Έξοδος της Ελλάδας από τη Συνθήκη Σένγκεν-Αλήθειες και ψέματα

Του Κυπριζλή Κωνσταντίνου, 

Διεθνολόγου Πτυχιούχου Τμ. Διεθνών Σπουδών Παντείου Πανεπιστημίου

Φοιτητή Νομικής Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου

 Τις τελευταίες ημέρες έχει ενταθεί η συζήτηση περί εξόδου της Ελλάδας από τη Συνθήκη Σένγκεν με δημόσιες και θεσμικά πια φωνές. Κρίνεται ιδιαιτέρως σκόπιμο να υπάρξει μια αρχική αναφορά στη Συνθήκη αυτή. Η Συμφωνία ή Συνθήκη του Σένγκεν είναι η συμφωνία που υπεγράφη τον Ιούνιο του 1985 στην κωμόπολη Σένγκεν ανάμεσα σε πέντε κράτη κράτη μέλη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και είχε ως στόχο την σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα σύνορα, την ελεύθερη κυκλοφορία για τα πρόσωπα των κρατών που υπέγραψαν τη Συμφωνία, καθώς και την περαιτέρω επίσημη αστυνομική και δικαστική συνεργασία. Προς αυτό το σκοπό, τον Ιούνιο του 1990 εξειδικεύτηκε η αρχική Συμφωνία , η οποία κινούταν σε καθαρά διακυβερνητικό επίπεδο και εκτός του θεσμικού πλαισίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Η Ελλάδα εντάχθηκε στη Συνθήκη με την κύρωση της απόφασης από τη Βουλή των Ελλήνων με το Νόμο 2514/199.

Ουσιαστικά, η Συνθήκη του Σένγκεν συνδέεται με τα ταξίδια και τους ελέγχους στα σύνορα καθώς και την κυκλοφορία προϊόντων στα κράτη – μέλη. Ειδικότερα, οι πολίτες που είναι κάτοικοι των χωρών – μελών της Ζώνης Σένγκεν έχουν το δικαίωμα να ταξιδεύουν σε οποιαδήποτε άλλη χώρα-μέλος χωρίς να απαιτείται η επίδειξη διαβατηρίου ή δελτίου ταυτότητας στις αρμόδιες αστυνομικές αρχές. Το σημαντικότερο κεκτημένο της εν λόγω Συνθήκης περιλαμβάνει και μέτρα με τα οποία ενισχύεται η ασφάλεια των εξωτερικών συνόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η απαίτηση που έχουν τα κράτη μέλη που έχουν εξωτερικά σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλέπε Ελλάδα) να είναι υπεύθυνα για να εξασφαλίζουν την πραγματοποίηση σωστών ελέγχων και την αποτελεσματική επιτήρησή τους. Σε περίπτωση σοβαρού κινδύνου για την Ευρώπη, εξουσιοδοτείται κάθε μέλος να αποκαταστήσει προσωρινά τους ελέγχους στα σύνορα του εντός της Ζώνης.

Οι φωνές που ζητούνε αποπομπή της Ελλάδας από τη Συνθήκη Σένγκεν βασίζονται πάνω στο τελευταίο σκεπτικό. Η αδυναμία της Ελλάδας να παρεμποδίσει την λαθρομετανάστευση και τις παράνομες δραστηριότητες που συντελούνται τους τελευταίους μήνες στο Αιγαίο δίνουν την αφορμή στους υποστηρικτές της αποπομπής να δηλώσουν με σθένος ότι είναι η καλύτερη λύση. Δεν είναι όμως εύκολο, πόσο μάλλον άμεσα εφαρμόσιμο το σχέδιο για τυχόν αποπομπή της χώρας μας από τη ζώνη της Συνθήκης του Σένγκεν. Ωστόσο, φαίνεται να θεωρείται σχεδόν ειλημμένη η απόφαση των Ευρωπαίων Εταίρων να αναστείλουν έστω και προσωρινά τη συμμετοχή της Ελλάδας τη Συνθήκη. Η βάση της άποψης αυτής στηρίζεται στο γεγονός ότι η ροή των προσφύγων προς την Ελλάδα εξακολουθεί να είναι πραγματικά ανεξέλεγκτη (σύμφωνα με επίσημα στοιχεία εισέρχονται στη χώρα κατά μέσο όρο σε περιόδους αθρόας εισόδου περίπου 1500 άτομα) και ότι η οικονομική αδυναμία να αντιμετωπιστούν άμεσα και εν τη γεννέσει τους το ζήτημα καταγραφής και φιλοξενίας των προσφύγων και των μεταναστών είναι δεδομένη. Ταυτόχρονα, ο φόρτος που προκύπτει από τον μεγάλο αριθμό αιτούντων ασύλου, η ανυπαρξία επίσημου σχεδίου καταγραφής τους, αλλά και η οργανωτική ανεπάρκεια της κοινής αστυνομίας ,της Frontex, εύκολα μπορεί να οδηγήσει σε παραλείψεις και πλημμελείς ελέγχους.Ήδη συνορεύουσες χώρες με την Ελλάδα, όπως η ΠΓΔΜ και η Βουλγαρία έχουν σφραγίσει τις εισόδους της δημιουργώντας φραγή στη διέλευση ακόμα και των ήδη ταυτοποιημένων ως προσφύγων.

Ωστόσο, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά όσο φαίνονται. Νομικά δεν προβλέπεται η οριστική αποβολή αλλά ούτε και η προσωρινή αναστολή της ιδιότητας μέλους για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα εφόσον το κράτος-μέλος δεν τηρεί τις υποχρεώσεις του στο πλαίσιο της Συνθήκης. Κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι προσωρινή έξοδος θα μπορούσε να βασιστεί στο Άρθρο 26 της Συνθήκης, το οποίο αφορά σε απειλές λόγω τρομοκρατίας και οργανωμένου εγκλήματος. Το άρθρο αυτό αφορά τις χώρες που αισθάνονται ότι απειλούνται και πρέπει να έχουν συγκεκριμένη χρονική διάρκεια εφαρμογής. Προσεκτικότερη όμως ανάλυση του εν λόγω άρθρου δείχνει ότι εξαιρείται η προσωρινή αποπομπή μιας χώρας όσον αφορά τις μεταναστευτικές ροές.

Στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, η όλη συζήτηση δεν φαίνεται να μπορεί να εφαρμοστεί αποτελεσματικά και άμεσα όταν το ζήτημα είναι ακόμα ανοιχτό. Η όλη συζήτηση λειτουργεί ως μέσο πίεσης την ελληνική κυβέρνηση να λάβει πιο δραστικά μέτρα για το προσφυγικό ζήτημα. Λόγω των όποιων νομικών ορίων και της πολιτικής συνέπειας δύσκολα η Ευρωπαϊκή Ένωση θα προχωρούσε σε μια τέτοια κίνηση, ερμηνεύοντας κατά το δοκούν το άρθρο 26 που αναφέρθηκε παραπάνω. Δεν είναι σαφές τι είδους μέτρα θα μπορούσε να λάβει η Ελλάδα για την προστασία των θαλάσσιων συνόρων. Και δυστυχώς δεν θεωρείται προστασία αλλά κλείσιμο τους.  Αυτό που υπάρχει ως στόχος και ως ρεαλιστική πρακτική είναι η περαιτέρω χρήση δυνάμεων ασφαλείας στα σύνορα Ελλάδας- ΠΓΔΜ και Ελλάδας- Βουλγαρίας κατόπιν διμερών συμφωνιών. Ωστόσο, το σενάριο αυτό – όσο και αν βολεύει τις τελικές χώρες υποδοχής (Γερμανία, Αυστρία κλπ) δεν συμφέρει την Ελλάδα καθώς σε βάθος λίγων μηνών εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπων θα εγκλωβίζονταν στα στενά όρια της χώρας μας.

Εναλλακτικά και παράλληλα με αυτό το σχέδιο, ως πράξη μικρότερου οικονομικού και πολιτικού κόστους συζητείται και το σενάριο μιας μικρότερης ζώνης ελεύθερης μετακίνησης.  Αυτές οι προτάσεις θα μείωναν προσωρινά την πίεση αλλά θα προκαλούσαν ανεπανόρθωτες βλάβες στην ελεύθερη μετακίνηση μεταξύ κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η κατάληξη της συζήτησης δείχνει ένα πολύ σοβαρό ζήτημα. Αυτό δεν είναι άλλο από την παντελή έλλειψη κρατικής αλληλεγγύης σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει η απομόνωση και η κατά το δοκούν αντιμετώπιση των εθνικών ζητημάτων αλλά και η καχυποψία και η αμφιβολία μεταξύ των κρατών. Παρουσιάζεται εντονότατα η λογική μετατόπισης της ευθύνης, η απουσία ρεαλιστικής πρότασης στο ζήτημα της μετανάστευσης αλλά και η αδιαφορία ή έλλειψη πρότασης για υποδοχή και ένταξη των μεταναστευτικών ροών. Εταίροι με διάφορα προσχήματα περιορίζουν συνεχώς τον αριθμό των προσφύγων που είναι διατεθειμένοι να φιλοξενήσουν στις χώρες τους

Βάσει όλων των παραπάνω προκύπτει ότι η ραγδαία αύξηση της μεταναστευτικής ροής (1972% άνω η είσοδος μεταναστών το 2015 στην Ελλάδα με επίσημα στοιχεία) έδειξε την ανετοιμότητα της Ευρώπης και την απροθυμία να βοηθήσει. Η κατάσταση είναι εξαιρετικά ανησυχητική και απαιτείται τώρα περισσότερο από ποτέ η κινητοποίηση κάθε διαθέσιμης διπλωματικής πηγής και άλλων μέσων από ελληνικής πλευράς για την οριστική αντιμετώπιση του ζητήματος.