φαίνονται πολλά, μαθαίνεις πώς να είσαι ευέλικτος στη διαχείριση χρόνου. Η προσωπική ζωή, η καριέρα σου εδώ είναι σε παύση. Στερείσαι πολλά πράγματα.

Εγώ προσπαθούσα να διατηρώ μια ρουτίνα. Διατροφικές συνήθειες δεν μπορείς να τηρήσεις με τίποτα, θα παίξει αναγκαστικά πολύ junk – στην Ολλανδία, ας πούμε, δεν θα βρεις εύκολα φαγητό ανοιχτό μετά τις 8. Αν τελειώνει η πρόβα στις 12 τι θα φας; Έχω φάει από vending machine που πουλάνε μακαρόνια, με τα χέρια επειδή δεν είχε το δωμάτιο μαχαιροπίρουνα.
Και μέσα σε όλο αυτό έπρεπε να διαχειριστώ και το κομμάτι του Δημήτρη, που είναι όντως πολύ physical, όντως θέλει φροντίδα του εαυτού σου, το «τσόφλι» σου να έχει συγκεκριμένο σχήμα, συγκεκριμένο χρώμα.

— Συγκεκριμένο χρώμα; Δηλαδή δεν έπρεπε να μαυρίσεις;

Ναι, για τρία χρόνια δεν με έβλεπε ο ήλιος. Ο Δημήτρης είναι πολύ συγκεκριμένος σε αυτά που ζητάει και επειδή ξέρει πολύ καλά τι θέλει και προστατεύει το υλικό του, όλοι είμαστε συντονισμένοι.

— Τεχνικά τι σου έχει αφήσει ο Παπαϊωάννου;

Ήταν τεράστιο σχολείο. Αρχικά είχα την πολύ μεγάλη δυσκολία να αφήσω την παραδοσιακή θεατρική μου εκπαίδευση, που έχει να κάνει με τον λόγο, και να μπω σε έναν τελείως διαφορετικό κώδικα.

— Έχεις επίσης ένα φιζίκ αρκετά διαφορετικό σε σχέση με τους ηθοποιούς που επιλέγει συνήθως ο Παπαϊωάννου.

Ναι. Είχα δυσκολία να υπάρξω στο σύμπαν του και να καταλάβω ακριβώς αυτό που θέλει, αλλά μου έμαθε πάρα πολλά πράγματα, όπως η συνέπεια, η ακρίβεια, η καθαρότητα, η αφηγηματική αφαίρεση και η δύναμη της εικόνας, που τα έχω πάρει μαζί μου και είναι εξίσου χρήσιμα σε αυτό που κάνω. Εάν για κάτι τον ευχαριστώ, είναι γι’ αυτή την όξυνση ενός αισθητηριακού κριτηρίου, μια διαφορετική θεώρηση του θεάτρου, αρκετά εικαστική και εγκεφαλική. Είναι εξαιρετικός καλλιτέχνης.

«Εμείς παλαιότερα πηγαίναμε με το σχολείο μία φορά τον χρόνο τουλάχιστον στο θέατρο. Αυτό πλέον γίνεται σπάνια. Συναντάω ανθρώπους που δεν έχουν δει στ’ αλήθεια ποτέ θέατρο. Κάποιοι ενήλικες δεν μπορούν να ορίσουν τη διαφορά ανάμεσα σε μια παράσταση και μια ταινία». Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν / LiFO

— Όλα αυτά τα χρόνια που ήρθες σε επαφή με διαφορετικά κοινά σε όλο τον κόσμο τι σου έμαθαν; Υπάρχει κοινό κάποιας συγκεκριμένης χώρας από το οποίο σου έκαναν εντύπωση οι αντιδράσεις, το feedback, ο τρόπος που αντιλαμβάνονταν αυτό που έβλεπαν;

Είναι συγκλονιστικός ο τρόπος με τον οποίο το ίδιο το θέατρο μπορεί να αποτελέσει μικρογραφία του πολιτισμού της κάθε χώρας. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση το κοινό της Αμερικής. Κάπως αισθάνεσαι το καινούργιο παντού, καταλαβαίνεις ότι είναι μια καινούργια χώρα, πατάς σε ένα έδαφος που δεν έχει πράγματα από κάτω. Αυτό υπάρχει και στους ανθρώπους, στον τρόπο με τον οποίο περπατάνε. Είναι πολύ ανοιχτοί στο οτιδήποτε και τους αρέσει να καταναλώνουν.

Παίξαμε, ας πούμε, στο UCLA, μπροστά στο πιο νέο κοινό που είχαμε ποτέ, φοιτητές όλοι. Φοβερή εμπειρία, σαν να μην υπήρχε ποτέ τοίχος να σπάσει. Είναι πολύ σημαντικό επίσης ότι χώρες σαν αυτές δεν έχουν επαφή με τον Δημήτρη. Η διαφορά με εμάς είναι ότι εδώ ο κόσμος ξέρει ποιος είναι, τον παρακολουθεί, περιμένει πράγματα από αυτόν και έρχεται με συγκεκριμένη στάση.

Στην Ιαπωνία το αντίστροφο. Είναι μια χώρα που έχει φτιαχτεί με τη λογική ότι δεν έχουν χώρο. Μου έκανε εντύπωση ο σεβασμός με τον οποίο υπήρχαν στην αίθουσα και οι ερωτήσεις τους. Έχω ακούσει τα πάντα, από τα πιο απλά και ειλικρινή σχόλια μέχρι πράγματα συγκινητικά που έκαναν τη συζήτηση φιλοσοφική από το πουθενά και μέναμε με ανοιχτό το στόμα.

— Και μετά από όλα αυτά προέκυψε η τηλεόραση, η «Τούρτα της Μαμάς» των Ρήγα-Αποστόλου στην ΕΡΤ, και μάλιστα κωμικός ρόλος. 

Κοίταξε, εγώ είμαι μεγάλος Μπαλαφάρας. Γενικά μ’ αρέσει το χιούμορ, μ’ αρέσει να γελάω. Σίγουρα η τηλεόραση των δυο τους, όπως υπήρχε στα ‘90s και στα ‘00s, ήταν μέσα στα σπίτια μας, στην καθημερινότητά μας.

— Θεωρώ πως όλο αυτό το loudness των σειρών τους έχει επηρεάσει ακόμα και τον τρόπο που μιλάμε, που στεκόμαστε, ειδικά η δική μας γενιά.

Ναι, βέβαια, είναι σημείο αναφοράς για πολλά πράγματα. Το γεγονός ότι ανακαλούμε στιγμές, ατάκες, χαρακτήρες και περσόνες από αυτήν τη δεκαετία σημαίνει ότι καλώς ή κακώς γαλουχηθήκαμε με αυτά, είναι κομμάτι της νοοτροπίας μας.

Είναι μια τρελή συνεργασία, έκατσε σε μια στιγμή που ήμουν πολύ σκοτεινός ψυχικά, επαγγελματικά σε παύση, μέσα στην πανδημία. Ο Αλέξανδρος (Ρήγας) είναι πολύ ανοιχτός στο τι έχουμε να του πούμε. Στη δουλειά που κάνουμε στην «Τούρτα» επαναπροσδιορίζει κάποια πράγματα.

— Είναι σημαντικό αυτό γιατί είχαν δημιουργηθεί αρκετά στερεότυπα μέσα από την επιτυχία αυτών των σειρών και νομίζω ότι το αφήγημα πάει να αλλάξει τώρα.

Οι νέοι άνθρωποι που επιλέγει να συνεργάζεται, σε συνδυασμό με αυτούς που είναι χρόνια συνεργάτες του, είναι ελεύθεροι να προτείνουν και να συμπληρώσουν την πρόθεσή του. Γενικά αισθάνομαι πως οι νέοι άνθρωποι επιλέγουν σθεναρά στάση για όσα συμβαίνουν και είναι εκεί για να επικοινωνήσουν με τους παλαιούς, που ίσως να μην ξέρουν ή να μην έχουν ακούσει γι’ αυτά. Σε σχέση με το loudness που είπες πριν, ένας φίλος μού είπε πρόσφατα κάτι που μου άρεσε: «Νομίζω ότι πια υπάρχει λόγος οι άνθρωποι να φωνάζουν σ’ αυτήν τη σειρά».

— Γκέι χαρακτήρας, σύμφωνο συμβίωσης, το περιβόητο φιλί, όλα αυτά στη δημόσια τηλεόραση για πρώτη φορά. Ένα ετεροκανονικό μοτίβο παρουσίασης ενός ζευγαριού, που δεν το έχουμε συνηθίσει, κι εσύ είσαι κομμάτι αυτού. 

Δεν αγχώθηκα, μπήκα όπως μπαίνω σε κάθε ρόλο, με χαρά και ανάγκη για υποστήριξη. Προσπαθώ να συμπαθώ τους χαρακτήρες που υποδύομαι. Δεν είναι πάντα εύκολο, αλλά εδώ ο χαρακτήρας είναι πραγματικά αξιαγάπητος και διασκεδαστικός. Ζηλιάρης, βέβαια, αλλά αν συμπαθώ για κάτι τον Παναγιώτη, σε σχέση με αυτό για το οποίο ο κόσμος τον αντιπαθεί, τον βρίσκει φορτικό, είναι επειδή αναγνωρίζω την εμμονή του για όσα έχει ονειρευτεί.

— Έχεις αντιληφθεί ότι με αυτό τον ρόλο συμβάλλεις στην γκέι ορατότητα;

Φυσικά. Δεν μιλήσαμε ποτέ με τον Αλέξανδρο για το σημαίνει ένας γκέι χαρακτήρας στη σειρά του. Σε συνδυασμό με τον Πάρι (Θωμόπουλο), που επίσης δεν θυμίζει ένα στερεοτυπικό τηλεοπτικό γκέι πρότυπο, δεν χρειάστηκε να εξηγήσουμε, να ορίσουμε, να προστατέψουμε τίποτα. Τα πράγματα ήταν γραμμένα από τον Αλέξανδρο με έναν συγκεκριμένο τρόπο, χωρίς πολλά-πολλά.

— Στην ουσία βγάζετε γέλιο από καταστάσεις τελείως διαφορετικές, σε σχέση με τα γκέι στερεότυπα που βλέπαμε πριν από 20 χρόνια. 

Νομίζω ότι γι’ αυτό τον λόγο ακριβώς δεν πήγαμε by the book, δεν χρειάστηκε να προστατέψουμε την εκπροσώπηση της κοινότητας στην οθόνη. Σ’ αυτό συνέβαλε όχι μόνο η γραφή των χαρακτήρων, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο είναι τοποθετημένοι. Πώς τους συμπεριφέρεται η οικογένειά τους, που για μένα είναι ακόμα πιο σημαντικό σε σχέση με τη δική μας προσέγγιση ή αυτήν του σκηνοθέτη. Ένα πλαίσιο αγάπης, από κάθε άποψη.

Και όλο αυτό στη δημόσια τηλεόραση, στην ελληνική τηλεόραση, που έκοβε σκηνές που περιλάμβαναν οτιδήποτε ομοφυλοφιλικό. Το γεγονός ότι έχουμε φτάσει να δείχνουμε ανθρώπους που δεσμεύονται με όρκους αγάπης μπροστά σε όλη την οικογένεια, για να το πω ρομαντικά, είναι εξαιρετικά σημαντικό γι’ αυτόν που θα το δει στην επαρχία, που δεν έχει τον περίγυρο του κέντρου της Αθήνας – γιατί μόνο εδώ υπάρχει αυτό το openness στα πράγματα.

— Εντωμεταξύ, στις σειρές του Netflix, ας πούμε, είναι σχεδόν υποχρεωτικό πια να υπάρχουν queer ή μαύροι χαρακτήρες για λόγους εκπροσώπησης.

Κάποιοι λένε ότι στο 2022 δεν χρειάζεται να γίνεται ζήτημα γι’ αυτά τα θέματα. Και σε σχέση με την τέχνη λένε «γιατί να ξαναμιλήσουμε γι’ αυτό το θέμα, γιατί να ξανανεβάσουμε αυτό το έργο». Η απάντηση είναι πως αν υπάρχει ακόμα κι ένας άνθρωπος που δεν έδωσε σημασία σε κάτι, τότε αυτό αξίζει να ξαναειπωθεί.

Αυτό ισχύει για οτιδήποτε αφορά μειονότητες σε όλο τον πλανήτη. Καταλαβαίνω ότι μπορεί να γίνει εμμονικό, όμως καταλαβαίνω και την ανάγκη να υπάρχει εκπροσώπηση. Το φύλο, το έθνος, αυτά είναι πράγματα για τα οποία δεν μας διδάσκει κανείς. Στην Ελλάδα είναι γεγονός ότι θα σκεφτώ αν κάποιον θα τον αποκαλέσω μαύρο ή έγχρωμο. Υπάρχει μια πατίνα συντηρητισμού, λάθος προτύπων, labeling, που κάνει τους ανθρώπους να διπλοσκέφτονται πράγματα πριν τα πουν επειδή δεν έχουν εκπαιδευτεί από τους θεσμούς προς καμία μειονότητα.

Πιάνω τον εαυτό μου καθημερινά να προσπαθεί να τοποθετηθεί όσο πιο αποτελεσματικά στην κοινωνία, γιατί δεν ξέρω πώς να το κάνω. Δεν είμαστε Νέα Υόρκη, που θα πεις «με λένε Γιώργο Τσιαντούλα» και δεν θα σε ρωτήσει κανείς «από πού είσαι», παρά μόνο «τι κάνεις εδώ».

— Αυτό τον μήνα παίζεις στην «Αυλή των Θαυμάτων» του Ιάκωβου Καμπανέλλη, που ανεβαίνει στο Μέγαρο Μουσικής με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννησή του. Τι θέση έχει μια ηθογραφία της δεκαετίας του ’50 στη σημερινή πραγματικότητα; 

Το έργο του Καμπανέλλη είναι πολύ συγκεκριμένο, έχει να κάνει με μια ελληνική λαϊκότητα, όπως την ξέρουμε από τις ταινίες, που είναι επίσης αρκετά πατιναρισμένη με στερεότυπα. Οι χαρακτήρες, όπως είναι γραμμένοι, είναι στα όρια να γίνουν γραφικοί. Σήμερα μπορεί πολύ εύκολα να πει κανείς ότι «αυτός είναι ο “ματσό γαμίκουλας της γειτονιάς” ή ο “κακοποιητικός σύζυγος”».

Ο Χρήστος Σουγάρης λοιπόν έχει κάνει κάτι πολύ πιο σύγχρονο, μαζί με τη Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου που υπογράφει τη δραματουργία. Έχουν αφαιρέσει οτιδήποτε έχει να κάνει με τέτοιου είδους υλικά που ανήκουν σε περασμένες δεκαετίες, έχουν επανατοποθετηθεί σε άλλο πλαίσιο και με τον παρονομαστή του μιούζικαλ τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Με πολύ ωραία μουσική του Στέφανου Κορκολή και πολύ ωραίους στίχους του Γεράσιμου Ευαγγελάτου, οι χαρακτήρες έχουν γίνει πιο σύνθετοι.

Ας πούμε, εγώ υποδύομαι τον εραστή που έρχεται στη συνθήκη μιας σχέσης και τη χαλάει. Αυτό είναι γραμμένο από τον Καμπανέλλη με έναν πολύ επιθετικό τρόπο. Ο Χρήστος έχει αφαιρέσει τα πάντα σε σχέση με αυτό, οπότε τα πράγματα είναι πιο θολά με έναν ενδιαφέροντα και σύγχρονο τρόπο, πράγμα που αποδεικνύεται κι από τη διανομή – ας πούμε η δική μου φύση είναι πιο ευγενική, δεν θα έλεγα ποτέ ακραία πράγματα.

— Κλείνοντας, τι μπορείς να μου πεις για τη νέα ταινία του Ζαχαρία Μαυροειδή, στην οποία θα πρωταγωνιστήσεις;

Λέγεται «Το καλοκαίρι της Κάρμεν», είναι μια κωμωδία που θα γυριστεί στην Αθήνα, η ιστορία δύο φίλων που θέλουν να γυρίσουν μια κινηματογραφική ταινία. Αφορμή για τη θεματική τους θα αποτελέσει ένα επεισοδιακός χωρισμός από ένα ανατρεπτικό καλοκαίρι του παρελθόντος.

Το σενάριο έχει μια αλμοδοβαρικη ειλικρίνια, έναν σαρκασμό και φέρνει στο επίκεντρο τις γκέι σχέσεις, ερωτικές και φιλικές, σε ένα, για μένα, πολύ φρέσκο και αντιπροσωπευτικό του σήμερα σύμπαν. Ανυπομονώ πραγματικά να μπούμε στα γυρίσματα.

ΠΗΓΗ www.lifo.gr

Η Αυλή των Θαυμάτων – Το μιούζικαλ

Σκηνοθεσία: Χρήστος Σουγάρης

Πρωτότυπη Μουσική-Διεύθυνση Ορχήστρας: Στέφανος Κορκολής

Στίχοι: Γεράσιμος Ευαγγελάτος

Δραματουργία: Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου

Χορογραφίες: Φωκάς Ευαγγελινός

Σκηνικά-Κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου

Σχεδιασμός Φωτισμών: Αλέκος Αναστασίου

Σχεδιασμός ήχου: Ανδρέας  Γεωργαλλής

Παίζουν: Γιώργος Γάλλος, Αλέξανδρος Μπουρδούμης, Κατερίνα Παπουτσάκη, Ρούλα Πατεράκη, Μάνος Βακούσης, Κόρα Καρβούνη, Ειρήνη Καράγιαννη, Μαρία Διακοπαναγιώτου, Μαρίζα Τσάρη, Γιώργος Τσιαντούλας, Αλέξανδρος Βάρθης, Κρίς Ραντάνοφ, Ηλέκτρα Σαρρή, Γιώργος Ντάβος, Χρήστος Τσούκας, Χρήστος Ζαμπάτης, Αργυρώ Ανανιάδου, Μαρία Σαββίδου 

Στον ρόλο της Καίτης η Φιλαρέτη Κομνηνού και στον ρόλο του Λάσκου ο Δημήτρης Πιατάς

Στο πιάνο και στη διεύθυνση δεκαμελούς ορχήστρας επί σκηνής, ο Στέφανος Κορκολής

Ορχήστρα: Ρόλη Γιαμοπούλου, Βασίλης Δεφίγγος, Δημήτρης Κουζής, Βίκτωρ Κουλουμπής, Μαριλίζα Παπαδούρη, Αγγελική Πουλημένου, Κώστας Πυρένης, Σάββας Ρακιντζάκης, Χρήστος Σπηλιόπουλος

Μέγαρο Μουσικής Αθηνών

Αίθουσα «Αλεξάνδρα Τριάντη»

Από 9/2

Παραστάσεις: 9/2-20:00, 11/2-20:00, 12/2-17:00 & 21:00, 13/2-20:00, 16/2-20:00, 17/2-20:00, 18/2-20:00, 19/2-17:00 & 21:00, 20/2-20:00, 23/2-20:00, 24/2-20:00, 25/2-20:00

Η «Τούρτα της Μαμάς» προβάλλεται κάθε Πέμπτη στις 22:00 στην ΕΡΤ1. Τα επεισόδια είναι διαθέσιμα και στο ERTFLIX.