Κάποτε, σε μια πόλη που αγαπούσε την τέχνη, υπήρχε ένα θέατρο διαφορετικό από όλα τα άλλα. Δεν ήταν απλώς μια σκηνή· ήταν ένας προμαχώνας πολιτισμού, ένα φως που έσκιζε το σκοτάδι της αδιαφορίας. Οι άνθρωποι μιλούσαν γι’ αυτό σαν να ήταν ζωντανό πλάσμα – ένα πλάσμα που ανάσαινε με τις φωνές των ηθοποιών, που ζούσε μέσα από τις παραστάσεις, που έδινε ψυχή σε όσους περνούσαν τις πόρτες του.Αλλά, όπως σε όλα τα παραμύθια, ήρθε η ώρα της δοκιμασίας.
Κάποιοι έλεγαν πως το θέατρο δεν χωρούσε πια στον κόσμο των αριθμών και των εξόδων. Κάποιοι άλλοι το έβλεπαν σαν παλιό έπιπλο, ξεθωριασμένο και άχρηστο. Και όσο αυτοί οι κάποιοι μιλούσαν για “νέες προοπτικές” και “εναλλακτικές λύσεις”, τα σανίδια άρχισαν να τρίζουν. Οι κουίντες σκεπάστηκαν από σκόνη. Οι προβολείς χαμήλωσαν.
Και τότε… το θέατρο ψιθύρισε…
«Δεν είμαι αριθμός. Δεν είμαι εκλογική υπόσχεση. Δεν είμαι μια ανάμνηση που πρέπει να ξεχαστεί. Είμαι φλόγα, κι αν με σβήσετε, η πόλη σας θα γίνει πιο σκοτεινή.»
Όμως οι ψίθυροι δεν αρκούν όταν αυτοί που πρέπει να ακούσουν έχουν βουλωμένα αυτιά. Και η σιωπή απλώθηκε…
Μπορεί όμως ένα παραμύθι να τελειώσει έτσι;
Γιατί, λένε, πως σε κάποια παραμύθια, αν βρεθούν οι σωστοί ήρωες, αν υπάρξουν αυτοί που θα παλέψουν, το σκοτάδι δεν νικά ποτέ. Και τότε το θέατρο, το θέατρο που έδινε ζωή σε μια πόλη, μπορεί να ξαναβρεί τη δική του ζωή.
Αλλά κάθε παραμύθι έχει ήρωες. Εδώ, οι ήρωες λείπουν.
Ή μήπως όχι;