Τρικαλινό παζάρι: Ταξίδι στο… χρόνο-H εμποροπανήγυρη από την εποχή της Tουρκοκρατίας μέχρι σήμερα

Η εμποροπανήγυρη, ένα από τα παλιότερα έθιμα της περιοχής αναβιώνει πιστά κάθε χρόνο στην πόλη των Τρικάλων. Είναι μια από τις καθιερωμένες πια συνήθειες των Τρικαλινών που με την έναρξή της αφήνουν πίσω τους το καλοκαίρι. Σηματοδοτεί την αρχή του φθινοπώρου και τον ερχομό του χειμώνα. Άλλωστε αυτός ήταν και ο αρχικός σκοπός: ο εφοδιασμός των οικογενειών για το χειμώνα με ζώα, τρόφιμα, είδη οικιακής και επαγγελματικής χρήσης.

Της Βιβής Μαργαρίτη

Μπορεί να πέρασαν δεκάδες χρόνια, οι καιροί και οι ανάγκες των καταναλωτών να άλλαξαν ωστόσο κάθε χρόνο η εμποροπανήγυρη, το γνωστό Τρικαλινό παζάρι, εξακολουθεί να πραγματοποιείται με μεγάλη επιτυχία και μεγάλη προσέλευση και να κρατά ακόμη την παράδοση ζωντανή.

Άντρες, γυναίκες και μικρά παιδιά φορώντας τα καλά τους ερχόταν από κάθε γωνιά του Νομού με κάθε μέσο, γαϊδούρια, μουλάρια, βοδάμαξες ακόμη και με τα πόδια

Σταθερά από 14 έως 21 Σεπτεμβρίου, κάθε έτος, η εμποροπανήγυρη Τρικάλων, όπως ονομάζεται επίσημα πλέον, αποτελεί γεγονός. Στις Καρυές Τρικάλων οι παράγκες στήνονται η μία δίπλα στην άλλη. Λούνα Παρκ,  ψητοπωλεία, ζεστοί λουκουμάδες κι απαραιτήτως  παραδοσιακός χαλβάς. Η βόλτα στο παζάρι είναι καθιερωμένη από τις μικρές μέχρι τις μεγάλες και τις πολύ μεγάλες ηλικίες.  Περπατάς ανάμεσα στους πάγκους κι εκείνο που σου έρχεται στο μυαλό είναι ότι επί δεκαετίες τα μόνα που αλλάζουν είναι τα πρόσωπα και τα προϊόντα. Όλα τα άλλα είναι ακριβώς τα ίδια. Χρώματα, αρώματα και μουσική όπως τότε.

Από το 1800

Κοιτώντας πίσω διαπιστώνουμε ότι η καταναλωτική αυτή συνήθεια έχει ιστορία χρόνων. Η αφετηρία της εντοπίζεται στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, αφού οι ρίζες του βρίσκονται στα τέλη του 1800. Τότε ήταν εμποροζωοπανήγυρη και αρχικά διεξάγονταν αρχές Οκτωβρίου για να μετατεθεί αργότερα, μεταπολεμικά, στα μέσα Σεπτεμβρίου προκειμένου να αποφευχθούν προβλήματα από τις καιρικές συνθήκες.

Άντρες, γυναίκες και μικρά παιδιά φορώντας τα καλά τους ερχόταν από κάθε γωνιά του Νομού με κάθε μέσο, γαϊδούρια, μουλάρια, βοδάμαξες ακόμη και με τα πόδια σε πολλές περιπτώσεις, εξάλλου τα μέσα τότε ήταν περιορισμένα και ελάχιστοι είχαν τη δυνατότητα, όπως οι τσέλιγκες να καμαρώσουν με τα περήφανα άλογά τους.

Το κλίμα που επικρατούσε στην εμποροπανήγυρη προπολεμικά και λίγο μετά την απελευθέρωση περιγράφει ο Θεολόγης Τριανταφύλλου στο βιβλίο του «Τα παλιά Τρίκαλα: « Η εμποροπανήγυρη ήταν το μεγαλύτερο γεγονός της πόλεως και του νομού. Όλοι περίμεναν το πανηγύρι για να δουν τα διάφορα αξιοπερίεργα, να θαυμάσουν ό,τι καινούργιο έβγαινε κάθε χρονιά, να διασκεδάσουν και να ψωνίσουν πράγματα φθηνά και καλοδιαλεγμένα (…)

Οι χωρικοί από τα κοντινά χωριά κατέβαιναν στην πόλη με βοδάμαξες, κάρα κι άλλα ζώα, ενώ οι ορεσίβιοι βλάχοι ερχόντουσαν από την παραμονή πάνω σε ωραία και ατίθασα άλογα και μουλάρια, άλλοι έχοντας και τους τσιομπαναρέους με τα γιδοπρόβατα, τα γελάδια και μοσχάρια, κι άλλοι κουβαλώντας διάφορα είδη (βελέντζες, βλαχόκαλτσες, τσουράπες, κάπες κ.α.). Όλα για πούλημα στο πανηγύρι.

[quote_box_center]

Αρχινάει στα Τρίκαλα, Λιάκο μ’ το παζάρι

Αρχινάει στα Τρίκαλα, Λιάκο μ’, το παζάρι
πάμε να πουλήσουμε κάνα δυο σκουτιά
να με πάρεις τραχηλιά γόβες και ζουνάρι
και μια τσίπα κόκκινη με χρυσά φλουριά.

Θα με πας στο τσίρκουλο για να δω την Γκόλφω

στον αράπη, στη μαϊμού, στη σκοποβολή

θα με πάρεις και γιουρντάνι να κρεμώ στον κόρφο

και για σχόλες και γιορτή φούστα παρδαλή.

Ο Κώστας Βίρβος, από τους σπουδαιότερους στιχουργούς της πόλης έγραφε το 1974 το γνωστό λαϊκό τραγούδι «Παζάρι», σε σύνθεση Γιάννη Μαρκόπουλου και συμπεριλήφθηκε στη δουλειά «Θεσσαλικός Κύκλος» του τελευταίου. Το τραγούδησε η Λιζέτα Νικολάου και έγινε μεγάλη επιτυχία αρχικά στην περιοχή και έπειτα και στην υπόλοιπη Ελλάδα.

[/quote_box_center]

Ερχόντουσαν και οι αρχιτσέλιγκες με τα επίσημα σκουτιά τους και τις γκλίτσες τους στο χέρι, αρειμάνιοι, υπερήφανοι, σωστοί αρχοντόβλαχοι για να αγοράσουν καινούργια ζωντανά.

Παράλληλα από διάφορες πόλεις κατέφθαναν οι ζωέμποροι για την αγορά των ζώων. Γέμιζαν τα καφενεία, οι ταβέρνες και τα εστιατόρια – στέκια από ορεσίβιους πανηγυριώτες και ζωέμπορους. Και σ’ αυτά κλείνονταν οι συμφωνίες, δίνονταν το καπάρο κι επισφραγίζονταν στη συνέχεια με γερή τσιπουροποσία…

Οι κάτοικοι των κοντινών χωριών, οι καμπίσιοι ή καραγκούνηδες, κατέβαιναν στην πόλη με βοδάμαξες, κάρα και καβάλα στα γαϊδούρια με μοναδικό στόχο να χαρούν τα πανηγύρι. Κουβαλούσαν για πούλημα αργαλειούς και λανάρια, τραχανάδες, δυνατό σπιτίσιο ξύδι, χωριάτικα χειροτεχνήματα και κεντητές φορεσιές.

Ο δρόμος για το πανηγύρι, η τότε οδός Ηπείρου (σήμερα Βασιλέως Κωνσταντίνου) έπηζε από κόσμο, ντόπιο και ξένο που σεργιάνιζε αδιάκοπα σ’ ολάκερο το πανηγύρι που περιεργάζονταν τα διάφορα εκθέματα και χάζευε σε ό,τι έβλεπε μπροστά του».

Το στίγμα της λειτουργίας της εμποροπανήγυρης πριν από 116 χρόνια δίνει η ίδια συγγραφέας στον πρώτο τόμο του βιβλίου της «Τρίκαλα. Από τον Σεϊφουλλάχ ως τον Τσιτσάνη»:  «Στις 8 Σεπτεμβρίου του 1889 άρχισε η εμποροπανήγυρη που είχε μεγάλη επιτυχία. Κάποιοι όμως παραχαράκτες κυκλοφόρησαν κίβδηλα νομίσματα και η αστυνομία έσπευσε να αναζητήσει τους ενόχους τους οποίους και εντόπισε στα πρόσωπα δύο ξένων ζωεμπόρων».

Θεάματα

Την εμποροπανήγυρη κατά την μεταπολεμική περίοδο περιγράφει και ο δημοσιογράφος Θύμιος Λώλης στο βιβλίο «Ένας αιώνας έξι πρόσωπα» στο οποίο θυμάται με νοσταλγία τα παιδικά του χρόνια και τον τρόπο που τα παιδιά των καλατζήδων ξόδευαν το χαρτζιλίκι τους «Ό,τι εισπράτταμε, το καταθέταμε πολύ γρήγορα στα πανηγυριώτικα θεάματα, της «ασώματης κεφαλής», το «γύρο του θανάτου», το «πανόραμα», με τα αόρατα Αραπάκια, τη σκοποβολή, το θέατρο, στην υπαίθρια σκηνή με τα κωμειδύλλια «Γκόλφω» και «Αγαπητικός της βοσκοπούλας». Προπαντός όμως το «μπαξίσι» μας το έτρωγαν οι παλλάτζες», στημένες δίπλα, στον ίδιο χώρο, με το μεθυστικό γύρισμα στον αέρα και τα παιγνίδια του «κυνηγητού». Και τέλος ο Φαρσαλινός χαλβάς (…)».

Καθρέφτης της οικονομίας

Η απήχηση του κόσμου κατά τη διάρκεια της εμποροπανήγυρης αντικατόπτριζε και τις οικονομικές συνθήκες κάθε εποχής. Αυτό επιβεβαιώνουν δημοσιεύματα της εποχής. Η Ελευθέρα Γνώμη στο φύλλο της 15ης Σεπτεμβρίου 1957 αναφέρει: «ήρχισε χθες η ετήσια εμποροζωοπανήγυρις της πόλεώς μας και πλήθη πανηγυριστών προσήλθον, πολλά δε μικρά και μεγάλα ζώα και παντός είδους εκθέματα προσεκομίσθησαν προς πώλησιν. Αι αγοραπωλησίαι κατά τη χθεσινήν πρώτην ημέραν δεν ήσαν ικανοποιητικαί, αλλά κατά πολύ περιωρισμέναι».

Η ίδια εφημερίδα ένα χρόνο αργότερα επισημαίνει: «Η εφετινή εμποροζωοπανήγυρις ήρχισεν υπό τους χειρότερους οιωνούς και τούτο διότι από ημερών προ της ημέρας της ενάρξεώς της και αυτήν την πρώτην ημέραν της, έβρεχε συνεχώς με αποτέλεσμα να ανακοπή το ρεύμα των πανηγυριστών προς την πόλιν, να μην προσκομισθούν ζώα πολλά και γεωργοκτηνοτροφικά προϊόντα, αλλά και όσοι ήλθον να υποφέρουν και ταλαιπωρηθούν από τις συνεχείς βροχοπτώσεις».

Δημοσιευμένο στη ΝΕΑ ΣΕΛΙΔΑ