«Αληθινές» αλήθειες για το σημερινό σχολείο

Με αφορμή το πρωτόγνωρο όσο και δραματικό περιστατικό που εκτυλίχθηκε τις τελευταίες μέρες στο Δημοτικό Σχολείο ενός χωριού των Τρικάλων με πρωταγωνιστή έναν δάσκαλο ο οποίος καταγγέλθηκε – και κρίθηκε προφυλακιστέος– ότι παρενοχλούσε σεξουαλικά εν ώρα μαθήματος τις δεκάχρονες μαθήτριές του, ο γράφων θα επιχειρήσει να προσεγγίσει το θέμα μέσα από την τριπλή ιδιότητά του: του γονιού, του εκπαιδευτικού και του πολίτη. Επιτέλους, ας πούμε αλήθειες για το εκπαιδευτικό μας σύστημα χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο γράφων διεκδικεί το αλάθητο και τη μονοπώληση της μίας και μοναδικής αλήθειας.

Από την πλευρά του γονιού. Έκπληξη και αποτροπιασμό προκάλεσε το γεγονός όχι μόνο στους καταγγέλοντες γονείς αλλά και σε κάθε γονιό που στέλνει τα παιδιά του στο σχολείο. Αναπόφευκτα και τα ερωτήματα: πως ξέφυγε ο έλεγχος από τον συγκεκριμένο εκπαιδευτικό; Πως ξέφυγε από την προσοχή των συναδέλφων του και της διεύθυνσης του σχολείου; Δεν υπάρχουν οι απαραίτητοι μηχανισμοί στο εκπαιδευτικό μας σύστημα που θα ελέγχουν και θα αποτρέπουν τέτοιου είδους φαινόμενα; Γιατί άραγε οι καταγγέλοντες γονείς δεν απευθύνθηκαν για την επίλυση του προβλήματος στους αρμόδιους φορείς της εκπαίδευσης αλλά πήγαν κατευθείαν στην εισαγγελέα; Μήπως, επειδή δεν πίστευαν ότι θα βρουν λύση στο πρόβλημά τους μέσα σ’ ένα δημοσιοϋπαλληλίστικο γραφειοκρατικό σύστημα που σπάνια αποδίδει ευθύνες στον τόπο μας;

Και οι δύο πλευρές έχουν ευθύνες για αυτή την απομάκρυνση και την αποξένωση.Οι γονείς από την πλευρά τους πρέπει να παίξουν τον δικό τους ρόλο. Πρέπει να στηρίζουν τον εκπαιδευτικό και όχι να παρεμβαίνουν στο έργο του πιέζοντάς τον μόνο να βάλει καλούς βαθμούς ή να έχουν προνομιακή μεταχείριση τα παιδιά τους έναντι των άλλων. Η εκπαίδευση είναι κάτι περισσότερο από τίτλους, υλικά αγαθά και χρήματα. Για να νιώσει ο δάσκαλος αυτοπεποίθηση και να ανταποκριθεί στο έργο τουπρέπει να έχει καθημερινά δίπλα του τους γονείς κι όχι απέναντί του για να του «κουνάνε το δάχτυλο» απαξιώνοντάς τον.Πρέπει γονείς και εκπαιδευτικοί να «χτίσουν» μια σχέση εμπιστοσύνης που θα βασίζεται στην ειλικρίνεια.

Από την άλλη πλευρά, οι γονείς πρέπει να είναι πιο αυστηροί με το εκπαιδευτικό σύστημα και την πολιτεία βάζοντας ψηλά τον πήχη της ποιότητας και του κοινωνικού ελέγχου του παρεχόμενου εκπαιδευτικού έργου και πιο απαιτητικοί σε θέματα που έχουν να κάνουν με την ουσία και όχι με το «περιτύλιγμα» της εκπαίδευσης. Τέλος, επειδή οι γονείς δεν έχουν ειδικές γνώσεις παιδοψυχολογίας, ούτε είναι υποχρεωμένοι να έχουν, χρειάζεται να εκπαιδεύονται παράλληλα με την εκπαίδευση των παιδιών τους ώστε να έχουν μία ουσιαστική σχέση με τα παιδιά τους. Οι σχολές γονέων είναι ένα παράδειγμα που θα μπορούσε να λειτουργήσει θετικά.

Από την πλευρά του εκπαιδευτικού. Για τους μαχόμενους εκπαιδευτικούς που «καταθέτουν» ψυχή μέσα στην αίθουσα κι όχι μόνο ήταν ένα ακόμη πλήγμα στο χαμένο γόητρό τους. Αλλά είναι και κοινό μυστικό στην εκπαιδευτική κοινότητα ότι ως επιστήμονες και παιδαγωγοί νιώθουν – και είναι – απελπιστικά μόνοι και διαρκώς εκτεθειμένοι καθημερινά στην άσκηση του έργου τους. Χρειάζεται η διαρκής έμπρακτη συμπαράσταση της διοίκησης, των γονιών, της κοινωνίας και της πολιτείας. Οι εκπαιδευτικοί συνθλίβονται στη διοικητική λογική που επιδιώκει τον πλήρη έλεγχο της εξελικτικής πορείας της διδασκαλίας και της διδακτέας ύλης που τους καθιστά άβουλους κι ανίσχυρους αφού αφήνεται σ’ αυτούς ελάχιστος χώρος για να κρίνουν, ν’ αποφασίσουν, να συνδιαμορφώσουν, να ελέγξουν το εκπαιδευτικό έργο.

Αλλά το καθημερινό άγχος των ευσυνείδητων εκπαιδευτικών είναι κατά πόσο είναι επαρκείς απέναντι στους μαθητές τους και στα όσα τους προσφέρουν. Που θα απευθυνθεί λοιπόν ο εκπαιδευτικός όταν αντιμετωπίζει κάποιου είδους πρόβλημα στη δουλειά του; Υπάρχει συμβουλευτική και ψυχολογική υποστήριξη μέσα κι έξω από το σχολείο; Προφανώς όχι. Κατά πόσο το έθεσαν οι εκπαιδευτικοί  ως αίτημα και το διεκδίκησαν από την πολιτεία μέχρι σήμερα; Υπάρχουν εκπαιδευτικά συστήματα που δίνουν τη δυνατότητα στον εκπαιδευτικό να εκφράζεται για όσα τον απασχολούν, να συνεργάζεται με τη διοίκηση χωρίς να φοβάται ότι θα μπει στο στόχαστρο και να ξεκουράζεται υποχρεωτικά βγαίνοντας εκτός τάξης για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα κατά τη διάρκεια του οποίου θα επιμορφώνεται και θα επιλύει τα όποια προβλήματα του έχουν παρουσιαστεί.

Επίσης, ποια είναι η στάση των εκπαιδευτικών απέναντι σε ποικίλες συμπεριφορές της διοίκησης καισυναδέλφων τους; Παίρνουν θέση ή το αποφεύγουν φοβούμενοι προσωπικές συνέπειες; Η διοίκηση και τα στελέχη είναι κοντά στους εκπαιδευτικούς, τους αφουγκράζονται ή είναι «πνιγμένοι» στη διεκπεραίωση γραφειοκρατικών υποχρεώσεων; Οι εκπαιδευτικοί γνωρίζονται ουσιαστικά μεταξύ τους και συζητάνε σε βάθος ζητήματα που τους απασχολούν ή όχι; Αν ισχύει το δεύτερο μάλλον «πέφτουν από τα σύννεφα» όταν συμβαίνουν τέτοια περιστατικά.Ακόμη, έχουν το σθένος να επιχειρηματολογήσουν αρθρώνοντας την προσωπική τους άποψη ως παιδαγωγοί απέναντι στους γονείς ή προσπαθούν να φαίνονται ευχάριστοι «στρογγυλεύοντας» τον λόγο τους;

Ο εκπαιδευτικός πρέπει να βρει τα ψυχικά αποθέματα να ξεπεράσει τις αντικειμενικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει μέσα σ’ ένα εκπαιδευτικό σύστημα γεμάτο αρρυθμίες. Θυμίζω τα λόγια των Γληνού, Δελμούζου, Τριανταφυλλίδη, των μεταρρυθμιστών της ελληνικής εκπαίδευσης: «Aν οργανωθούν οι δάσκαλοι κάθε βαθμού, αν οργανωθούν μ’ ενωτικό δεσμό τη βαθιά επίγνωση του έργου τους και της σημασίας του για την κοινωνία, αν ενωθούν γύρω σε ιδέες και όχι μόνο γύρω σε μικροσυμφέροντα, αν πιστέψουν στον εαυτό τους και στην αποστολή τους, μπορούν να κατορθώσουν όχι μόνο το σεβασμό να εμπνεύσουν, μα και όλη την παιδεία και ολόκληρο το λαό να υψώσουν».

Από την πλευρά του πολίτη.Οι φορολογούμενοι πολίτες ακούνε συχνά το αίτημα της αύξησης των δαπανών για την παιδεία. Αλλά και τα χρήματα που δαπανώνται για την παιδεία προς ποια κατεύθυνση δαπανώνται; Υπάρχει σχολικός ψυχολόγος για να υποστηρίξει εκπαιδευτικούς και μαθητές; Ποιος έχει τις γνώσεις να παρέμβει όταν υπάρχει σχολική βία ή κάθε είδους παρενόχληση στη σχολική κοινότητα;

Όσον αφορά τους διδάσκοντες εκπαιδευτικούς είναι προετοιμασμένοι και εκπαιδευμένοι για την αντιμετώπιση ποικίλων προβλημάτων που δεν αφορούν μόνο τη διδασκαλία της ύλης; Υπάρχουν εκείνοι οι μηχανισμοί που βοηθούν στην επίλυση των προβλημάτων μέσα στη σχολική κοινότητα πριν φτάσουν στις αίθουσες των δικαστηρίων οι εμπλεκόμενοι;

Όσον αφορά τις ευθύνες της πολιτείας ελέγχθηκε ποτέ από τους πολίτες γιατί ξοδεύει τα λιγότερα χρήματα ως ποσοστό του ΑΕΠ της χώρας; Γιατί σπαταλά άσκοπα λεφτά δήθεν για μεταρρυθμίσεις που ποτέ δεν ολοκληρώνονται; Γιατί αντιμετωπίζει τον εκπαιδευτικό ως τον χειρότερο δημόσιο υπάλληλο κι όχι ως παιδαγωγό των αυριανών πολιτών αυτού του κράτους;Ενίοτε βέβαια τον εκφοβίζει με την απειλή της αξιολόγησής του.  Αν θέλει η πολιτεία και η κοινωνία να ελέγξει το έργο του εκπαιδευτικού πρέπει πρώτα να τον υποστηρίξει, να τον επιμορφώσει και να τον αμείψει περισσότερο από τον καθένα εργαζόμενο. Μόνο έτσι θα δώσει το ειλικρινές μήνυμα ότι η πιο ακριβή επένδυση της χώρας είναι η παιδεία.

Από την άλλη πλευρά, πόσο ψηλά είναι στις προτεραιότητες του πολίτη η παιδεία; Σε ποια θέση κατατάσσει την παιδεία όταν ερωτάται διαχρονικά στις δημοσκοπήσεις για ποια θέματα τον απασχολούν; Πόσο ενδιαφέρεται και πόσο πιέζει με τον τρόπο του για την αναβάθμιση της παιδείας στον τόπο του; Ενημερώνεται και συμμετέχει ή απλώς παρακολουθεί αδιάφορα – ή και με κουτσομπολίστικη διάθεση- παίζοντας ενίοτε και τον ρόλο του δημόσιου κατήγορου όταν συμβαίνει κάποιο αρνητικό; Ο λόγος του στις ιδιωτικές του συζητήσεις για τα δρώμενα στην παιδεία έχει κριτικό ή ισοπεδωτικό χαρακτήρα; Απαξιώνει τον εκπαιδευτικό θυμίζοντας πόσες διακοπές κάνει ή εκφράζει την αγωνία του για την αναβάθμισή του; Επίσης, ο κάθε πολίτης είναι μέλος επαγγελματικών ενώσεων ή άλλων φορέων. Πότε διαμαρτυρήθηκε δυναμικά κάποιος απ’ αυτούς για τη διεκδίκηση της παροχής ποιοτικής παιδείας στα παιδιά μας απ’ όλους τους εμπλεκόμενους παράγοντες;

Εξαιτίας όμως, της χαμηλής ζήτησης ποιοτικής παιδείας  διαστρεβλώνεται και το πραγματικό νόημα της παιδείας. Κυριαρχεί δηλαδή μια χρησιμοθηρική αντίληψη όπου η παιδεία συγχέεται με μια ορισμένη ποσότητα γνώσης που ο νέος θα την εξαργυρώσει αργότερα επαγγελματικά.

Και αυτή η κατάσταση διαιωνίζεται ως φαύλος κύκλος: λιγότερο ποιοτική παιδεία που αναγκάζει και τους δασκάλους να ισορροπούν – εξαιτίας της χρησιμοθηρικής αντίληψης και του εξεταστικοκεντρικού συστήματος – σε χαμηλότερα επίπεδα, δημιουργία υποεκπαιδευμένων πολιτών που έχουν χαμηλές προσδοκίες εκπαίδευσης από το κράτος που με τη σειρά του αδιαφορεί για την εκπαίδευση  που υποβαθμίζεται σ’ όλες τις βαθμίδες.

Ο κατάλογος των παθογενειών του εκπαιδευτικού μας συστήματος και των λαθεμένων συμπεριφορών όλων μας είναι μακρύς και η απαρίθμησή τους σταματάει κάπου εδώ. Δεν πρέπει όμως να σταματήσει και η αναζήτηση της έναρξη του διαλόγου για το είδος της παιδείας που θα μας κάνει καλύτερους ανθρώπους και πολίτες. Η αφορμή δεν πρέπει να δίνεται βέβαια από ένα ακραίο και ατυχές γεγονός σαν αυτό που συνέβη.